Κάποιοι άνθρωποι διαγράφουν ιλιγγιώδεις τροχιές στην τέχνη. Ακόμα περισσότερο, διαγράφουν τροχιές τόσο ιλιγγιώδεις που καμιά φορά δυσκολεύεται να τους παρακολουθήσεις ακόμα κι αν είσαι βαθιά μαθημένος στην ταχύτητα, την αντιφατικότητα και την ένταση με την οποία παράγεται η pop κουλτούρα του 21ου αιώνα. Ο Donald Glover (ή Childish Gambino), λοιπόν, είναι έντονος καλλιτέχνης – για να το θέσουμε ήπια. Γεννημένος το 1983, καταγόμενος από μια μαύρη middle-class οικογένεια Μαρτύρων του Ιεχωβά και σπουδαγμένος στο New York University, o Glover ξεκινάει την τηλεοπτική πορεία του φτιάχνοντας viral σκετς στο YouTube και στέλνοντας σεναριακά δείγματα για τους Simpsons, ενώ η μουσική του διαδρομή στο rap ξεκινάει με την υιοθέτηση ενός ονόματος από Wu-Tang name generator και μια σειρά από diy mixtapes με σαφείς αναφορές στην nerd κουλτούρα. Έπειτα, φυσικά, έρχεται κι η δουλειά σεναριογράφου στο 30 Rock, ο ρόλος στο Community, τα Grammy ως Childish Gambino, τα Emmy για το Atlanta κι οι blockbuster εμφανίσεις στα Solo: A Star Wars Story και The Lion King. Α, ναι, στο μεταξύ έριξε και το ίντερνετ τον περασμένο Μάιο με το This Is America. Με λίγα λόγια, η διαδρομή της καλλιτεχνικής προσωπικότητας του Glover είναι έτσι κι αλλιώς στενά συνδεδεμένη με την ίδια την εξέλιξη της pop κουλτούρας, κι ιδιαίτερα στην ψηφιακή εκδοχή της. Ουσιαστικά, λίγα είναι τα πράγματα που δεν έχει δοκιμάσει ακόμα ο Donald Glover – και κάτι μας λέει ότι κι αυτά τα λίγα δεν πρόκειται να του γλιτώσουν. Όχι, δεν θα υποστηρίξουμε ότι τα κάνει όλα τέλεια, ούτε καν. Το βασικό στοιχείο της τέχνης του Glover είναι πράγματι ο ίλιγγος. Πιο συγκεκριμένα, ο ίλιγγος της ακροβασίας όταν περπατάει πάνω στο σκοινί ανάμεσα στην ιδιοφυΐα και το τρομπάρισμα, ανάμεσα στην αστείρευτη θεία έμπνευση και τον σαχλό meta ναρκισσισμό. Και το περπατάει με συναρπαστική ικανότητα αυτό το σκοινί ο καριόλης. Ο Donald Glover είναι ένας τρομακτικά ταλαντούχος άνθρωπος, ο οποίος ταυτόχρονα μπορεί να γίνει πολύ cringey στην απόπειρα του να μυθολογικοποιήσει τον εαυτό του συνδεόμενος με τα καυτά πολιτικά και πολιτισμικά ζητήματα της αμερικάνικης κοινωνίας. Ναι, μ’ αυτήν την έννοια, ο Donald Glover είναι ένας αληθινός, αυθεντικός καλλιτέχνης της εποχής του. Αυτήν ακριβώς την ιδιότητα, αυτόν ακριβώς τον ιδιαίτερο τιμητικό τίτλο, περιμέναμε ότι θα επιβεβαιώσει το νέο πρότζεκτ του Glover. Καθώς έχει περάσει ένας χρόνος από το τέλος της δεύτερης σεζόν Atlanta και 3 χρόνια από τον τελευταίο του δίσκο ως Childish Gambino, ο Glover φαίνεται να είχε ρίξει τις δυνάμεις του στο Guava