Η έρημος είναι ένα θαυματουργό τοπίο, κινηματογραφικά μιλώντας. Οι εκτάσεις είναι απέραντες, η γύμνια είναι συνταρακτική, η κλίμακα είναι ιλιγγιώδης, ο ορίζοντας είναι αξεπέραστος. Η όψη της ερήμου επεκτείνει το ίδιο το πεδίο του ορατού μέχρι τις ακραίες του συνέπειες. Δεν βλέπεις απλά όσο φτάνει το μάτι σου. Το ερημικό τοπίο αποικίζει το μάτι, δεν του επιτρέπει να δει τίποτα άλλο: η έρημος εξαντλεί το ίδιο το πεδίο του ορατού. Η μόνη διέξοδος για να φανταστείς κάτι διαφορετικό είναι η ψευδαίσθηση. Η απόλυτη ομοιομορφία της ερήμου επιτρέπει την διαφοροποίηση μόνο ως αλλόκοτο φαινόμενο, ως μια παρουσία που βρίσκεται κάπου όπου δεν θα έπρεπε να υπάρχει τίποτα. Η έρημος είναι ο τόπος των οραμάτων και των ψευδαισθήσεων, το θέατρο όπου παίζονται τα παιχνίδια του μυαλού και του ματιού. Αυτό το περιβάλλον δημιουργεί τα δικά του κινηματογραφικά οικολογικά συστήματα, τα οποία σχεδόν πάντα έχουν κάτι από την αίγλη της μαγείας ή την απειλή του κινδύνου. Μια οπτασία, ένα όραμα ή ένας κίνδυνος: να τι παραμονεύει στην έρημο, κι αυτή είναι μια οικολογία μεταξύ ορατού και φανταστικού που προσφέρεται όσο λίγες για κινηματογραφική αξιοποίηση. Μπορεί κανείς να αδικήσει το σινεμά, από το Lawrence of Arabia μέχρι το Zabriskie Point κι από το Star Wars μέχρι το Dune, που έχει γοητευτεί τόσο πολή από την εικονογραφία της ερήμου; Βέβαια, αν υπάρχει μια εθνική κινηματογραφία που έχει συνδεθεί όσο καμία άλλη με την έρημο, αυτή είναι φυσικά η αυστραλιανή. Καμία έκπληξη προφανώς, καθώς ο γεωγραφικός και γεωλογικός χαρακτήρας ενός τόπου μοιραία αλληλοδιαπλέκεται με τις κοινωνικές και πολιτισμικές μορφές που αναδύονται σε αυτόν. Το σινεμά, σε τελική ανάλυση, είναι μια τέχνη χώρων και επιφανειών που συγκροτούνται ως υλικά αντικείμενα του βλέμματος της κάμερας: πρόσωπα, σώματα, κτίρια και τοπία. Η Αυστραλία είναι μια ήπειρος που συνολικά καταλαμβάνεται κατά 35% από έρημο. Σχεδόν το ένα τρίτο της ηπείρου αποτελείται πρακτικά από αμμόλοφους. Κανένας τόπος δεν είναι περισσότερο ξηρός και λιγότερο άγονος, κι όμως αυτή η ερήμωση έχει μετατρέψει την αυστραλιανή κινηματογραφική φαντασία σε ένα οικοσύστημα ολοζώντανο, παλλόμενο και απρόβλεπτο. Το Αυστραλιανό Νέο Κύμα που αναδύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’70 και αναζωογόνησε την ασθμαίνουσα κινηματογραφία της χώρας άντλησε μεγάλο μέρος των καλλιτεχνικών του υλικών από την πλούσια και αντιφατική αλληλεπίδραση μεταξύ της μητροπολιτικής ανάπτυξης και του γεωλογικού εδάφους, μεταξύ της πόλης και της ερήμου, μεταξύ του πολιτισμού της δυτικής καπιταλιστικής νεωτερικότητας και των αυτόχθονων πληθυσμών που κατοικούσαν εκεί. Αυτή η αντίθεση μεταξύ μυθολογιών, μορφών ζωής και σε τελική ανάλυση οικοσυστημάτων τροφοδότησε σε μεγάλο βαθμό το αναγεννημένο αυστραλιανό σινεμά των 70s, από το Walkabout του Nicolas Roeg και το Wake in Fright του Ted Kotcheff μέχρι το Long Weekend του Colin Eggleston και το Gallipolli του Peter Weir. Παρόλα αυτά, η κατεξοχήν αυστραλιανή ταινία που αξιοποίησε την έρημο ώστε μέσα από αυτήν να ανοίξει νέους κινηματογραφικούς δρόμους και να παράξει νέους εικονικούς χώρους