Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίζαμε πως είναι πλέον αρκετά δύσκολο να συλλάβεις την σύγχρονη πραγματικότητα αν δεν έχεις απολύτως καμία ιδέα για το τι είναι και τι κάνει το χιπ χοπ. Είναι σχεδόν αδύνατον πια να επιχειρήσεις να αποκτήσεις ένα συνολικό πολιτιστικό βλέμμα πάνω στην κοινωνία χωρίς να διασταυρωθείς κατά κάποιον τρόπο με την ραπ μουσική, σημειολογία και εκφραστικότητα. Είναι ανεπαρκές να πούμε απλώς ότι έχει πάρει τον χαρακτήρα mainstream κουλτούρας, εκτοπίζοντας παλαιότερες μορφές δημοφιλούς μουσικής από το πιο προβεβλημένο επίπεδο της λαϊκής κουλτούρας. Ειδικά για τις νεότερες γενιές, όλα περνάνε μέσα από το ραπ, όλα μεταφράζονται μέσα από το ραπ, όλα μεσολαβούνται από το ραπ: οι κοινωνικές αντιθέσεις, οι προσδοκίες, οι φαντασιώσεις, οι επιθυμίες και τα όνειρα εκφράζονται και μεσολαβούνται κυρίαρχα από το χιπ χοπ. Ταυτόχρονα, η μουσική βιομηχανία και τα παραδοσιακά μίντια έχουν βρει στο χιπ χοπ μια ευκαιρία να επικυρώσουν εκ νέου τον ρόλο τους ως χωνευτήρι και ρυθμιστής της μαζικής κουλτούρας. Την ίδια στιγμή όμως που το χιπ χοπ εξελίσσεται όχι απλά σε mainstream αλλά σε νέα κυρίαρχη κουλτούρα, δηλαδή μια κουλτούρα που επιβεβαιώνει και αναπαράγει τις αξίες της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων, οι δυνάμεις που αμφισβητούν αυτήν την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων έρχονται επίσης μέσα από το χιπ χοπ. Η ιδεολογία της ατομικής επιτυχίας, η αντίληψη για την κοινωνία ως ζούγκλα, η λατρεία της δύναμης και της επιβολής, η περιφρόνηση του αδύναμου ως αποτυχημένου, ο άκρατος οικονομικός και lifestyle ηδονισμός, η κυριαρχία του χρήματος ως απόλυτη αξία, η μετατροπή του εαυτού σε επιχείρηση, η σχιζοφρενική μανία με την απόλαυση που γίνεται αυτοκαταστροφικά μηδενιστική, η σεξιστική και ομοφοβική γλώσσα – όλα αυτά είναι στοιχεία του χιπ χοπ ως κυρίαρχη κουλτούρα και μουσική βιομηχανία. Παράλληλα, όμως, οι δυνάμεις, τα συναισθήματα, οι κοινωνικές σχέσεις και οι μορφές έκφρασης που εναντιώνονται στα παραπάνω εκφράζονται και μεσολαβούνται επίσης μέσα από το χιπ χοπ στις πιο κοινωνικο-πολιτικά ριζοσπαστικές μορφές του. Με άλλα λόγια, το χιπ χοπ αυτήν την στιγμή μοιάζει να επιτελεί δύο λειτουργίες ταυτόχρονα. Πρώτον, εξελίσσεται σε γενική πολιτισμική μορφή της κοινωνικής έκφρασης, και ειδικότερα της αυτοέκφρασης των κατώτερων τάξεων. Δεύτερον, εξελίσσεται σε κατεξοχήν πολιτισμικό πεδίο όπου εκδηλώνονται οι αντιθέσεις ανάμεσα στις κυρίαρχες ιδέες και τις ιδέες που τις αμφισβητούν. Είναι μια μοναδική στιγμή αυτή που ζούμε, φίλες και φίλοι, όταν, την ίδια στιγμή που ο Κυριάκος Βελόπουλος απαγγέλει στίχους Light και Ivan Greko στη Βουλή ώστε να τεκμηριώσει το ότι η ραπ μουσική διαφθείρει τη νεολαία και το ΕΣΡ καλεί τρεις mainstream ράπερς και δισκογραφικές σε απολογία για «προβολή περιεχομένου που θίγει την ηθική και πνευματική ανάπτυξη των ανηλίκων», ο ΛΕΞ βγάζει νέο δίσκο και συμπυκνώνει μια επαναϊστορικοποίηση και επαναπολιτικοποίηση της ραπ κουλτούρας που διασώζει τις πιο κοινωνικές