Island. Ξέραμε ότι το Guava Island θα είναι μια ταινία που ουσιαστικά έγραψε ο Donald με τον αδερφό του, Stephen Glover, με την Rihanna στον συμπρωταγωνιστικό ρόλο και τον Hiro Murai (δηλαδή τον εξαίρετο σκηνοθέτη του Atlanta, του Barry, του Legion και ενός μάτσο υπέροχων music videos) να σκηνοθετεί. Ξέραμε, επίσης, ότι θα αφηγούταν την ιστορία ενός νεαρού Κουβανού μουσικού στη νήσο Guava που διοργανώνει μια μεγάλη μουσική γιορτή για να απελευθερώσει υλικά και πνευματικά τον λαό του. Όχι, καθόλου φιλόδοξο γενικά – μην το ξαναπείτε αυτό. Έτσι κι αλλιώς, ο καλλιτεχνικός ίλιγγος κι η αμετροεπής φιλοδοξία μάλλον συμβαδίζουν ούτως ή άλλως, κι εδώ ο Donald Glover έφτιαξε ένα από τα πιο gloverικά του έργα – μια ταινία που είναι ταυτόχρονα μνημείο στον εαυτό του και μνημείο στην εποχή της. Από πολλές πλευρές, είναι παράξενο πράγμα το Guava Island. Μ’ έναν τρόπο, είναι ένα καζάνι που βράζουν μέσα τους κάμποσες διαφορετικές μορφές και περιεχόμενα καλλιτεχνικής έκφρασης. Σε λιγότερο από 60 λεπτά συνολικής διάρκειας, παρακολουθούμε μια οργασμική κι αντιφατική συνάντηση animation, musical, παραδοσιακής κινηματογραφικής αφήγησης, performance art, μουσικού βίντεο κλιπ, ερωτικού θρίλερ και πολιτικής αλληγορίας. Το ενδιαφέρον του Guava Island, όμως, βρισκόταν εξίσου στον τρόπο που προμοταρίστηκε και διανεμήθηκε, χρησιμοποιώντας πολλές διαφορετικές physical και digital πλατφόρμες, σαν αληθινό παιδί της εποχής του. Ενώ είχαμε το πρώτο trailer ήδη από το Νοέμβριο, στις 5 Απριλίου εμφανίστηκαν διαφημίσεις στο Spotify για κάτι μεγάλο που θα συμβεί το Σάββατο 13 Απριλίου. Λίγες μέρες αργότερα, η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο μουσικό φεστιβάλ Coachella, όπου έπαιζε κι ο ίδιος ο Childish Gambino. Και τελικά η πρεμιέρα για το ευρύ κοινό έγινε πράγματι το περασμένο Σάββατο στην πλατφόρμα του Amazon Prime, όπου το Guava Island ήταν διαθέσιμο για free streaming όλο το σαββατοκύριακο. Και μαζί μ’ αυτό, φυσικά, κυκλοφόρησε κι η υπέροχη μουσική της ταινίας. Σίγουρα δεν είχαμε τον μέγα ντόρο που προκλήθηκε από το αντίστοιχο μουσικο-κινηματογραφικό πόνημα της Beyonce με το Lemonade το 2016 που ακολούθησε παρόμοια τακτική μάρκετινγκ και διανομής, αλλά αν μη τι άλλο το Guava Island ήθελε να είναι ταυτόχρονα κάτι λιγότερο και κάτι περισσότερο από σινεμά. Λιγότερο, με την έννοια ότι του αρκούσε να έχει 60 λεπτά σε ένα μουσικό φεστιβάλ και μια streaming πλατφόρμα. Περισσότερο, με την έννοια ότι ήθελε να γίνει ένα event, ένα curated συμβάν που παίζει μπάλα σε πολλά γήπεδα, ένα μετα-κινηματογραφικό έργο σε μια