ήταν το Mad Max του George Miller από το 1979. Δεν ήταν φυσικά η πρώτη μετα-αποκαλυπτική ταινία, καθώς η εσχατολογική μυθοπλασία ενός καταστροφικού συμβάντος (κλιματικού, γαλαξιακού, πανδημικού, πυρηνικού ή μυθικού χαρακτήρα) που αλλάζει ριζικά το πρόσωπο της γης (και τις μορφές ζωής πάνω σε αυτήν) προηγείται κατά πολύ του κινηματογραφικού ντεμπούτου του Miller. Ήδη στα 50s και τα 60s κυριαρχούσαν οι ταινίες που φαντάζονταν έναν μετα-πυρηνικό κόσμο, όπως το On the Beach και το La Jetee, αντανακλώντας τα άγχη και τους φόβους ενός μεταπολεμικού-ψυχροπολεμικού πλανήτη με την Ιαπωνία χτυπημένη από ατομικές βόμβες και τις ΗΠΑ-ΕΣΣΔ ως κυρίαρχες πυρηνικές δυνάμεις. Παρομοίως, τα 70s έφεραν στην επιφάνεια τα περιβαλλοντικά άγχη με τη μορφή ταινιών οικολογικού πανικού που συνδύαζαν την ιδέα της ανθρώπινης-καπιταλιστικής διαφθοράς και της λυτρωτικά εκδικούμενης φύσης, όπως το Silent Running και το Soylent Green. Η προσέγγιση του Miller όμως εισήγαγε κάτι καινούριο στην μετα-αποκαλυπτική μυθοπλασία με τη μορφή μιας νέα μελλοντολογικής φαντασίας. O Miller φαντάστηκε την μετα-αποκαλυπτική δυστοπία ως ένα ερημικό wasteland στο οποίο οι νόρμες του αστικού δυτικού πολιτισμού έχουν καταρρεύσει και στην θέση τους βρίσκονται δύο νέοι πυλώνες κοινωνικής οργάνωσης: ο τεχνολογικός φετιχισμός της υπερ-αρρενωπής επιθυμίας κυριαρχίας (που εκφράζεται μέσα από το νόμο των συμμοριών της ερήμου) και η οικονομία της ενεργειακής σπάνης που μετατρέπει το εναπομείναν κοινωνικό πεδίο σε έναν αγώνα δρόμου με καύσιμο την ίδια την έλλειψη (και αναζήτηση) καυσίμου. Όπως είπαμε, η πολιτισμική εμμονή της μαζικής κουλτούρας με τις αναπαραστάσεις καταστροφής, δυστοπίας και αποκάλυψης δεν είναι επουδενί πρόσφατο φαινόμενο. Αλλά το Mad Max, και κάποιοι κινηματογραφικοί προπομποί του όπως το A Boy and His Dog του 1975, πρότειναν μια διαλεκτική μεταξύ της καπιταλιστικής κόλασης που ξετιλύγεται αργά σε πραγματικό χρόνο (απειλώντας τον πλανήτη και τους ανθρώπους με οικολογική και κοινωνική καταστροφή) και ενός μελλοντικού συμβάντος που όχι μόνο σταματά απότομα την ιστορική πρόοδο αλλά την αντιστρέφει κιόλας, οδηγώντας εκ νέου σε προ-πολιτιστικές μορφές βαρβαρότητας που μοιάζουν να “ξεκόλλησαν” από το βαθύ-αρχαίο παρελθόν και να “επικολλήθηκαν” στο μετα-αποκαλυπτικό μέλλον. Καθώς πρόκειται στην πραγματικότητα για μια διαλεκτική μεταξύ του τέλος του κόσμου και του τέλους του καπιταλισμού, η κινηματογραφική κληρονομιά του Mad Max μας έδειξε πώς η βαρβαρότητα μπορεί να αποτελεί ταυτόχρονα προϊστορία και προορισμό της ανθρωπότητας. Με άλλα λόγια, ο Miller και το Mad Max άλλαξαν το πώς βλέπουμε το μέλλον, αποτελώντας για την μελλοντολογική αισθητική της μετα-αποκαλυπτικής δυστοπίας περίπου ό,τι υπήρξε το Blade Runner του Ridley Scott για την cyberpunk/τεχνο-noir πλευρά του δυστοπικού φάσματος. Καθόλου τυχαία, αμφότερες ταινίες δίχασαν τους κριτικούς της εποχής τους, κι η τεράστια πολιτισμική τους επιρροή δεν έγινε πραγματική αισθητή και αντιληπτή παρά μόνο δεκαετίες αργότερα, καθώς ακόμα και σήμερα η κινηματογραφική φαντασία αδυνατεί να ξεπεράσει την μελλοντολογική αισθητική