Κάτι κρίσιμο που κάνει ο ΛΕΞ είναι ότι μιλάει τόσο σπάνια, και σχεδόν αποκλειστικά μέσα από τη μουσική, που καταφέρνει και μας κάνει να νιώθουμε άσχημα όταν φλύαρουμε – και όταν φλύαρουμε γενικά, και όταν φλύαρουμε για αυτόν – όταν δηλαδή παραδιδόμαστε στον πειρασμό να περνάμε ασταμάτητα πάνω από τα πράγματα χωρίς να τα αγγίζουμε. Όταν μιλάει, όμως, μας αναγκάζει να ακούσουμε. Και όσους τον γουστάρουν, και όσους δεν τον γουστάρουν. Την προηγούμενη εβδομάδα, όταν κυκλοφόρησε το Γ.Τ.Κ., η πρώτη αυθόρμητη παρατήρηση ήταν ότι το να κάτσουν τόσες πολλές δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι να ακούσουν ταυτόχρονα έναν ολοκληρωμένο δίσκο της στιγμή της κυκλοφορίας του, στις 12 τα μεσάνυχτα, είναι κάτι σπάνιο και μοναδικό. Σήμερα, μια βδομάδα μετά, μπορούμε να πάμε και ένα βήμα παρακάτω. Photo credit: Δημήτρης Μουγκός Όπως φάνηκε, εκ του αποτελέσματος, ένας νέος δίσκος ΛΕΞ έχει την ικανότητα να μας συντονίσει και να εγκαλέσει σε ένα πράγμα: να σταματήσουμε και να ακούσουμε. Πρόκειται για ένα σπάνιο είδος παύσης, σιωπής και επιβράδυνσης, μέσα σε μια (αναλογική και ψηφιακή) πραγματικότητα διαρκούς κίνησης, θορύβου και επιτάχυνσης. Είναι ένα είδος παύσης, σιωπής και επιβράδυνσης που επιφυλάσσεται και προορίζεται πια μόνο για τους νεκρούς, όχι για τους ζωντανούς. Γι’ αυτό άλλωστε και το «ζω και μ’ αγαπάνε σα να πέθανα» είναι ένας τόσο έξυπνος στίχος, και μακράν ο πιο εύστοχος απ’ όσους έχει ο γράψει ο ΛΕΞ για τον εαυτό του (μια αυτοαναφορικότητα εμμενής στην ραπ έκφραση): γιατί καταφέρνει να συνοψίσει την ουσία του πώς νιώθουν γι’ αυτόν οι άνθρωποι, ότι δηλαδή τον βλέπουν με έναν τρόπο που έμοιαζε να έχει χαθεί στην σύγχρονη λαϊκή κουλτούρα, με τον σεβασμό και την αγάπη που πλέον δε μπορούν να εμπνεύσουν οι ζωντανοί παρά μόνο οι νεκροί. Είναι μια μοναδική στιγμή καλλιτεχνικής αυτοσυνείδησης, όπου ο ράπερ ταυτίζεται με τον εν κινήσει εαυτό του μέσα στην ιστορία και μέσα στην κουλτούρα, θέτοντας εαυτόν προ των ευθυνών που προκύπτουν από αυτήν την θέση. Photo credit: Δημήτρης Μουγκός Η πορεία του ΛΕΞ τα τελευταία χρόνια, κι ειδικά ο νέος του δίσκος, είναι στα αυτιά μου και τα μάτια μου η προσπάθειά του να σταθεί στο ύψος αυτής της ευθύνης. Δεν είναι μόνο ότι η ευθύνη αυτή είναι μεγάλη. Είναι και ότι δεν έμοιαζε δυνατόν να υπάρξει ξανά ένας καλλιτέχνης στη ελληνική μουσική που να αποτελεί τόσο μείζον συλλογικό σημείο αναφοράς στην σύγχρονη κουλτούρα ώστε να καταστήσει δυνατό το να αναδυθεί μια τέτοια κοινωνική απαίτηση από εκείνον κι ένα τέτοιο συλλογικό βλέμμα προς εκείνον. Όλοι περιμένουν κάτι από τον ΛΕΞ: μια ατάκα, μία σοφία, μια αλήθεια, μια βοήθεια, μια γκέλα. Είναι ένας κατεξοχήν δημόσιος καλλιτέχνης, ο οποίος ανήκει σε όλους, σε μια