Ας ξεκινήσουμε με μια εξομολόγηση. Έχω μια αμφίσημη στάση απέναντι στον Γουές Άντερσον. Τι σημαίνει πρακτικά αυτή η αμφισημία; Ότι κάποιες ταινίες του μου αρέσουν και κάποιες άλλες όχι. Έχει κάποια πρωτοτυπία ή ενδιαφέρον αυτό από μόνο του; Σίγουρα όχι. Αυτό που έχει ένα κάποιο ζουμί, όμως, είναι το γιατί συμβαίνει αυτό – τι κοινό έχουν οι ταινίες που αρέσουν σε κάποιον και τι κοινό έχουν αυτές που δεν του αρέσουν. Όταν μιλάμε δε για έναν συγκεκριμένο δημιουργό, τότε αναγκαζόμαστε να ψαχουλέψουμε τις τάσεις που βρίσκονται σε κίνηση μέσα στο έργο του. Καταρχήν, λοιπόν, εκτιμώ τον Γουές Άντερσον – για δύο λόγους κυρίως. Πρώτον, γιατί επεξεργάζεται μια αισθητική ταυτότητα εδώ και δύο δεκαετίες, με τρόπο που ταυτόχρονα δηλώνει μια καλλιέργεια του κινηματογραφικού του γούστου και καταθέτει μια πιο καθολική πρόταση για το ωραίο στο σινεμά χωρίς να υποκύπτει σε arthouse ακαδημαϊσμούς. Δεύτερον, γιατί είναι ένας μάστορας του σινεμά. Όχι με την έννοια που συχνά τείνουν να φετιχοποιούν τα κλισέ της σινεφιλίας, αλλά με την έννοια της λεπτομερούς φροντίδας για την κατασκευή ενός αυτοτελούς κινηματογραφικού κόσμου όπου κάθε οπτικό ή ηχητικό στοιχείο έχει μέσα του ένα είδος εργασίας της αγάπης – ως κάτι που είναι εκεί γιατί αξίζει να είναι εκεί και έχει νόημα να είναι εκεί. Από την άλλη, βέβαια, υπάρχουν μερικές φορές που ο Γουες Άντερσον με εκνευρίζει αφόρητα. Δεν είναι μόνο ότι το quirkiness του ενίοτε θυσιάζει ανάλαφρα και αδιάφορα την ευαισθησία για χάρη του μπλαζέ κυνισμού. Είναι, επίσης, φορές που το νοιάξιμο του δημιουργού για την ζωή του έργου του αντικαθίσταται από μια σχεδόν ιδεοψυχαναγκαστική τάση για περιορισμό του αισθητικού αποτυπώματος σε ένα άθροισμα στοιχείων του στυλ, σε ένα άθροισμα από σημεία αναφοράς, σε ένα άθροισμα από κλεισίματα του ματιού. Μ’ αυτήν την έννοια, νιώθω ότι ο Άντερσον συχνά τραμπαλίζεται. Όχι τόσο μεταξύ quirkiness και ευαισθησίας, αλλά μεταξύ νοιαξίματος και διεκπεραίωσης. Έτσι, αν αναγκαζόμουν να διαλέξω σε ποιες ταινίες του συμβαίνει τι, τότε θα έλεγα ότι βρίσκω ένα (αμφιβόλου ακρίβειας πλην αρκετά έντονο για μένα) χάσμα ανάμεσα στα Royal Tenenbaums, Fantastic Mr. Fox, Moonrise Kingdom και τα The Life Aquatic with Steve Zissou, The Darjeeling Limited, The Grand Budapest Hotel. Ενώ τα πρώτα μου δείχνουν ότι ο Άντερσον μπορεί και με το παραπάνω να βάλει την ψυχή του στην κινηματογραφική αφήγηση μιας ιστορίας, τα δεύτερα μου δείχνουν ότι επίσης έχει μια ροπή προς την επιφανειακή ανεκδοτολογία. Επίσης, υπάρχει μια μεγάλη μαύρη τρύπα στο έργο του που λέγεται «γυναικείοι χαρακτήρες», αλλά σ’ αυτό θα επανέλθουμε εν συντομία λίγο αργότερα. Αφού, λοιπόν, χάσαμε ήδη μερικούς αναγνώστες (ή και φίλους, κανείς δεν ξέρει) μετά την παραδοχή ότι δεν μας αρέσει και τόσο το Grand Budapest Hotel, ας συνεχίσουμε με το Isle of Dogs, δηλαδή την πολυ-αναμενόμενη νέα ταινία του Άντερσον που κυκλοφορεί αυτήν τη βδομάδα στις αίθουσες. Η αλήθεια είναι ότι είχα μεγάλες προσδοκίες για το Isle of Dogs. Κάτι ότι μ’ αρέσουν οι ταινίες με ζώα, κάτι ότι το Mr. Fox είναι απ’ τις αγαπημένες μου δουλειές του Άντερσον, κάτι το απίστευτο καστ, οι υπέροχες εικόνες και το απολαυστικό promotion – όλα αυτά, μαζί με τις πρώτες ενθουσιώδεις κριτικές, με είχαν κάνει πολύ αισιόδοξο και ανυπόμονο για την ιστορία των σκυλιών στο νησί με τα