και ριζοσπαστικές πλευρές. Το να καταλάβουμε τι κάνει και τι σημαίνει το ραπ για τις λαϊκές τάξεις και τη νεολαία ευρύτερα είναι σημαντικό αν θέλουμε να φτιάξουμε έναν γνωστικό χάρτη της σύγχρονης πραγματικότητας. Η έννοια του γνωστικού χάρτη προέρχεται από τον μεγάλο μαρξιστή θεωρητικό της κουλτούρας Fredric Jameson, που έφυγε από τη ζωή φέτος τον Σεπτέμβριο, και σημαίνει την προσπάθεια να καταλάβουμε και να αναπαραστήσουμε την τεράστια και πολύπλοκη ολότητα των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών συστημάτων εξουσίας που συγκροτούν τον σύγχρονο κόσμο. Καθώς αυτά τα συστήματα φτάνουν σε τέτοιο βαθμό πολυπλοκότητας και διασύνδεσης μεταξύ τους που μας κάνουν να νιώθουμε μπερδεμένοι και ανήμποροι, ένας γνωστικός χάρτης μας επιτρέπει να κατανοήσουμε την θέση μας μέσα σε αυτά τα συστήματα εξουσίας, και να τα αναπαραστήσουμε, να τα οπτικοποιήσουμε και να πλοηγηθούμε μέσα τους ώστε να μετασχηματίσουμε τις προσωπικές και τις συλλογικές μας εμπειρίες. Από την σκοπιά της επανατοποθέτησης της ραπ κουλτούρας λοιπόν στον ιστορικό και πολιτικό της οριζόντας, δηλαδή από την σκοπιά της επανα-κοινωνικοποίησης αυτού που γεννιέται μέσα από και εκφράζει τις κοινωνικές αντιθέσεις, είχαμε μερικά σημαντικά συμβάντα το 2024, συμβάντα που εξήγαγαν μέσα από το χιπ χοπ κάτι που είναι μεγαλύτερο από το χιπ χοπ. Πέρα από τους νέους δίσκους Kendrick Lamar και ΛΕΞ για το διεθνές και εγχώριο επίπεδο αντίστοιχα, είχαμε ένα υβριδικό μουσικο-κινηματογραφικό συμβάν με το όνομα Kneecap. Το καλοκαίρι, η ιρλανδική ραπ μπάντα Kneecap, που ραπάρει σε ένα επίσης υβριδικό μείγμα αγγλικών και ιρλανδικών, έβγαλε τον δεύτερο δίσκο της με τίτλο Fine Art. Το φθινόπωρο, κυκλοφόρησε και η ταινία Kneecap, ένα ιδιότυπο (αυτο)βιογραφικό φιλμ στο οποίο η μπάντα παίζει τον εαυτό της καθώς αφηγείται την ιστορία της σε συνάρτηση με την μητροπολιτική ζωή των κατώτερων τάξεων στο Μπέλφαστ, την απόγνωση της no-future νεολαίας (και ειδικά της γενιάς της “κατάπαυσης πυρός”) που δεν έχει να στραφεί κάπου εκτός από το ραπ, την μεγάλη (αλλά και αντιφατική) ιστορία του ιρλανδικού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και την πολιτική διάστασης της χρήσης της ιρλανδικής γλώσσας σε ένα βρετανικό εθνογλωσσικό περιβάλλον που την καταπιέζει, την απαγορεύει και την αορατοποιεί. Ακούγεται σα να πρόκειται για μια διαφορετική χιπ χοπ ταινία -πόσο μάλλον βιογραφική- απ’ ό,τι έχουμε συνηθίσει στο mainstream σινεμά, έτσι δεν είναι; Η αλήθεια είναι πως η σχέση του χιπ χοπ με τον κινηματογράφο είναι σύνθετη και πολυεπίπεδη, περνώντας από διάφορες φάσεις τις τελευταίες 4 δεκαετίες που το χιπ χοπ βρίσκεται σε μια ορατή και διακριτή θέση μέσα στην λαϊκή κουλτούρα. Αν επιχειρούσαμε μια αναδρομή και μια περιοδολόγηση του χιπ χοπ κινηματογράφου, θα το χωρίζαμε μάλλον στα εξής στάδια. Η πρώτη περίοδος πιάνει τις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας του ’80, με ταινίες που αποτυπώνουν με πρώιμο και πρωτόλειο τρόπο την άνοδο μιας νέα μητροπολιτικής κουλτούρας στα πλαίσια της φτωχής