εποχή που η ίδια η δημόσια σφαίρα ιδιωτικοποιείται και κατακερματίζεται σε μικρές αγορές, μικρές κουλτούρες, μικρές κοινότητες, μικρές αφηγήσεις. Δεν υπάρχει καμία αντίφαση ανάμεσα στην ιδιότητα του ΛΕΞ ως δημόσιο καλλιτέχνη και στην απουσία της δικής του δημόσιας παρουσίας. Ο ΛΕΞ απουσιάζει από τη δημόσια σφαίρα ως ιδιωτικό άτομο, αλλά κυριαρχεί στην δημόσια σφαίρα ως φωνή και ως λειτουργία – ως καλλιτεχνική έκφραση που περνάει μέσα από το μεμονωμένο πρόσωπο επιθυμώντας να εκφράσει αυτά που είναι συλλογικά και ιστορικά. Αυτό είναι που σημαίνει στην πραγματικότητα δημόσια παρουσία, όχι η υπερ-έκθεση της εξατομικευμένης επιτέλεσης του εαυτού που έχει εδραιώσει η ψηφιακή φλυαρία και η κουλτούρα των νέων μέσων. Το ότι ο ΛΕΞ “μιλάει με τη μουσική του” σε μια εποχή που όλοι οι mainstream καλλιτέχνες γίνονται αντικείμενα εκμετάλλευσης και αυτοεκμετάλλευσης ως μιντιακές και σοσιαλμιντιακές περσόνες είναι μια χειρονομία διάκρισης του ψευδο-δημόσιου (δηλαδή του ιδιωτικού που αποικίζει επιθετικά την δημόσια σφαίρα) από το πραγματικά δημόσιο. Η δημόσια παρουσία του ΛΕΞ είναι αυτή που αντιστοιχεί σε μια επανασύσταση της δημόσιας σφαίρας του λαϊκού μοντερνισμού, η οποία θα μπορούσε να φέρει ξανά κοντά το προσβάσιμο και το πρωτοποριακό, το δημοφιλές και το πειραματικό, την μαζική λαϊκή απήχηση με την ωριμότητα και το βάθος. Το Γ.Τ.Κ., μέσα από την θεματολογία του, το σύμπαν αναφορών του, αλλά και την απήχησή του, διατηρεί ανοιχτή την δυνατότητα ενός τέτοιου λαϊκού μοντερνισμού ως κοινό σημείο αναφοράς στην σύγχρονη κουλτούρα – ένα σημείο αναφοράς όπου συναντιέται το “υψηλό” και το “χαμηλό”, όπου χωράει εξίσου ο Φρανσουά Τριφό, η Μάντσεστερ Σίτι, ο Τζιμ Τζάρμους, ο Πέτρος Μάνταλος, το The Wire, το Dragon Ball, η Φρουτοπία και τα Nike TN. Αυτό το πνεύμα λαϊκού μοντερνισμού, πέρα από το να αμφισβητεί τις αισθητικές ιεραρχίες της υψηλής και της χαμηλής κουλτούρας, προϋποθέτει και μια διαφορετική αντίληψη για την ίδια την λαϊκότητα – κι αυτή είναι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες πλευρές του δίσκου κατ’ εμέ. Εκεί που ο λαϊκισμός των ατομικών success stories και της πορνογραφίας της επιτυχίας στην οποία έχει εκπέσει το ραπ (ακόμα και στις “conscious” εκδοχές του) λέει «κοίτα πώς τα κατάφερα», και στην καλύτερη περίπτωση «μπορείς κι εσύ να τα καταφέρεις», ο λαϊκός μοντερνισμός λέει πως «η νίκη του ενός ποτέ δε θα ‘ναι αρκετή». Αυτός ο στίχος από το ρεφρέν της Μωβ Βροχής, του φινάλε του δίσκου, ο οποίος μάλιστα ακούγεται για πρώτη φορά μετά την εικόνα της περιπτερούς που δίνει στον αφηγητή τα τσιγάρα του καθώς από μέσα της του λέει «δεν έχεις πλέον το δικαίωμα να παραπονιέσαι», είναι μια σημαντική κριτική στις αφηγήσεις ατομικής εξόδου από τον