ούτως ή άλλως μετα-κινηματογραφική εποχή. [%contentAd%] Όπως καταλαβαίνετε, είναι δύσκολο να διαχωρίσεις την μορφή από το περιεχόμενο του Guava Island. Παρόλα αυτά, υπάρχει μια ενδιαφέρουσα ένταση που προκύπτει από τη σχέση ανάμεσά τους – ανάμεσα στη μορφή και το περιεχόμενο. Από τη μία πλευρά, το Guava Island χρησιμοποιεί μια οργασμική αισθητική γλώσσα, αρκούντως εξωτική, υπερβολικά καυλιάρικη, ηχητικά και οπτικά συναρπαστική. Είναι αδύνατον να παρακολουθήσεις αυτά τα 60 παρά κάτι λεπτά και να μην υποθέσεις ότι οι άνθρωποι που το έφτιαξαν πέρασαν πανέμορφα, μέσα σ’ αυτόν τον ηδονικό συνδυασμό χαρίσματος και χημείας που εκπέμπει από την οθόνη. Η αισθητική πρόταση του Guava Island είναι μουσικοποιημένη, είναι σωματικοποιημένη, είναι πένθιμη, είναι εκστατική – αγκαλιάζει την απόλαυση και την τέχνη, αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι την ηθική της εργασίας και της καταπίεσης. Μαζί μ’ αυτά, όμως, οι αδερφοί Glover επιστρατεύουν μια σειρά από αιώνια αφηγηματικά αρχέτυπα που δίνουν μια άχρονη, παραμυθένια ποιότητα στο Guava Island παρά την μόνιμη εμμονή του Donald να είναι πάντα όσο πιο relevant γίνεται. Μ’ αυτήν την έννοια, το Guava Island έχει μια παλιακή υφή που πηγάζει απ’ τον τρόπο με τον οποίο οικειοποιείται τη μυθολογία του χαμένου παράδεισου, τη σχέση έρωτα και πόλεμου, τον χαρακτήρα του καλλιτέχνη ως νεαρού ανθρώπου, την αγάπη ως υλική, συλλογική, απελευθερωτική δύναμη κι όχι ως μια άδεια στερεοτυπική επίκληση. Όπως γράφαμε κι όταν συζητάγαμε αναλυτικά το Atlanta και την τέχνη του Glover, ο προορισμός της μοιάζει να είναι μια αληθινή αυτονομία της μαύρης έκφρασης, η οποία δεν θα μεσολαβείται από την λευκότητα, αλλά επίσης θα προσπαθεί να αποσταθεροποιεί και τον εαυτό της. Κι εδώ συγκεκριμένα, στο Guava Island, ο Glover μοιάζει να υπηρετεί αυτό το όραμα συνεχίζοντας να ακροβατεί στην λεπτή γραμμή που περιγράψαμε στην αρχή. Το ότι η ταινία φαντάζει σαν ένα Purple Rain όπου ο Glover μυθολογικοποιεί και δοξάζει τον εαυτό του παραπάνω απ’ ό,τι κι ο Prince καθιστά τον δημιουργό και πάλι φλύαρο, αμετροεπή, υπερβολικό. Από την άλλη, ο πειραματισμός του, παρότι ενίοτε hit and miss, θέλει να προσεγγίσει μια νέα αισθητική και μια νέα ηθική μέσα στην μαζική κουλτούρα – πράγμα σπάνιο κι αναγκαίο. Όλα αυτά, με την αντιφατικότητα και την γοητεία τους, παίρνουν ζωή μέσα από ένα χειροποίητο φιλμ μιας ώρας που, όπως έγραψαν κι οι New York Times πετυχημένα στην κριτική τους, μοιάζει με μια ιδέα που είχαν τρεις φίλοι καθώς πίνανε μπάφους στα τελειώματα ενός πάρτι. Κι αυτό είναι κομπλιμέντο.