μαύρης νεολαίας της Νέας Υόρκης. Τέτοιες ταινίες ήταν το Wild Style και το Style Wars, αλλά και τα Beat Street, Breakin’ και Krush Groove. Με αναδρομικό βλέμμα μοιάζουν μάλλον αφελείς απόπειρες, αλλά η ανθρωπολογική και πολιτισμική τους αξίας ως αποτύπωση μιας νέας κουλτούρας είναι σπουδαία. Στο δεύτερο στάδιο, βρίσκουμε μια μεγαλύτερη κινηματογραφική ωριμότητα του χιπ χοπ κινηματογράφου, με νεαρούς μαύρους σκηνοθέτες να επιχειρούν να βρουν την καλλιτεχνική φωνή τους μέσα από ένα ριζοσπαστικό κοινωνικό σινεμά που καταπιάνεται με μητροπολιτικά προβλήματα όπως ο ρατσισμός, η αστυνομική βία, τα ναρκωτικά, οι πόλεμοι συμμοριών και η ζωή στα αμερικάνικα γκέτο, πιάνοντας το νήμα του κινηματογράφου της μαύρης δύναμης από την δεκαετία του ’70. Σ’ αυτές τις ιστορίες, το ραπ είναι κάτι περισσότερο από μουσική επένδυση ή μουσικό φόντο. Είναι ο βασικός πολιτισμικός κώδικας μεταξύ των ηρώων. Πρωτοπόρος σε αυτό το στάδιο είναι βεβαίως ο Spike Lee με το Do the Right Thing του 1989, και μέχρι τα πρώτα χρόνια των 90s βλέπουμε εμβληματικά hood films σαν το Boyz n the Hood, το Menace II Society, το New Jack City, το Straight Out of Brooklyn, το Juice και το South Central. Παράλληλα και εφαπτόμενα προς αυτό το στάδιο, την ίδια περίοδο βλέπουμε εικονοκλαστικές χιπ χοπ κωμωδίες που είτε σατιρίζουν την παραπάνω καταγγελτική κινηματογραφική τάση (όπως το CB4, το Fear of a Black Hat και το Don’t Be a Menace to South Central While Drinking Your Juice in the Hood), είτε παρουσιάζουν μια πιο τσιλ και easy going πλευρά της μαύρης εμπειρίας με stoner films σαν το Friday, το Half Baked και το How High. Στο τέταρτο στάδιο, περνώντας πλέον στον 21ο αιώνα που το χιπ χοπ έχει καταξιωθεί σε μια παγκόσμια μουσική βιομηχανική δύναμη, έχουμε τις πρώτες μεγάλες δραματοποιημένες χολιγουντιανές βιογραφίες που κεφαλαιοποιούν την δημοφιλία των ράπερς όσο βρίσκονται στην ακμή τους. Ενώ τα πρώτα στοιχεία τέτοιων δραματοποιημένων biopics τα βρίσκουμε στο Tougher Than Leather με τους Run D.M.C. ή τις ταινίες του 2Pac με βιογραφικά στοιχεία σαν το Poetic Justice, οι δυο ταινίες που εκτόξευσαν το χιπ χοπ στην σφαίρα των χολιγουντιανών blockbusters ήταν το 8 Mile με τον Eminem και το Get Rich or Die Tryin’ με τον 50 Cent. Tέλος, μια πέμπτη και τελευταία κατηγορία στην οποία μπορούμε να διακρίνουμε το χιπ χοπ σινεμά, και σε ιστορική συνέχεια της αμέσης προηγούμενης, είναι το πέρασμα στην φάση των prestigious χολιγουντιανών biopics πάνω σε χιπ χοπ θρύλους. Μετά από ένα χλιαρό Biggie biopic με το Notorious του 2009, η μεγάλη επιτυχία του Straight Outta Compton για τους N.W.A. άνοιξε το δρόμο για περισσότερες κλασικές βιογραφίες σαν το All Eyez on Me για τον 2Pac και το Roxanne, Roxanne για την Roxanne Shante. Παρόλα αυτά, τα τελευταία χρόνια οι πιο ενδιαφέρουσες χιπ χοπ ταινίες προέρχονται όχι από τις μεγάλες αφηγήσεις των σταρς αλλά από τα χαμηλότερα κλιμάκια του underground, του ανεξάρτητου και του εναλλακτικού ραπ. Μια τέτοια περίπτωση είναι το Dope του 2015, στο οποίο μια παρέα από geek πιτσιρίκια