μόχθο και το βάσανο, τόσο συχνές στην μαζική κουλτούρα ακριβώς λόγω της κατευναστικής και εφησυχαστικής ιδιότητάς τους. Ακόμα κι αν εμφανίζονται ενδυναμωτικές σε πρώτο επίπεδο, καθώς διατηρούν by proxy ενεργή την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής μέσα από την προβολή των μαζικών συναισθημάτων σε ένα δημοφιλές πρόσωπο, δεν δημιουργούν σε καμία περίπτωση από μόνες τους τις προϋποθέσεις για να ανεβούμε όλοι μαζί, να νικήσουμε όλοι μαζί αντί για έναν μόνο. Photo credit: Ζήσης Τσούμπος Η αντίθεση λαϊκισμού και λαϊκού μοντερνισμού φαίνεται ακόμα πιο καθαρά στο κομμάτι Graffiti, όπου ο ΛΕΞ την χρησιμοποιεί με έναν διπλό τρόπο. Πρώτον, λέγοντας πως «αυτό είναι ραπ για τον λαό, όχι λαϊκό, δεν είναι το ίδιο» απορρίπτει την έννοια της λαϊκότητας όπως έχει διαμορφωθεί από την σύνδεσή της με την κυρίαρχη κουλτούρα. Δεύτερον, λέγοντας πως «το κάνουμε για τον κόσμο κι ας μην τον νοιάζει τον ίδιο» περιγράφει ως αποστολή της τέχνης όχι την εναρμόνιση με το κυρίαρχο λαϊκό αίσθημα αλλά την ανύψωση των ίδιων των λαϊκών μαζών πέρα από τα δεσμά και τα όρια της κυρίαρχης κουλτούρας. Ίσως ούτε σκόπιμα ούτε τυχαία – με την έννοια που το ασυνείδητο δεν είναι ούτε σκόπιμο αλλά ούτε τυχαίο – αμφότεροι στίχοι καταλήγουν στην λέξη “ίδιο”, χρωματίζοντάς την αρνητικά. Η αποφυγή του ίδιου, η έξοδος από τα όρια της ταυτότητας, είναι αυτό που κάνει τον λαϊκό μοντερνισμό να ξεκινάει από το οικείο, το άμεσο, το βιωμένο και προσβάσιμο (μια ιστορία σ’ ένα περίπτερο το καλοκαίρι πχ) για να πάει προς το ριζικά Άλλο, προς αυτό που ακόμα δεν υπάρχει και ακόμα δεν γνωρίζουμε πώς και τι θα είναι – σαν μια Μωβ Βροχή. Διαβάζω αυτές τις μέρες πράγματα για τον δίσκο του ΛΕΞ στα social media και τα sites, και μου φαίνεται πως, πέρα από την κενόλογη αρθρογραφία που υμνολογεί χωρίς να λέει τίποτα συγκεκριμένο ή έστω λίγο ενδιαφέρον πέρα από τις κλασικές κοινοτοπίες, μια συχνή στάση που έχω συναντήσει, προερχόμενη κυρίως από ανθρώπους “εναλλακτικούς” ή “ψαγμένους”, είναι μια μορφή αλλεργικής αντίδρασης απέναντι στο ίδιο το φαινόμενο της μαζικής λαϊκής απήχησης του ΛΕΞ. Δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο για ανθρώπους καλλιεργημένους και έξυπνους, που επιθυμούν να έχουν μια εποπτεία της λαϊκής κουλτούρας χωρίς απαραίτητα να θέλουν να βρίσκονται μέσα της, να ταυτίζουν συνειδητά και σκόπιμα το μαζικό με το ευτελές. Να θέλουν το “υψηλό” και το “χαμηλό” ξεχωριστά, να αδυνατούν να φανταστούν ένα καλό “μαζικό” και να είναι, σε τελική ανάλυση, απρόθυμοι να εγκαταλείψουν ή να μοιραστούν το πολιτισμικό τους κεφάλαιο. Εδώ υπάρχει όμως κι ένα επιπλέον πρόβλημα πέρα από τον παραδοσιακό ελιτισμό της πολιτισμένης συνείδησης. Όπως έγραψε ένας φίλος, “τρέμουν στην υποψία ενός