σκουπίδια. Η ιστορία του Isle of Dogs ξεκινάει με έναν πρόλογο που μας μεταφέρει στις ρίζες του αρχέγονου μίσους της γατόφιλης ιαπωνικής δυναστείας των Κομπαγιάσι για τους σκύλους, για να μας μεταφέρει έπειτα στο κοντινό μέλλον όπου ο διεφθαρμένος δήμαρχος του Μεγκασίτι (και απόγονος της προαναφερθείσας δυναστείας) αποφασίσει να εξορίσει όλα τα σκυλιά της πόλης σε ένα γειτονικό νησί, μια μετα-βιομηχανική χωματερή. Ο Ατάρι, βέβαια, ο μακρινός 12χρονος ανιψιός του δημάρχου, αποφασίζει να αψηφήσει όλες τις σχετικές απαγορεύσεις και να ταξιδέψει στο Νησί των Σκουπιδιών ώστε να βρει τον παλιό του τετράποδο φίλο και σωματοφύλακα. Εκεί, λοιπόν, συναντάει μια παρέα σκυλιών που μας ξεναγεί στον κόσμο του Isle of Dogs και γίνεται ο οδηγός μας για την συνέχεια της αφήγησης μέχρι την υπερ-τακτοποιημένη κατάληξή της. Δεν θα πούμε περισσότερα για την πλοκή – κι ο λόγος δεν είναι μόνο ότι θέλουμε να αποφύγουμε τα spoilers, αλλά επίσης επειδή κυριολεκτικά μπορείτε να μαντέψετε την συνέχεια και μόνοι σας. Πριν φτάσουμε, όμως, στο να αναμετρηθούμε με το πώς ο Άντερσον συνδύασε την μέγιστη δυνατή προσπάθεια ως τεχνίτης με την ελάχιστη δυνατή προσπάθεια ως αφηγητής, ας κάνουμε ένα διάλειμμα για να θαυμάσουμε την αισθητική πρόταση της ταινίας. Ναι, ΟΚ, δεν περιμένατε να φτάσουμε στις 750 λέξεις αυτού του κειμένου για να διαπιστωθεί ότι οι ταινίες του Άντερσον χαϊδεύουν το ανθρώπινο μάτι, αλλά η αλήθεια είναι ότι στο Isle of Dogs το παράκανε – με την καλή έννοια. Η stop-motion σκηνοθεσία δείχνει τόση φροντίδα, τόση δουλειά, τόση λεπτομέρεια και τόση καλαισθησία που είναι πραγματικά δύσκολο να μην σε ρουφήξει σε σημείο που η αισθητική απόλαυση γίνεται ο μόνος σκοπός για τον οποίο υπάρχουν τα μάτια και τα αυτιά σου εκείνη τη στιγμή. Δεν είναι μόνο τα σκυλιά και οι άνθρωποι. Κάθε στοιχείο της εικόνας και του ήχου έχει την δική του ζωή. Ο κόσμος των αντικειμένων είναι ζωντανός κι ο Άντερσον δείχνει μεγάλη τεχνική φροντίδα για το μη-ανθρώπινο, είτε πρόκειται για τους σκύλους πρωταγωνιστές του Isle of Dogs είτε για το πιο μακρινό άψυχο στοιχείο που εμφανίζεται στο κάδρο του. Το Isle of Dogs, όμως, είναι στον πυρήνα του μια ταινία για ένα αγόρι που ψάχνει κάτι – και στην πορεία αυτή ανακαλύπτει τον κόσμο. Μ’ αυτό το κέντρο βάρους, η ταινία άλλοτε ρέπει προς το buddy comedy κι άλλοτε προς την σατιρική πολιτική περιπέτεια. Υπάρχει εδώ ένα πρόβλημα. Ενώ ο Άντερσον προσπαθεί να βάλει στο κέντρο της ταινίας του την φιλία και την αγάπη, αυτή εν τέλει καταλήγει τόσο κοινότοπη, προβλέψιμη και βολική που μοιάζει να έχει συντεθεί αποκλειστικά από συρραφή σταθερών σημείων της pop κουλτούρας – σαν κάποιος να έχει προσεγγίσει την φιλία και την αγάπη αποκλειστικά βλέποντας χολιγουντιανές ταινίες, χωρίς να την έχει αντικρίσει ποτέ στην ζωή του. Αν προσθέσουμε στην εξίσωση και μια προκάτ πολιτική αλληγορία, μια random αίσθηση προφητείας και μια θολή υφή πεπρωμένου (μαζί με συχνά μπαλώματα flashback και exposition σκηνών), τότε μάλλον φτάνουμε στο να δούμε ότι η καρδιά του Isle of Dogs κρύβει τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή του αντερσονικού σινεμά. Να είναι πολύ όμορφο, να μοιάζει αρκετά ανθρώπινο. Αυτά. Δεν λέμε ότι είναι κακή ταινία. Όχι, το Isle of Dogs δεν είναι μια κακή ταινία. Είναι, όμως, μια ταινία που προσπαθεί τόσο έντονα από την αρχή της