Τι είναι το φανταστικό στοιχείο στον κινηματογράφο; Πώς ερμηνεύεται και πώς αξιολογείται; Παραδοσιακά οι fantasy ταινίες λογίζονται ως διακριτό genre εντός της κινηματογραφικής ιστορίας, το οποίο συνορεύει με τα άλλα δύο speculative είδη σινεμά, δηλαδή το sci-fi και το horror. Για κάμποσες δεκαετίες, αυτή η τριάδα αποτελούσε την καρδιά του παρα-κινηματογράφου, ενός κινηματογράφου που επιφανειακά φαινόταν να κινείται παράλληλα αλλά λίγο-πολύ εξωτερικά προς την καλλιτεχνική πρόοδο του μέσου. Παρόλο που η καταγωγή τους είναι τόσο παλιά όσο και το ίδιο το σινεμά, κατά έναν τρόπο μοιάζει σαν αυτά τα τρία genres να έδωσαν έναν αγώνα ώστε να καταφέρουν να εισχωρήσουν στην ορατή κινηματογραφική ιστορία, την ιστορία που αξίζει να λέγεται και να μεταδίδεται ως αξιόλογη δηλαδή. Ενώ όμως το horror και το sci-fi ήδη επανερμηνεύονται σε μαζική κλίμακα στα 60s και αρχίζουν να παράγουν ταινίες που λογίζονται ευρέως ως αριστουργήματα, το fantasy συνεχίζει με μια έννοια να θεωρείται σαν φτωχό ξαδερφάκι τους – εγκλωβισμένο σε sword & sandal ή sword & sorcery ύφος και “διασωζώμενο” από τις εξαιρέσεις του, δηλαδή ταινίες σαν τα πρώιμα fantasy φιλμ του γερμανικού εξπρεσιονισμού και τον Μάγο του Οζ ή έργα σπουδαίων κινηματογραφιστών, όπως το Ugetsu Monogatari του Mizoguchi ή την Έβδομη Σφραγίδα του Bergman, μεταξύ άλλων. Είναι προφανές ότι αυτό ήταν μια περιορισμένη και περιοριστική αντίληψη για τον fantasy κινηματογράφο ως σινεμά β’ διαλογής – κι ευτυχώς έχει αναθεωρηθεί σε μεγάλο βαθμό αρκετές δεκαετίες τώρα. OK, δεν έχουμε χώρο και χρόνο εδώ για να επεκταθούμε περισσότερο, αλλά σ’ έναν βαθμό αυτή η σχετική αορατότητα του φανταστικού στο σινεμά, πέρα απ’ το ότι εξέφραζε μια υποτίμηση για τις βαθιές ρίζες του μέσου στην λαϊκή μυθολογία του συναρπαστικού, μας δείχνει επίσης και τα προβλήματα που υπάρχουν στην ίδια την ερμηνεία του. Πώς λειτουργεί το φανταστικό στον κινηματογράφο; Είναι το αντίθετο της πραγματικότητας, είναι το αντίγραφο της πραγματικότητας ή είναι ένας κινούμενος καθρέφτης της πραγματικότητας; Προκειμένου να επιταχύνω λίγο την διαδικασία και να μην σας βάλω για ύπνο, θα πω ότι συχνά το κλειδί είναι να μην το αποτιμήσουμε σαν αλληγορία, αλλά σαν κυριολεξία – σαν αυτό που είναι και σαν αυτό που θέλει να φτιάξει. Δηλαδή σαν πραγματική προέκταση της πραγματικότητας, μια άσκηση βάθους (μεγαλύτερου ή μικρότερου) με αντικείμενο την ίδια την πραγματικότητα – μια βαθιά και αυθεντική πίστη ότι η ζωή θα μπορούσε να έχει άλλη μορφή και να υπάρχει αλλιώς, και μάλιστα ενδέχεται να είναι ήδη αλλιώς και να μας διαφεύγει. Αυτή είναι η καρδιά που χτυπάει μέσα στο κινηματογραφικό σώμα του The Shape of Water, της νέας ταινίας του Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο που βγαίνει αυτήν την βδομάδα στις αίθουσες. Αν φανταζόμαστε την ζωή αλλιώς, μήπως τότε είναι ήδη σ’ έναν βαθμό διαφορετική; Ας ξεκινήσουμε με τα βασικά. Η ηρωίδα της ταινίας είναι η Elisa, μια μουγγή εργάτρια σ’ ένα μεγάλο εργαστήριο υψίστης ασφαλείας στην Βαλτιμόρη του 1962 με φόντο τον Ψυχρό Πόλεμο. Εκεί συναντάει ένα παράξενο αμφίβιο πλάσμα που μετέφερε κρυφά από την Λατινική Αμερική ο στρατός των ΗΠΑ για σκοπούς απόρρητων πειραμάτων. Καθώς θεωρείται χρήσιμο για την διαστημική κούρσα μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, ξεκινάει ένας κατασκοπικός-επιστημονικός αγώνας για την διεκδίκηση του Πλάσματος, την ώρα που αυτό αρχίζει να χτίζει μια μοναδική σχέση αγάπης με την Elisa. Οι άνθρωποι που δίνουν σάρκα και οστά στους χαρακτήρες της ταινίας είναι συγκλονιστικοί από την αρχή μέχρι το τέλος, από την απίστευτη Sally Hawkins στον πρωταγωνιστικό ρόλο και τον Michael Shannon σ’ έναν ακόμα υπέροχο Michael Shannon ρόλο, μέχρι τους υπέροχους και βαθιά ανθρώπινους συνεργούς Richard Jenkins και Octavia