κοινού τόπου στην κουλτούρα”. Η πολιτισμένη συνείδηση θέλει την εμπειρία της κουλτούρας εξατομικευμένη, εν είδει ατομικού συμβολικού κεφαλαίου, σαν έναν τρόπο ιδιωτικοποίησης αυτού που είναι εξ ορισμού συλλογικό και κοινωνικό. Μέσα σ’ αυτήν την εξατομικευμένη εμπειρία της κουλτούρας, ο καθένας επιτελεί, απολαμβάνει και αξιοποιεί ατομικά το γούστο του. Αντί η κουλτούρα να χτίζει κοινούς δεσμούς και κοινές γλώσσες, φετιχοποιείται και λατρεύεται η μικρή διαφορά, το τελικό στάδιο του κομφορμισμού που περνιέται για ριζοσπαστικός. Στον βαθμό που του αναλογεί, και με το αρκτικόλεξο Γ.Τ.Κ. να σημαίνει βεβαίως “Για Την Κουλτούρα”, ο δίσκος του ΛΕΞ συμβάλλει στην δημιουργία ενός κοινού τόπου, της επαναϊστορικοποίησης και επανακοινωνικοποίησης της κουλτούρας. Ο ΛΕΞ, βέβαια, μιλάει συγκεκριμένα και για την επαναϊστορικοποίηση και την επανακοινωνικοποίηση της ραπ κουλτούρας, σε μια εποχή που είναι τόσο πανταχού παρούσα που έχει καταστεί σχεδόν αόρατη. Την τελευταία δεκαετία, και ειδικότερα μετά την τεράστια έκρηξη του trap και drill ήχου, της δημιουργίας μιας νέας μουσικής βιομηχανίας γύρω από το ραπ και την μετατροπή του σε κυρίαρχη μορφή διασκέδασης που έρχεται να αντικαταστήσει το λαϊκοποπ, η ραπ κουλτούρα έχει εξελιχθεί από υποκουλτούρα (και ενίοτε αντικουλτούρα) σε μια νέα εκδοχή της κυρίαρχης κουλτούρας. Καθώς πλέον εξαπλώνεται παντού, χάνεται ο ιδιαίτερος ιστορικός χαρακτήρας της, από τον οποίο πηγάζει (και εκπροσωπεί) ο ΛΕΞ, ερχόμενος από την πρώτη γενιά της σαλονικιώτικης ραπ σκηνής στα τέλη του ‘90. Με την υπερ-mainstream εξάπλωσή της, η ραπ κουλτούρα διαχέεται αλλά και διαλύεται – κονιορτοποιείται. Photo credit: Δημήτρης Μουγκός Το Γ.Τ.Κ. ξαναβάζει το ραπ στις ιστορικές του βάσεις, αλλά όχι με όρους νοσταλγίας και διάσωσης ενός καθαρού και αγνού παρελθόντος. Ή, μάλλον, αν νοσταλγεί το κάνει με έναν ιδιαίτερο τρόπο, ο οποίος διασώζει αυτό που ήταν ριζοσπαστικό και κοινωνικό μέσα στην ραπ κουλτούρα, ώστε να μεταφραστεί με νέους όρους στην σύγχρονη πραγματικότητα. Το ραπ πλέον, άλλωστε, έχει εξελιχθεί σε γενική πολιτισμική μορφή της κοινωνικής έκφρασης. Είναι σχεδόν αδύνατον να μην συναντηθείς μαζί του. Ειδικά για τις νεότερες γενιές, όλα περνάνε μέσα από το ραπ, όλα μεταφράζονται μέσα από το ραπ, όλα μεσολαβούνται από το ραπ. Ο νέος δίσκος του ΛΕΞ επανατοποθετεί την γραμματική και το συντακτικό της ραπ γλώσσας σε αυτήν την νέα πραγματικότητα. Το Γ.Τ.