στην Καλιφόρνια λατρεύουν το 90s conscious χιπ χοπ. Λίγο αργότερα, στο Bodied του 2017 βλέπουμε μια ημι-αυτοβιογραφική ιστορία του underground ράπερ Kid Twist, κάτι σαν αντι-ηρωικό 8 Mile για αυτούς που δεν τα καταφέρνουν να γίνουν “κάποιοι”. Και το 2018 είδαμε το Blindspotting που έγραψαν μαζί οι ράπερς Rafael Casal και Daveed Diggs των clipping. για την κοινή τους ζωή ως φίλοι που μεγάλωσαν μαζί στο Όκλαντ. Σε ταινίες σαν αυτές, το χιπ χοπ χρησιμοποιείται σαν συνδετικός ιστός που συνέχει τις σχέσεις μεταξύ των ηρώων, που σχηματίζει τον ορίζοντα της εποχής τους, της επικοινωνίας τους και της φαντασίας τους, με το κέντρο να είναι οι κοινότητες γύρω από τις οποίες αναπτύσσεται το χιπ χοπ ή οι κοινότητες που αναπτύσσονται γύρω από το χιπ χοπ. Σ’ αυτήν την νέα παράδοση ταινιών εντάσσεται και το επίσης αυτοβιογραφικό Kneecap. Η έμφαση στην κοινότητα είναι ένα σημαντικό στοιχείο που πρέπει να κρατήσουμε εδώ, αλλά πριν απ’ αυτό ας κάνουμε μια στάση στο ίδιο το είδος της κινηματογραφικής βιογραφίας. Είναι ένα αγαπημένο μου θέμα το κράξιμο των κλασικών χολιγουντιανών biopics, του πιο προβλέψιμου, τεμπέλικου, κλισεδιάρικου, κοινότοπου και κομφορμιστικού genre. Πρόσφατα, γράφαμε πως αυτές οι χρόνιες παθογένειες των χολιγουντιανών biopics τείνουν να οξύνονται όταν διασταυρώνονται με το αγαπημένο θέμα των χολιγουντιανών στούντιο: τις larger than life προσωπικότητες μουσικών ειδώλων του 20ού και του 21ου αιώνα. Γιατί, αν μη τι άλλο, η μουσική βιομηχανία των τελευταίων 70 περίπου δεκαετιών έχει παράξει ένα τεράστιο απόθεμα κοινωνικής μυθολογίας γύρω από μουσικούς celebrities. Κι αν μάλιστα ένας τέτοιος αστέρας έχει ζήσει μια άγρια ζωή κι έχει πεθάνει από έναν πρόωρο θάνατο, τότε ακόμα καλύτερα: η κρεατομηχανή του θεάματος δεν σταματά να αλέθει, κι οι νεκροί είναι ακόμα πιο ευάλωτοι από τους ζωντανούς στο ξεζούμισμα και την εκμετάλλευση μέσω της αγιοποίησης. Η ιλιγγιώδης επιτυχία του Bohemian Rhapsody για τους Queen και τον Freddie Mercury το 2018, που μάζεψε σχεδόν 1 δις δολάρια στο box office, έδωσε νέα ώθηση στα μουσικά biopics και έκτοτε η μεγάλη οθόνη έχει φιλοξενήσει ταινίες σαν το Rocketman για τον Elton John (αρκετά καλύτερο), το Stardust για τον David Bowie (απάλευτο), το The United States vs. Billie Holiday (βαρετό), το Respect για την Aretha Franklin (βαρετό), το Elvis για τον Elvis (συμπαθητικό), το Maestro για τον Leonard Bernstein (βαρετό) και το Back to Black για την Amy Winehouse (ξενέρωτο). Σε αντίθεση με την φιλοσοφία και την κλίμακα αυτών των μουσικών βιογραφιών, στο Kneecap έχουμε την ιδιαίτερη περίπτωση μιας μπάντας και μιας παρέας που βιογραφεί τον εαυτό της στην οθόνη, αλλά χωρίς αυτό να βγαίνει υπερ-αυτάρεσκο ή ναρκισσιστικό. Το κλειδί σε αυτό είναι το χιούμορ και η αυτοσατιρική ματιά, βεβαίως, καθώς επουδενί δεν παίρνουν υπερβολικά σοβαρά τον εαυτό τους. Ακόμα περισσότερο, έχουμε να κάνουμε με μια ιστορία από παρτάλια που νιώθουν ότι εκπροσωπούν κάτι περισσότερο και κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό τους (τη