να σε πείσει για την quirky ανθρωπιά και τρυφερότητά της, που είναι σχεδόν ύποπτο – που καβατζώνει προκαταβολικά την ανθρωπιά και την τρυφερότητα για τον εαυτό της πριν προλάβει να την κερδίσει αφηγηματικά. Φυσικά, ο τρόπος με τον οποίο αποζημιώνει (ή μάλλον, αποσπά την προσοχή) από αυτό είναι η αισθητική. Προφανώς, το επίκεντρο της συζήτησης εδώ είναι η αναπαράσταση της ιαπωνικής κουλτούρας μέσα από την κινηματογραφική γλώσσα του Άντερσον. Αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι ο αμερικάνος δημιουργός παίρνει σβάρνα άλλον έναν μη-δυτικό πολιτισμό, εδώ φαίνεται πως ο Άντερσον αγαπάει πιο αυθεντικά την κουλτούρα που αναπαριστά σε σύγκριση με το Darjeeling Limited. Υπάρχουν φυσικά όλα τα στερεοτυπικά ιαπωνικά πολιτισμικά στοιχεία, αλλά ο Άντερσον κινείται στο τεντωμένο σχοινί ανάμεσα στον αυθεντικό φόρο τιμής και την κατάσταση ενός μαγαζί με σουβενίρ. Η αλήθεια είναι πως ο Άντερσον δείχνει σημάδια αγάπης για την ιαπωνική κουλτούρα, όπως την προσλαμβάνει η δύση τουλάχιστον, και έχει και μερικά ενδιαφέρουσα τρικ στο μανίκι του – π.χ. ο χειρισμός του ζητήματος της γλώσσας από το πλειοψηφικά αγγλόφωνο καστ του (ναι, μιλάμε για το all-star game των Bryan Cranston, Edward Norton, Jeff Goldblum, Bill Murray, Greta Gerwig, Frances McDorman, Scarlett Johansson, Harvey Keitel, Tilda Swinton – τρομερό, έτσι;). Υπάρχουν, όμως, και κάποια εξώφθαλμα κλισέ, όπως η μετατροπή της αμερικανίδας exchange student σε ηρωίδα του δράματος, δηλαδή η τοποθέτηση ενός τουρίστα/λευκού-σωτήρα στο κέντρο μιας ιστορίας με προαιώνιο περιεχόμενο και βαθιές ρίζες στην fictional ιαπωνική παράδοση, όπως την παρουσιάζει το Isle of Dogs. Σ’ αυτό δεν βοηθάει και το γεγονός ότι στην θέση αυτού του χαρακτήρα βρίσκεται μια ακόμα αντερσονική ηρωίδα χωρίς ίχνος περιεχομένου και επεξεργασίας, δείχνοντας για άλλη μια φορά ότι συνήθως ο Άντερσον είτε μοιάζει να μην γουστάρει καν να βάζει γυναίκες στις ταινίες του (απλά να τις λατρεύουν όταν τις βλέπουν), είτε τους επιφυλάσσει τους πιο κλισέ έμφυλους ρόλους (υστερικές ή στωικές μητέρες/σύζυγοι, manic pixie dream girls ή προκάτ δυναμικές/τσαμπουκαλεμένες τύπισσες). Εν τέλει, καθώς ταξιδεύαμε στον απίστευτο σκουπιδο-φουτουριστικό και ελαφρώς post-nuclear κόσμο του Trash Island, όπου οι βιομηχανικές μεγα-τεχνολογίες μοιάζουν να διατηρούνται συμπαγείς από ένα σελοτέηπ και μια σταγόνα μυθολογίας (σαν να βρισκόμαστε σε ένα ruin porn σύμπαν όπου το ρετρό και το φουτουριστικό συνυπάρχουν δομικά), η αίσθηση που μου δημιουργήθηκε είναι ότι ξεδιπλώνεται μπροστά μας ένα εκπληκτικό περιβάλλον που ζητάει έμψυχα και άψυχα όντα για να το κατοικήσουν. Το πρόβλημα δεν είναι ότι αυτά που το κατοικούν ήδη είναι ελλειπή, αντιφατικά, ανολοκλήρωτα. Ίσα-ίσα, ειδικά το ζωικό meta χιούμορ και ο ζωικός αναστοχασμός των σκύλων είναι απ’ τα στοιχεία που κάνουν εξαιρετικά διασκεδαστικό και ενδιαφέρον το θόλωμα της γραμμής μεταξύ ανθρώπινου και ζωώδους. Το πρόβλημα είναι, όμως, ότι άνθρωποι και ζώα μοιάζουν τόσο υπέροχα στην κατασκευή τους όσο και προκατασκευασμένα στο περιεχόμενο και τις σχέσεις τους, σαν να είναι βγαλμένα από ένα Wes Anderson Generator που έχει την δυνατότητα να προσομοιώσει την αφήγηση μιας ιστορίας προκειμένου να μην χρειαστεί να ασχοληθεί ο ίδιος ο Άντερσον μ’ αυτήν. Ή μπορεί απλά να αγαπάω περισσότερο τις γάτες.