Κ. επικαλείται τα 4 στοιχεία, τα πάλαι ποτέ fundamentals του χιπ χοπ (rap/graffiti/DJing/breakdance), όχι για να αποκαταστήσει την θέση τους στην κουλτούρα, αλλά για να τα χρησιμοποιήσει ως κατεξοχήν μεταφορές ώστε να εκφραστεί πολιτισμικά το κοινωνικό και να μεσολαβηθεί το βίωμα: το Graffiti, στο ομώνυμο κομμάτι, χρησιμοποιείται ως μεταφορά για το αίμα που λερώνει τους δρόμους, ενώ το Breakdance ως μεταφορά για την υπαρξιακή επισφάλεια και το άγχος της εργασίας στον καπιταλισμό. Μπορούμε, λοιπόν, να διαβάσουμε τον τίτλο του δίσκου με έναν διπλό τρόπο. Σε ένα πρώτο επίπεδο, το Για Την Κουλτούρα διαβάζεται σαν αφιέρωση, σαν οφειλή και σαν (αυτο)αναγνώριση της διαδρομής του ΛΕΞ (και τόσων άλλων από εμάς) μέσα στην ραπ κουλτούρα που μετράει ήδη καμιά 35αριά χρόνια ζωής στην Ελλάδα. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, το Για Την Κουλτούρα διαβάζεται και ως τοποθέτηση πάνω στο ίδιο το πεδίο, την λειτουργία και την αποστολή της κουλτούρας, τόσο της ραπ κουλτούρας όσο και της λαϊκής κουλτούρας ευρύτερα. Έτσι, το Για Την Κουλτούρα διαβάζεται ως “for the culture” αλλά και “on the culture” ταυτόχρονα, ως επανασυγκρότηση και ως επαναϊστορικοποίηση του ίδιου του αντικειμένου της κουλτούρας. Αυτή η επανασυγκρότηση και η επαναϊστορικοποίηση ξεκινάει από την αξίωση που περιγράφηκε προηγουμένως: να υπάρχουν κοινοί τόποι στην κουλτούρα που να είναι για τον λαό – όχι για να τον νταντέψουν αλλά για να τον ανυψώσουν. Photo credit: Δημήτρης Μουγκός Υποτίθεται πως, με βάση την πιο κοινή εξιστόρηση τουλάχιστον, υπάρχει μια διάκριση ανάμεσα σε έναν πρώιμο και έναν ύστερο ΛΕΞ, έναν ΛΕΞ καθ’ ολοκληρίαν “χιπχοπά” κι έναν ΛΕΞ μεγαλύτερο από το χιπ χοπ, “εκφραστή” ή “ποιητή” της εποχής. Έχει πράγματι ενδιαφέρον αυτή η τομή, γιατί, σε έναν βαθμό τουλάχιστον, πρόκειται για πραγματική ασυνέχεια. Από μια πλευρά, αυτή η ασυνέχεια είναι αυταπόδεικτη πραγματολογικά. Την πρώτη του περίοδο στην ραπ δισκογραφία, από τις πρώιμες DIY κυκλοφορίες με τα Βόρεια Αστέρια το 2002-2003 έως τον πρώτο ολοκληρωμένο solo δίσκο Ταπεινοί και Πεινασμένοι το 2014, η απήχηση του ΛΕΞ περιορίζεται στους κύκλους της ραπ υποκουλτούρας, η οποία αναπτύσσεται παράλληλα κι ενίοτε εφαπτόμενα προς την mainstream μουσική βιομηχανία, αλλά αποτελώντας σε κάθε περίπτωση μια ελάσσονα πτυχή της. Κατά την δεύτερη περίοδο της πορείας του, από το 2014 μέχρι σήμερα, με ορόσημα όχι μόνο τις κυκλοφορίες του 2ΧΧΧ το 2018 και του Μετρό το 2022, αλλά και μια σειρά από συναυλίες εντυπωσιακής μαζικότητας (Γκάζι ‘18, Πετρούπολη ‘19, Νέα Σμύρνη/Καυταντζόγλειο το ‘22), ο ΛΕΞ ξεπερνάει τα όρια της ραπ κουλτούρας και γίνεται πλέον αντιληπτός σαν ένας καλλιτέχνης που όχι μόνο ξεπερνάει το μουσικό είδος απ’ το οποίο προέρχεται, αλλά και συμπυκνώνει την ιστορική συγκυρία, την κοινωνική εμπειρία και την συλλογική της συνείδηση με έναν τρόπο εσωτερικό, εμμενή, σαν προνομιακός (αν όχι μοναδικός) αυθεντικός εκφραστής της. Τον ενδιαφέρον εδώ είναι πως αυτή η διάκριση εμφανίζεται κι αυτή με την σειρά της με έναν εσωτερικό