στιγμή που παίζουν τον εαυτό τους). Οι Kneecap συνδέονται πρωτίστως με την ιστορία του ιρλανδικού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, αλλά σε αυτό εισάγουν μια ιδιαίτερη βιωμένη ιστορική οπτική. Η μπάντα και η ταινία υιοθετεί μια έντονα αντι-βρετανική σκοπιά που βασίζεται στην καταπίεση της ιρλανδικής μειονότητας και γλώσσας εντός του Ηνωμένου Βασιλείου. Ταυτόχρονα, όμως, αναγνωρίζουν πως προερχόμενοι από την πρώτη γενιά που μεγάλωσε σε μια Βόρεια Ιρλανδία την εποχή της σχετικής ειρήνευσης που ακολούθησε την εποχή των Troubles, ο αντι-βρετανισμός δεν είναι ο μοναδικός τους κοινωνικός, πολιτικός και πολιτισμικός ορίζοντας. Έτσι, εισάγουν το στοιχείο της περιθωριοποίησης ενός νεανικού υποπρολεταριάτου που ζει μέσα από τα επιδόματα και την μικροπαραβατικότητα, χωρίς καμία διέξοδο “κανονικής” δουλειάς και ζωής, και για την οποία η πειθαρχία του πάλαι ποτέ ένδοξου ιρλανδικού αγώνα δεν σημαίνει και τόσα πολλά πράγματα. Αν αντιτίθενται στην βρετανική κυριαρχία που τους καταπιέζει εθνοτικά και γλωσσικά, το κάνουν από την σκοπιά μιας αυθάδους και βλάσφημης νεολαίας χωρίς καβάτζες και χωρίς διέξοδο πέρα από την καθημερινή απόλαυση της ζωής στην σκοτεινή πλευρά της πόλης και την αυτο-έκφραση μέσα από την μουσική των κατώτερων τάξεων, το ραπ, που δεν απαιτεί τίποτα περισσότερο από ένα μικρόφωνο. Αυτό που χαρακτηρίζει λοιπόν την οπτική της μπάντας στην μουσική της και στην ταινία της είναι μια νεανική αντίσταση στην πειθάρχηση και την αυτοπειθάρχηση, όχι μόνο όσον αφορά την βρετανική γλωσσική-αστυνομική εξουσία, αλλά και όσον αφορά την κυρίαρχη κουλτούρα του αντίπαλου στρατοπέδου. Ήδη το όνομα της μπάντας, το Kneecap, αναφέρεται σε μια τεχνική βασανισμού (πυροβολισμός στο γόνατο) που χρησιμοποιούσαν οι ιρλανδικές ένοπλες οργανώσεις κατά την διάρκεια των Troubles απέναντι σε συμπεριφορές συμπατριωτών τους που θεωρούσαν “αντικοινωνικές”. Οι Kneecap αναγνωρίζουν με έναν ριζοσπαστικά ειρωνικό τρόπο ότι, μιλώντας για την κουλτούρα του δρόμου, της παραβατικότητας, των ναρκωτικών και της απειθαρχίας, θα μπορούσαν να βρεθούν στον στόχαστρο “των δικών τους” και να καταλήξουν κάλλιστα με μια σφαίρα στο γόνατο. Υπάρχει έτσι μια διπλή ένταση μέσα στην ταινία, τόσο προς το “έξω” της βρετανικότητας όσο και προς το “μέσα” της ιρλανδικότητας, που κάνει το Kneecap να πάλλεται από ενέργεια, ρίσκο και κίνδυνο. Το μεσαίο σηκωμένο δάχτυλο της γλωσσικής υβριδικότητας των Kneecap, μια χειρονομία που συνταιριάζει την ταξική και την εθνοτική καταπίεση, απευθύνεται εξίσου στις κατ’ αυτούς απαρχαιωμένες μορφές αντίστασης (ένοπλος αγώνας και θεσμική αναγνώριση) που δεν αντιστοιχούν στην πραγματική σύγχρονη (υπο)προλεταριακή εμπειρία των νέων χωρίς μέλλον. Έτσι, το αποτέλεσμα είναι ένα είδος αυτο-μυθοπλασίας σε στενή σχέση με την εμπειρία της πόλης και τον κόσμο της γλώσσας, το οποίο ξεκινάει από την άμεσα βιωμένη εμπειρία αλλά ταυτόχρονα την ιστορικοποιεί, την εντάσσει σε ένα κοινωνικο-ιστορικό πλαίσιο (αντί για το ανιστορικό κενό στο οποίο αιωρείται συνήθως το mainstream