Spencer – και φυσικά τον Michael Stuhlbarg, δηλαδή έναν από τους καλύτερους ηθοποιούς των τελευταίων δεκαετιών. Ο Ντελ Τόρο έχει κάτι που τον καθιστά πραγματικά μοναδικό στο σύγχρονο σινεμά. Όχι, δεν είναι μόνο η σχέση του με το φανταστικό και τον τρόμο, αν και σίγουρα είναι απ’ τους καλύτερους σ’ αυτό το πεδίο. Το πραγματικά μοναδικό του χαρακτηριστικό είναι οτι κατανοεί βαθιά το λαϊκό σινεμά και ότι αγαπάει πραγματικά τους χαρακτήρες του. Ως προς το πρώτο, γνωρίζει ότι η αληθινή κινηματογραφική ψυχαγωγία είναι κάτι δύσκολο, ουσιαστικό κι απαιτητικό – κι είναι μια συναρπαστική εμπειρία που μπορεί να έχει απελευθερωτική διάσταση για τους θεατές και τους δημιουργούς. Ως προς το δεύτερο, η φροντίδα για τους ήρωες και τις ηρωίδες του δείχνει μια ειλικρινή αγάπη, σαν να θέλει πραγματικά να τους ζωντανέψει, να σχετιστεί μαζί τους, να τους αγγίξει. Πασχίζει για μια τέτοια αυθεντική ανθρωπινότητα, όσο παραμυθένια κι αν μοιάζει εξωτερικά, γιατί ξέρει ότι αυτό διαφεύγει πολύ συχνά, σχεδόν σαν την ίδια τη μορφή του νερού. Με λίγα λόγια, νοιάζεται, κι αυτό έχει τεράστια σημασία. Όπως πάντα, αυτή η φροντίδα κρύβεται στις λεπτομέρειες, στους κώδικες κατανόησης για το πώς ζουν και αισθάνονται οι άνθρωποι, σαν την εφευρετικότητα για λούφα στην δουλειά την ώρα του τσιγάρου ή το άγχος για την κάλυψη της φαλάκρας σαν τελευταίο καταφύγιο από τον κόσμο – πράγματα δηλαδή που μας δείχνει με υπομονή και ευλάβεια, σαν να είναι εξίσου σημαντικά για το Shape of Water όσο και η ίδια η πλοκή του. Όπως πάντα, η αισθητική γλώσσα του Ντελ Τόρο είναι βαθιά εκλεκτική. Παρόλο που η ταινία διαδραματίζεται στα 60s, αποφεύγει να την μεταχειριστεί σαν ταινία εποχής. Τα 60s του Shape of Water είναι ρευστά, όχι ακριβώς σαν alternate history αλλά σαν ανακάλυψη ενός μυστικού – σαν ο Ψυχρός Πόλεμος να ενώθηκε πραγματικά με ένα b-movie κι όχι απλώς να αποδόθηκε ως b-movie, σχεδόν σαν το Fail-Safe του Sidney Lumet και το Creature from the Black Lagoon να ζευγαρώσανε σε μία και μοναδική ταινία. Κάποιες φορές τα πράγματα μοιάζουν βγαλμένα από τις καρτουνίστικες πλευρές της δεκαετίας του ’40, κι άλλες φορές οι εικόνες μοιάζουν να έχουν ξεπηδήσει από steampunk κόμιξ – με την γνωστή gothic ατμόσφαιρα του Ντελ Τόρο να αγκαλιάζει την ταινία απ’ την αρχή μέχρι το τέλος. Παρόλο που το ύφος του Shape of Water συχνά κινείται άνετα ανάμεσα στο θρίλερ και την κωμωδία, το φανταστικό στοιχείο εντός του είναι κατά βάθος ποιητικό κι ονειρικό. Η βασική του ιδέα θυμίζει έντονα την Πεντάμορφη και το Τέρας, αλλά η προσέγγιση δεν περιορίζεται σε ένα συναισθηματισμό σαν αυτόν της Disney, αλλά φτάνει μέχρι την λυρική ερμηνεία του κλασικού μύθου από τον Jean Cocteau. Ο ήχος και το χρώμα παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο, με την νοσταλγική μουσική να μπλέκεται φανταστικά με την ραδιενεργή λαμπρότητα του πετρόλ. Από την καθημερινή ρουτίνα της Elisa – με το ξυπνητήρι, την αλλαγή σελίδας στο ημερολόγιο, το βράσιμο των αυγών, τον πρωινό αυνανισμό και το γυάλισμα των παπουτσιών – μέχρι τον θολό φάντασμα του πεπρωμένου της, ο Ντελ Τόρο στοχεύει στο φανταστικό μέσα από την κινηματογραφική φαντασίωση. Κι οι φαντασιώσεις είναι πάντα πραγματικές, ποτέ ψεύτικες. Ο φανταστικός κινηματογράφος του, με το The Shape of Water να είναι ίσως το πιο υπέροχο δείγμα του μέχρι στιγμής, δεν ψάχνει μια παρα-ιστορία ή μια αντι-ιστορία. Αντίθετα, ανακαλύπτει μια υπο-ιστορία που περίμενε υπομονετικά να ανακαλυφθεί. Καθώς το Πλάσμα και η Elisa αφοσιώνουν όλες τους τις δυνάμεις σε ένα παιχνίδι σαγήνης και κατανόησης, η αμφίβια ζωή μετατρέπεται σε αμφίσημη ζωή – μια ζωή που είναι ταυτόχρονα εδώ και αλλού, σαν την στιγμή που εκείνη τραγουδάει παθιασμένα για τον έρωτα καθώς η παράξενη αγάπη της καθαρίζει ένα αυγό απέναντί της στο πρωινό τραπέζι.