τρόπο μέσα από τους στίχους του ίδιου του ΛΕΞ, καθώς ο ίδιος περνάει σε πιο ώριμες και αναστοχαστικές μορφές αυτοέκφρασης. Photo credit: Ζήσης Τσούμπος Το 2016, στο κομμάτι Το Άδειο Αστικό, λέει «βλέπαμε ταινίες και ακούγαμε μαλακίες, κι όταν λέω μαλακίες εννοώ μαλακίες». Δύο χρόνια αργότερα, στις Πολυκατοικίες, παραθέτει τον φοιτητή που μένει στο ισόγειο και του λέει «γάμησε τους ράπερς, μίλα για την ζωή». Τέτοιοι στίχοι τονίζανε τις ασυνέχειες ανάμεσα σε έναν πρώιμο και ένα ύστερο ΛΕΞ, αλλά η αντίληψη του Γ.Τ.Κ. για την ραπ κουλτούρα και την κουλτούρα ευρύτερα έρχεται να τονίσει τις συνέχειες και τις μεταλλάξεις, και εν τέλει να συμφιλιώσει αυτές τις δύο πλευρές σε ένα πιο οργανικό όραμα για το τι είναι και τι μπορεί να κάνει η κουλτούρα. Εξάλλου, ακόμα και το πρώιμο ραπ του ΛΕΞ και των Βορ.Ας. που ήταν βουτηγμένο μέσα στην ραπ αυτοαναφορικότητα και την ραπ ιδεολογία, περιείχε έναν πλούτο μητροπολιτικού βιώματος που αυτο-αλλοτριωνόταν μέσα στο ραπ γιατί αυτό ακόμα δεν μπορούσε να μιλήσει τη γλώσσα του Πραγματικού. Παρόλα αυτά, ένας προσεκτικός ακροατής και ένας μέτοχος αυτής της κουλτούρας, καταλάβαινε αυτές τις συνέχειες ακόμα κι αν δεν μπορούσε να τις διατυπώσει πάντα σε λόγια. Πρόκειται για συνέχειες που συμπυκνώνουν την ίδια την πορεία του ραπ από ειδική υποκουλτούρα σε γενική μορφή της κουλτούρας, στον κατεξοχήν τρόπο μεσολάβησης του εκφραστικού και υποκειμενικού πλούτου της σύγχρονης εποχής. Ο ΛΕΞ είναι ο μόνος που καταφέρνει την τελευταία δεκαετία να αποτυπώσει αυτήν την μετάβαση και την bigger-than-rap ιδιότητα του ραπ. Για την ιστορία, και για να είμαστε δίκαιοι, ο μόνος που το είχε κάνει πριν από αυτόν ήταν ο B.D. Foxmoor και οι Active Member των αρχών του 2000 που συνέδεσε το ραπ αφενός με τις “υψηλότερες” βαθμίδες της ποιητικής έκφρασης στα μάτια του κόσμου αλλά και με τη νέα παγκόσμια συνείδηση της εποχής της αντιπαγκοσμιοποίησης. Photo credit: Δημήτρης Μουγκός Ο ΛΕΞ επιτέλεσε μια παρόμοια λειτουργία, μεγαλύτερη σαφώς σε ένταση και απήχηση, για την εποχή της καπιταλιστικής κρίσης και του no future, με σημείο αναφοράς την μητροπολιτική ζωή που αξίζει όλο και λιγότερο, αλλά που την ίδια στιγμή δε σταματά να γεννά ένα όνειρο εξόδου και διαφυγής, ένα “Μεγάλο Έξω” από την καθημερινή αθλιότητα. Κι όμως, αν κοιτάξουμε προς τα πίσω, θα βρούμε στοιχεία του “ύστερου” ΛΕΞ στον “πρώιμο” και αντιστρόφως – κι αυτά τα στοιχεία αφορούν πρωτίστως το πώς ενσωματώνει και μεταβολίζει την μαζική κουλτούρα, ειδικά μέσα από τις πιο αυτοβιογραφικές αφηγήσεις των στίχων του. Το 2022, στο M2S, λέει «το μόνο που μ’ άφησε ο γέρος μου ήταν μια κάρτα κι ένα Nintendo, έπαιζα Street Fighter και γυρνούσα με ουλές γιατί μάλλον δεν είχα ταλέντο». Το 2014, οκτώ χρόνια νωρίτερα, στο Από τη Γέννα ως την Φθορά, επαναφέρει ξανά την αναφορά στο Street Fighter: «θα ‘μουνα αυτό που λες, ευτυχισμένο παιδί, χάζευα τον Τζουμαρού και το βρακί της Τσαν Λι». Ας κρατήσουμε αυτήν την αναφορά στον Τζουμαρού. Όσοι είστε γεννημένοι την δεκαετία του ‘80 μάλλον θα θυμάστε πως πρόκειται για το ιαπωνικό anime Plawres Sanshiro που έπαιζε στα 90s στην ελληνική τηλεόραση. Το Γ.