χιπ χοπ), και πολιτικοποιεί (έμπρακτα, όχι αφηρημένα) την ραπ κουλτούρα μέσα από την πρόσδεσή της σε πραγματικές κοινότητες που αγωνιούν, ασφυκτιούν και αγωνίζονται. Έχει σημασία εδώ πως αυτή η πολιτικοποίηση, παρότι μαχητική, δεν μιλάει την ξύλινη και καθωσπρεπική γλώσσα της καταγγελίας. Περισσότερο μοιάζει με μια ατμόσφαιρα άναρχης γιορτής, λατρείας του απρόβλεπτου, σαν ένα ξέφρενο ναρκω-πάρτυ που καταλήγει σε εξέγερση. Κατά μία έννοια, είναι σα να παίρνουν τον ηδονισμό που είναι εγγενής στην σύγχρονη φάση της ραπ κουλτούρας, και, χωρίς να τον αρνούνται, να τον κατευθύνουν σε πολιτικούς και πολιτισμικούς στόχους που ταυτίζουν με την συντήρηση, τον καθωσπρεπισμό και την εξουσία. Για τους Kneecap, η γλωσσική υβριδικότητα, αυτό το μπλέξιμο ιρλανδικών και αγγλικών μαζί με δρομίσιο σλανγκ και ραπ ορολογία, είναι ένας τρόπος συμμετοχής στον κόσμο αλλά και ένας τρόπος αντίστασης στον κόσμο. Αυτό εντάσσει τους Kneecap στην “ιρλανδική στιγμή” που μοιάζει να έχει συνεπάρει εν μέρει την pop κουλτούρα, με την ανάδειξη ηθοποιών σαν τους Paul Mescal, Barry Keoghan και Saoirse Ronan σε μεγα-αστέρες ή με την κυκλοφορία ταινιών σαν το Small Things Like These και σειρών σαν το Say Nothing, όπως και με το νέο κύμα ιρλανδικού post-punk με Fontaines D.C., The Murder Capital και Sprints. Βέβαια, η προοπτική των Kneecap, ειδικά μετά την κυκλοφορία της ταινίας, ξεπερνάει την pop ιρλανδικότητα, το ιρλανδικό παρελθόν ως “ιστορικό θέμα” και τον περιορισμό στα πλαίσια ενός “εναλλακτικού” μουσικού genre. Λίγες μέρες νωρίτερα, η μπάντα κέρδισε μια δικαστική διαμάχη με την βρετανική κυβέρνηση για την απόσυρση επιχορήγησης από το κράτος με την αιτιολογία ότι δεν θα ήταν σωστό να χρηματοδοτηθούν καλλιτέχνες που “εναντιώνονται στο Ηνωμένο Βασίλειο ως τέτοιο”. Οι Kneecap έκαναν έφεση και τελικά πήραν τα περίπου 17.000 ευρώ που τους αρνήθηκε η κυβέρνηση, σημειώνοντας όμως πως τα λεφτά ποτέ δεν ήταν το θέμα. Αντιθέτως, σε ανακοίνωσή τους είπαν πως το κίνητρό τους ήταν η ισότητα, καθώς επρόκειτο για μια επίθεση στον τρόπο που έχουν επιλέξει να αυτοεκφράζονται αλλά και στην καλλιτεχνική κουλτούρα ευρύτερα, δίνοντας όλα τα χρήματα σε ιρλανδικές οργανώσεις νέων. Λίγες μέρες αργότερα, η ταινία τους σάρωσε στα Βρετανικά Βραβεία Ανεξάρτητου Κινηματογράφου, παίρνοντας και το βραβείο καλύτερης ταινίας. Σχολιάζοντας την διπλή αυτή εξέλιξη, οι Kneecap έγραψαν στο Instagram τους: “Taking their money and taking their awards “. Νομίζω δεν χρειάζεται να πούμε κάτι περισσότερο. Αξίζει να σημειώσουμε πως όλη αυτή η ατμόσφαιρα πάρτυ και μαχητικότητας έχει μια “αγγλίλα” που είναι αναζωονητική σε σύγκριση με την κυριαρχία της αμερικάνικης ιδεολογίας και πολιτισμικής επέκτασης στο σύνολο της παγκόσμιας pop κουλτούρας. Αυτή η “αγγλίλα”, και συγχωρέστε μας αυτόν τον καταχρηστικό όρο για μια ιρλανδική μπάντα, έχει διάφορες πλευρές. Τόσο ο ήχος όσο και η ταινία όμως έχουν ένα αγγλικό στίγμα ενέργειας, έντασης και υπερ-διέγερσης που βρίσκουμε στο τσιτωμένο 90s σινεμά του Danny Boyle, του Guy Ritchie