Το 1972 ο πατέρας της γκόνζο δημοσιογραφίας Hunter S. Thompson βγήκε για δώδεκα μήνες στον δρόμο ν’ ακολούθησει τις προεκλογικές καμπάνιες των υποψηφίων για την προεδρία των ΗΠΑ. Τα όσα είδε καταγράφηκαν με τον γνωστό ξεσαλωμένο συγγραφικό του τρόπο σε μια σειρά άρθρων για το περιοδικό Rolling Stone, ενώ αργότερα κυκλοφόρησαν και σε μορφή βιβλίου με τον τίτλο “Fear and Loathing on the Campaign Trail ’72”, ένα τομίδιο που ακόμα ξεπροβάλλει από τις τσάντες των αμερικανών δημοσιογράφων του πολιτικού ρεπορτάζ. Κάπου ανάμεσα στις σελίδες του, βρίσκεται η διαχρονικά και διαχωρικά ορθή παρατήρηση ότι τα αποτελέσματα κάθε διαδικασίας εκλογών βασίζονται πολύ περίσσοτερο στα ποτά που πίνουν οι δημοσιογράφοι με τους πολιτικούς τα βράδια, παρά σε όσα συμβαίνουν στα κομματικά γραφεία και τις συγκεντρώσεις. Χωρίς να θέλω να ασχοληθώ με τις διατροφικές του συνήθειες, ο Πάνος Λουκάκος ήπιε πολλά τέτοια ποτά με τους πολιτικούς της μεταπολίτευσης. Η «Αθέατη Όψη: Τύπος και πολιτική στη Μεταπολίτευση», το αυτοβιογραφικό του βιβλίο που κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό από το βιβλιοπωλείον της Εστίας, βρίθει μαρτυριών από τις προσωπικές του συναντήσεις με τον Ανδρέα Παπανδρέου, τις διακοπές στη Μύκονο με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή τον πρεσβύτερο, την εμπλοκή του στην προεκλογική εκστρατεία της ΕΔΗΚ καθ’ υπόδειξιν του Χρήστου Λαμπράκη κ.α.. Ο συγγραφέας της «Αθέατης Όψης», παρών και αρκετά δικτυωμένος στη δόμηση της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, δεν διστάζει μέχρι και να παραδεχθεί – χωρίς να τον προβληματίζει ούτε στιγμή – ότι υπήρξε περίσταση που δέχθηκε υλικό και στόχευση για κείμενό του απ’ το προεδρικό γραφείο του Καραμανλή. Στον πυρήνα της, η «Αθέατη Όψη» είναι ένα πραγματικά απολαυστικό βιβλίο. Έχοντας πίσω του μία πολύχρονη δημοσιογραφική καριέρα (και μια σύντομη πολιτική ενασχόληση ως βουλευτής επικρατείας της ΝΔ και αντιδήμαρχος της Αθήνας επί Ντόρας Μπακογιάννη), γερά θεμελιωμένη εργασιακά, ο 64χρονος δημοσιογράφος δεν φαίνεται να νιώθει κάποιου είδους φιμωτική υποχρέωση ή δέσμευση, απ’ αυτές που ανέχονται οι νεότεροι συνάδελφοί του (ανεξαρτήτως ιδεολογικής τοποθέτησης), προσβλέποντας στην ανέλιξή τους. Πρόκειται για μια περίπτωση τέλειας ισορροπίας μεταξύ ιστορικής μαρτυρίας και κουτσομπολιού, με το δεύτερο να μην αφορά εφήμερους κοσμικούς, αλλά πρόσωπα που διαχειρίστηκαν θέσεις επιρροής, έχτισαν μύθους και φανατικούς ακόλουθους και μέχρι σήμερα, στην υψηλή διανόηση πολλών πολιτικών αναλυτών που συναντάει κανείς στο λεωφορείο για τον ΟΑΕΔ, συμπληρώνουν τη μεταβλητή x στο «ένας x μας χρειάζεται». Έτσι, εμφανίζονται εντός των σελίδων του πλείστες ανενδοίαστες αξιολογικές κρίσεις, όπως όταν η Μαρία Δαμανάκη κρίνεται «συμπαθής», ο Θόδωρος Ρουσσόπουλος «φανερά ταλαντούχος δημοσιογράφος», ενώ δεν λείπουν και κάποιες άστοχες προσπάθειες για επαίνους, όπως στην περίπτωση του Μιλτιάδη Έβερτ που παρουσιάζεται ως «εξαιρετικά έντιμος και αξιοπρεπής πολιτικός. Ήταν αυτό που λέμε πολιτικό ζώον». Σε όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης δε, ο Καραμανλής παρουσιάζεται ως ένας άμεμπτος ήρωας και φυσικά, για να μην ξεχνιόμαστε, συγκρίνεται συνεχώς με τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ο ακραιφνής αυτός φιλο-Καραμανλισμός (και άρα αντι-Παπανδρεϊσμός, γιατί τα δίπολα δύσκολα πεθαίνουν) του συγγραφέα, ωστόσο, αποτελεί ιδανικό έδαφος για να φυτρώσει μια σειρά απολαυστικών πληροφοριών για το τοτέμ του ΠΑΣΟΚ. Περιγράφοντας τις αποστολές του Παπανδρέου στο εξωτερικό, ο Λουκάκος μας παρουσιάζει ένα τσούρμο διακοσίων ατόμων, άγνωστης ιδιότητας να συρρέουν σ’ ένα αεροπλάνο με τετραπλασιασμένη την πρώτη θέση, φτάνοντας στον προορισμό τους φουσκωμένοι απ’ τον αστακό και ντέφι απ’ τη σαμπάνια. Ο ηγέτης του ΠΑΣΟΚ παρουσιάζεται γενικότερα περικυκλωμένος από ανερμάτιστους τυχοδιώκτες, στη δράση των οποίων συχνά συνηγορεί, όπως στην περίπτωση της αρχετυπικής κιτρινοτυπίας της Αυριανής, την οποία χαρακτήριζε «υπόδειγμα ανεξάρτητης δημοσιογραφίας». Η ατάκα του τίτλου του παρόντος κειμένου, απευθυνόταν στον υπουργό Γιάννη Σκουλαρική από τον Κίτσο Τεγόπουλο, τον θρυλικό εκδότη της Ελευθεροτυπίας, όταν το Σκάνδαλο Κοσκωτά είχε αρχίσει να εμφανίζεται στην επικαιρότητα και ενόσω η Λιάνη ανέβαζε τις κυκλοφορίες των απανταχού φυλλάδων. Τα λόγια του Τεγόπουλου δείχνουν ιδανικά ποιο επάγγελμα ήταν αυτό που έκανε πραγματικά κουμάντο στην κοινή γνώμη. Ωστόσο, το χρονικό, χωρικό και πολιτικό εύρος του βιβλίου είναι μεγάλο και δεν περιορίζεται στη σταδιοδρομία του Παπανδρέου. Περνάει από τα κρατητήρια της Ασφάλειας, την πανέξυπνη ιδέα του αδερφού του Δημήτρη Χορν να δημοσιοποιήσει τα ονόματα 300 διαφωνούντων του χουντικού καθεστώτος, την εθνικιστική παραφροσύνη του Ιωαννίδη, τα εσωτερικά του ΔΟΛ, τον Λαμπράκη και τον Ψυχάρη, τις ύστερες μεταβολές στο χώρο του τύπου, την Καθημερινή απ’ τον Κοσκωτά στον Αλαφούζο, την ΕΡΤ του ΠΑΣΟΚ, τις σκανδαλωδώς ύποπτες συνθήκες εκλογής του Σαρτζετάκη, τον Τρίτση ως Yes Man της δημοσιότητας, το κωμικοτραγικό πλαίσιο χειρισμού της υπόθεσης Οτσαλάν και πολλά άλλα που στο σύνολό τους συνθέτουν το πολιτικο-δημοσιογραφικό σύμπλεγμα των χρόνων της Μεταπολίτευσης. Είναι ευτυχές ότι ο Λουκάκος φαίνεται να έγραψε αυτό το βιβλίο χωρίς να ενδιαφέρεται για τον αντίκτυπό του. Χαρακτηρίζεται από μία παρρησία που σπανίζει στον χώρο της Δεξιάς, όπου οι πεποιθήσεις και οι στρατηγικοί στόχοι είθισται να κρύβονται κάτω από ιδεολογήματα «κοινής ωφέλειας». Είναι η ίδια παρρησία που συναντάει κανείς στη σποραδική αρθρογραφία του Σταύρου Ψυχάρη, εκεί ζευγαρωμένη με μία απαράμιλλη ιδιοτέλεια και έναν αθεράπευτο κυνισμό. Ο Λουκάκος είναι απροκάλυπτα καραμανλικός, δεν υπάρχει «κίνδυνος» η ιδεολογία του να περάσει κάτω απ’ το χαλί και έτσι καταλήγει να έχει γράψει ένα «ελαφρύ» πλην ενδιαφέρον σύγγραμμα, το οποίο – για όσους συχνά ξεχνάμε ότι παρά τον μηχανικό τους καθορισμό, οι πολιτικές επιλογές περνάνε μέσα από άτομα – απομυστικοποιεί τελικά σε μεγάλο βαθμό τις προσωπικότητες των τελευταίων 40 χρόνων που σε κάποια φάση της ζωής τους διασταυρώθηκαν με την εξουσία.