Τ.Κ. είναι γεμάτο με anime αναφορές, και στο φινάλε του ο ΛΕΞ λέει «νιώθω πρωταγωνιστής σε ιαπωνικό μίκι μάους». Δέκα χρόνια πριν την αναφορά στον Τζουμαρού που αναφέραμε προηγουμένως, στο Μετρημένοι στα Δάχτυλα από τον δεύτερο δίσκο των Βορ.Ας με τίτλο Χαλαρότερα του 2004, ο ΛΕΞ ραπάρει πάνω σε ένα μπιτ με sample από το opening theme του Plawres Sanshiro (σε παραγωγή Μικρού Κλέφτη). Σ’ αυτό το κομμάτι, ο 20χρονος τότε ΛΕΞ ραπάρει για τα 4 στοιχεία του χιπ χοπ, αλλά υπάρχουν φράσεις, φευγαλέες ίσως, που δεν τις παρατηρούσαμε τότε, οι οποίες περιέχουν ήδη σπερματικά την ματιά του πάνω στην πόλη, τους ανθρώπους και την κουλτούρα. Σχολιάζοντας το αναδυόμενο νεο-gangsta lifestyle της εποχής του bling era του παγκόσμιου ραπ των 00s, ο ΛΕΞ του 2004 λέει «δε θα μας δεις με φουλάρια και χρυσαφικά, ζούμε στη Σαλόνικα κι αυτό το γνωρίζουμε καλά». Δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια αργότερα, στο κομμάτι Spike Lee του 2022, κάνει μία παρόμοια επισήμανση αυτοσυνειδητοποιημένης εντοπιότητας ως κριτική στην ψευδο-παγκοσμιότητα του χιπ χοπ lifestyle, προσαρμοσμένη στην εποχή του αμερικάνικου και βρετανικού drill, λέγοντας: «Εδώ δεν είναι Μπρούκλιν, δεν είναι Σικάγο, δεν είναι Λονδίνο (Σαλούγκα)». Ο αγαπημένος μου στίχος από το Μετρημένοι στα Δάχτυλα όμως, κι αυτός που προμηνύει περισσότερο τον “ύστερο” ΛΕΞ στα αυτιά μου, είναι όταν λέει «underground αλάνια γράφουν diss όταν κάποια κοπελιά δεν τους γουστάρει». Σ’ αυτόν τον στίχο περιέχεται ήδη η λειτουργία του ραπ ως γενική μεταφορά για να μιλήσει κανείς για την ζωή στην πόλη, εντοπίζοντας το κοινωνικό και το Πραγματικό (γιατί δεν υπάρχει κάτι πιο πραγματικό από την επιθυμία) πίσω από αυτό που εμφανίζεται απλώς ως στοιχείο μιας υποκουλτούρας. Αυτή η φιλοδοξία του ΛΕΞ να εκφράσει το Πραγματικό με όρους κοινωνικής ολότητας είναι που τον προσδένει στον ρεαλισμό. Είναι ρεαλιστής όχι επειδή όσα γράφει είναι αληθινά. Δημιουργεί εικόνες που είναι μεν πειστικές και αληθοφανείς, αλλά η ιδιαιτερότητά τους δεν είναι αυτή. Την ιδιαιτερότητα την αποκαλύπτει ο ίδιος στην Αλήτικη Αγάπη από το νέο δίσκο, λέγοντας «να αναλύω εικόνες είναι το μυστικό μου». Το ραπ του ΛΕΞ δεν φτιάχνει απλώς εικόνες. Κυρίως σκέφτεται μέσα από τις εικόνες, και γι’ αυτό το σινεμά (και η θεωρία του σινεμά) είναι κάτι εσωτερικό και εμμενές