και του Shane Meadows, αλλά και επίσης στην τσιτωμένη αγγλική ηλεκτρονική μουσική των τελευταίων δεκαετιών, από το rave, το jungle και το drum’n’bass μέχρι το dubstep, το grime και το drill (σημειωτέον πως ο σκηνοθέτης της ταινίας, Rich Peppiatt, είναι επίσης βιντεοκλιπάς της μπάντας). Υπάρχει όμως εδώ κάτι παραπάνω από Lock, Stock and Two Smoking Barrels με ραπ μουσική και γλωσσικο-ταξική συνείδηση. Είναι επίσης και μια ιδιαιτερότητας που είχαν λαϊκές μουσικές υποκουλτούρες και αντικουλτούρες στη Μεγάλη Βρετανία από την εποχή του punk κι έπειτα, ειδικότερα στην σκοτεινή θατσερική περίοδο των 80s, καθώς διατηρούσαν μια πολύ έντονη σύνδεση με καταπιεζόμενες κοινότητες, με κοινοτικούς δεσμούς αλλά και με τρόπους απόλαυσης/αυτοαξιοποίησης στα πλαίσια αυτών των κοινοτήτων αντί για το “αμερικάνικο” όνειρο μιας ατομικής επιτυχίας. (Σ’ αυτό βέβαια σημαντικό ρόλο παίζει και η επιβίωση ενός δημόσιου συστήματος επιχορήγησης της τέχνης στη Βρετανία, λέξεις άγνωστες για τις ΗΠΑ, προϊόν των οποίων είναι ακόμα και η ταινία των Kneecap, η οποία στην παραγωγή έχει μεταξύ άλλων τους κρατικούς οργανισμούς British Film Institute και Fís Éireann / Screen Ireland). Ας μνημονεύσουμε εδώ την βρετανική sound system κουλτούρα του ’80 και του ’90, η οποία είχε ζυμώσει και γονιμοποιήσει τις punk, hip-hop και reggae παραδόσεις, ώστε να δημιουργήσει ένα σταυροδρόμι ανάμεσα στην κοινοτική ζωή, την πολιτική αμφισβήτηση και την συλλογική έκφραση. Αυτή η μεταβιομηχανική πολυσυλλεκτική κουλτούρα των sound systems έπλαθε ηχητικές κοινότητες και ηχητικές μυθοπλασίες στην εποχή που ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός διέλυε και κονιορτοποιούσε δεσμούς και ιδέες. Έτσι γεννήθηκε το μικρό μουσικό θαύμα των βρετανικών ηλεκτρονικών 90s του rap, του garage, του trip-hop, του drum & bass, και του jungle. Ήταν μια βαθιά συλλογική κουλτούρα, καταγεγραμμένη σε πλήθος ηχητικών, κειμενικών και οπτικών τεκμήριων της εποχής, από την οποία λίγα μεμονωμένα ατομικά ονόματα ξεχώρισαν και αποσπάστηκαν από το σύνολο, παρόλο που οι σκηνές άνθιζαν και αναπτύσσονταν διαρκώς. Αξίζει να το υπογραμμίσουμε αυτό ειδικά σήμερα, όταν η εξατομίκευση και η ιδιωτικοποίηση είναι κυρίαρχες στην σύγχρονη πολιτισμική λογική όπου καλλιτέχνης σημαίνει πρώτα και κύρια ένα ατομικό brand προς management και οι συλλογικές κουλτούρες γίνονται πρωτόλεια υλικά προς εξόρυξη και εκμετάλλευση. Σίγουρα υπήρχαν αντιθέσεις και λεπτές αποχρώσεις -με τους ήρωες, τους αντι-ήρωες και τους προδότες τους (όπως πάντα)- αλλά έχει σημασία πως αυτό που ξεχώρισε πρωτίστως ήταν μια συλλογική συνείδηση και μια ριζοσπαστική αισθητική. Νέοι συνδυασμοί, νέοι ήχοι, νέοι χώροι, νέες εμπειρίες και νέα συναισθήματα. Και ακόμα κι αν οι Kneecap σήμερα ξεχωρίζουν σαν όνομα, δεν παύουν να μοιάζουν με εκπροσώπους και πρέσβεις της συλλογικής κουλτούρας τους, και όχι με απεδαφικοποιημένους-εξατομικευμένους σταρς χωρίς δεσμούς, ρίζες και ιδέες. Στην σύγχρονη mainstream ραπ κουλτούρα της απόλυτης εξατομίκευσης, της λατρείας της επιτυχίας και