στην γλώσσα του ΛΕΞ κι όχι μόνο ένα άθροισμα από κινηματογραφικά σημεία αναφοράς. Και στέλνοντας αυτές τις εικόνες προς εμάς, τις μετατρέπει σε σκεπτόμενες εικόνες (ακριβώς όπως το σινεμά), προικισμένες με δική τους σκέψη, προκαλώντας ένα κάλεσμα-σοκ στην δική μας. Ο τρόπος που αντιλαμβάνομαι τον ρεαλισμό του ΛΕΞ, ως κάτι που πηγαίνει πέρα από την αληθοφάνεια της αφήγησης, είναι εμπνευσμένος από τον μεγάλο μαρξιστή θεωρητικό της κουλτούρας Fredric Jameson, που έφυγε από τη ζωή φέτος τον Σεπτέμβριο. Στο βιβλίο του Οι Αντινομίες του Ρεαλισμού από το 2013, ο Jameson λέει πως δε μπορούμε να σκεφτόμαστε πια τον ρεαλισμό με τους όρους του ρεαλιστικού μυθιστορήματος του 19ου αιώνα. Αυτή η στιγμή έχει παρέλθει οριστικά, και το οριστικό χτύπημα της το έχει ρίξει ο μεταμοντερνισμός, σε βαθμό που κατέστησε τον ρεαλισμό ένα αδύνατο πρότζεκτ: η αδυνατότητα μιας πολιτισμικής μορφής να αναπαραστήσει μια καθολική και ενιαία εμπειρία κοινωνικής ολότητας. Κι όμως, ακόμα κι αν πέρασε η στιγμή του, ο ρεαλισμός συνεχίζει να στοιχειώνει και να καταδιώκει κάθε προσπάθεια αφήγησης, γιατί συνεχίζει να θέτει επίμονα το ζήτημα μιας κοινής αντίληψης της πραγματικότητας και της δυνατότητάς μας να την συλλάβουμε, να την αναπαραστήσουμε και να την μεταδώσουμε. Σε έναν βαθμό, η άμυνα απέναντι στον ρεαλισμό που εκπροσωπεί ο ΛΕΞ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως άμυνα απέναντι στην ιδέα μιας συνεκτική αναπαράστασης της πραγματικότητας που δεν χάνεται μέσα στις μικρές εξατομικευμένες αφηγήσεις, στις μερικότητες, στα μικροσυμφέροντα, τις μικροομάδες και τις μικροκλίκες – του ραπ ή της κουλτούρας ευρύτερα. Αυτό που κάνει ο ΛΕΞ με το Γ.Τ.Κ. είναι μια απόπειρα για μια μεγάλη αφήγηση σε μια εποχή που είναι αλλεργική προς τις μεγάλες αφηγήσεις. Αυτή η μεγάλη αφήγηση δεν αρνείται την αποσπασματικότητα και τον κατακερματισμό, αλλά προσπαθεί να ξανασυναρμολογήσει αυτό που εμφανίζεται ως διαλυμένο μέσα από το βλέμμα της ραπ κουλτούρας και της κουλτούρας ευρύτερα. Σταδιακά, σε κάθε δίσκο του όλο και περισσότερο, ο ΛΕΞ προσπαθεί να βάλει όλο και περισσότερα πράγματα να χωρέσουν σε αυτήν την μεγάλη αφήγηση, να μην αποκλείει αλλά να συμπεριλαμβάνει, να μην εξομαλύνει αντιθέσεις αλλά τις ενσωματώνει σε ένα μεγάλο, αντιφατικό, οργανικό σύνολο: την ζωή στις μεγαλουπόλεις του ανεπτυγμένου καπιταλισμού. Δεν βρίσκω στίχο να συνοψίζει καλύτερα αυτό το διπλό βλέμμα, της ραπ κουλτούρας και της κουλτούρας ευρύτερα, από το τετράστιχο του ΛΕΞ στο τέλος του κομματιού Μεσάνυχτα: «Διαβάζω Ρώσους συγγραφείς και νιώθω πως μου μιλάνε Αναρωτιέμαι όσοι φεύγουν από ‘δώ για πού πάνε Τις άλλες μέρες είμαι ράπερ κι όσοι ακούς μου χρωστάνε Παίζουμε γκέιμς, τρώμε τζανκ φουντ και στο ραπ σας γαμάμε»