της πορνογραφίας των success stories, η συλλογική μοίρα των φτωχών και των καταπιεσμένων χρησιμεύει μόνο εργαλειακά ως origin story ταπεινής καταγωγής πάνω στην οποία χτίζεται η επιτυχία: «κοίτα από πού ξεκινήσαμε και πού φτάσαμε». Προϋπόθεση για να λειτουργήσουν αυτές οι εξατομικευμένες αφηγήσεις είναι να εξαφανιστεί ο συλλογικός ορίζοντας ως κάτι από το οποίο μπορεί να αναδυθεί ένας άλλος, διαφορετικός, ορίζοντας επιτυχίας. Καθόλου τυχαία, ζούμε στην εποχή όχι των συγκροτημάτων αλλά των ατομικών ράπερς που μετατρέπουν τον εαυτό τους σε brand, σε εταιρεία για προώθηση και (αυτο)εκμετάλλευση. Όπως λέει κι ο ΛΕΞ στο Γ.Τ.Κ. όμως: «η νίκη του ενός ποτέ δε θα ‘ναι αρκετή». Στις συντριπτική πλειονότητα αυτών των καλλιτεχνικών success stories, η αφήγηση εστιάζει στην ανέλιξη και την άνοδο μέσα από την κοινωνική σου τάξη και έξω από την κοινωνική σου τάξη, αλλά ποτέ μαζί με την κοινωνική σου τάξη. Περιπτώσεις όμως σαν των Kneecap και της ταινίας τους, έστω και σε συμβολικό επίπεδο, προτείνουν ένα διαφορετικό μοντέλο και μια διαφορετική έννοια της επιτυχίας, προτείνουν την επιτυχία ως μια πιο συλλογική μορφή απόλαυσης και αναγνώρισης. Αυτή είναι η σύνδεση με κάτι μεγαλύτερο, με κάτι συλλογικό, με μια ιστορία εθνικής, γλωσσικής, κοινωνικής και ταξικής καταπίεσης και αγώνα. Καθόλου τυχαία, η ελληνική πρεμιέρα της ταινίας των Kneecap έγινε στα πλαίσια της έκθεσης “Κάνα Δυο Φωτογραφίες” του φωτογράφου Δημήτρη Μουγκού στο Cinobo Όπερα, με την ταινία να συνομιλεί αφενός με άλλες χιπ χοπ και δρομίσιες ταινίες (σαν το Menace II Society και το La Haine) αλλά και με τις φωτογραφίες του ΛΕΞ, το καλλιτεχνικό στίγμα του οποίου είναι επίσης η σύνδεση ανάμεσα στο χιπ χοπ και κάτι μεγαλύτερο και συλλογικότερο από αυτό. Το αποτέλεσμα αυτής της σύνδεσης μπορεί να είναι κάτι που μεταφέρει την απόλαυση από το ατομικό επίπεδο της κατανάλωσης σε πιο συλλογικές και ελεύθερες μορφές απόλαυσης. Είναι κάτι που σημειώνει ο κριτικός της κουλτούρας Mark Fisher, σε ένα κείμενό του για τους The Jam, λέγοντας το εξής: «Στον κόσμο μας, κατά πως φαίνεται, ο εναγκαλισμός του καταναλωτισμού από την λαϊκή κουλτούρα οδηγεί αναπόφευκτα στην αποσύνθεση της ταξικής συνείδησης και την άνοδο του καπιταλιστικού ρεαλισμού. Σε έναν άλλο κόσμο η καταναλωτική επιθυμία και η ταξική συνείδηση όχι μόνο θα μπορούσαν να συμφιλιωθούν, αλλά θα αποτελούσαν προϋπόθεση η μία της άλλης. Η πολιτική σημασία της δημιουργικότητας της εργατικής τάξης στη λαϊκή μουσική ήταν ότι μας προσέφερε ζωηρές ματιές και γεύσεις αυτού του άλλου κόσμου, ενός κόσμου που, μέσω τέτοιων προεικονίσεων και δοκιμών, τουλάχιστον διασταυρωνόταν με τον δικό μας, ή γινόταν και δικός μας, σποραδικά αλλά επίμονα.» Είναι βέβαιο πως οι Kneecap θα είναι η συναυλία του καλοκαιριού για το ελληνικό 2025, κι είναι σίγουρο πως θα πρόκειται για ένα μεγάλο πάρτυ που θα επιβεβαιώνει ότι τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα – κι αυτό που έχουν να πουν, παρότι αναγκαστικά εκφράζεται μέσα από το χιπ χοπ, είναι μεγαλύτερο από το χιπ χοπ.