του Mad Max και του Blade Runner, καταλήγοντας να αναπαράγει και να ανακυκλώνει αυτό που κάποτε υπήρξε πρωτοπόρο σε βαθμό που γίνεται πλέον αφόρητα κοινότοπο. Εν έτει 2024, το mainstream σινεμά αδυνατεί να επινοήσει νέους τρόπους να φανταστεί και να αναπαραστήσει το μέλλον, ακολουθώντας το κοινωνικο-πολιτικό κλίμα αδυναμίας επινόησης οποιουδήποτε άλλου κόσμου ως εναλλακτικής στο υπάρχον ακόμα και στο επίπεδο της μυθοπλασίας. Αντ’ αυτού, αναπαράγονται οι ίδιες φαντασιώσεις και εικονογραφίες του μέλλοντος, απλά με νέο περιτύλιγμα, κάνοντάς το έτσι να μοιάζει περισσότερο με παρελθόν. Είναι ενδεικτικό πως ακόμα κι ένας ικανός σκηνοθέτης και μύστης του είδους, όπως ο Denis Villeneuve, στο Blade Runner 2049 δεν κατάφερε παρά μόνο να φτάσει σε μια στυλιστική συγκόλληση του αισθητικού κόσμου του Mad Max και του original Blade Runner ως προς την φαντασία του μέλλοντος, οδηγώντας στο χρωματικό πάντρεμα του ερημικού πορτοκαλί με το neon μπλε – μια στερεοτυπική αντίθεση που μόλις 7 χρόνια μετά μοιάζει σχεδόν ακούσια αυτοπαρωδιακή πλέον. Όλα αυτά, βέβαια, δεν αλλάζουν το γεγονός πως ο Miller υπήρξε κόμβος για την μελλοντολογική φαντασία, κι η πορεία του μετά την αρχική Mad Max τριλογία που ολοκληρώθηκε το 1985 δεν δείχνει έναν δημιουργό που “πατεντοποιεί” και “τυποποιεί” την καινοτομία του, αλλά μια ανήσυχη ιδιοφυΐα που δεν γνωρίζει άλλον δρόμο πέρα από την διαρκή επανεπινόηση. Πώς αλλιώς μπορείς να περιγράψεις έναν σκηνοθέτη που μετά το Mad Max φτιάχνει δύο ταινίες Babe (!) και δύο ταινίες Happy Feet (!), επανέρχεται με ένα εξωπραγματικό Fury Road σε ηλικία 70 ετών, φτιάχνει μια από τις πιο αλλόκοτες χολιγουντιανές ταινίες του 21ου αιώνα με το Three Thousand Years of Longing, και τώρα σχεδόν στα 80 του επιστρέφει στην μετα-αποκαλυπτική έρημο με το Furiosa; Στο ενδιάμεσο, ο Miller συμμετείχε στην ταινία ανθολογίας του The Twilight Zone, έφτιαξε μια κωμωδία του φανταστικού με το The Witches of Eastwick κι ένα οικογενειακό δράμα με το Lorenzo’s Oil, και γύρισε ένα τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ (40,000 Years of Dreaming) για την ιστορία του αυστραλιανού σινεμά και την συνδιαλλαγή του με την ονειρική μυθολογία των αυτοχθόνων Αβορίγινων. Η αλήθεια είναι πως, ψύχραιμα και ρεαλιστικά μιλώντας, δεν υπάρχει κανένας σαν τον Miller στην mainstream κινηματογραφική βιομηχανία. Πρόκειται για μια μοναδική περίπτωση, έναν sui generis δημιουργό, σε μια εποχή που η τάση για ομοιομορφία και εξάντληση της κινηματογραφικής φαντασίας είναι διπλό προϊόν της δομικά συντηρητικής βιομηχανικής-εμπορευματικής λογικής και της πολιτισμικά ιμπεριαλιστικής επέκτασης του Hollywood στο σύνολο του παγκόσμιου σινεμά. Επιστρέφοντας στον κόσμο του Mad Max με το Fury Road το 2015, υπήρχε η εύλογη ανησυχία πως ο Miller επιχειρεί απλώς να ανέβει στο άρμα της νοσταλγικής αναβίωσης franchises και της απεριόριστης ανάπτυξης cinematic universes, καθώς εκείνη την εποχή μεσουρανούσαν τα υπερηρωικά σύμπαντα της Marvel και της DC, ενώ το Star Wars μόλις ξεκινούσε κι αυτό τη νέα τριλογία του. Βέβαια, ήδη από το στάδιο της παραγωγής φαινόταν πως το Fury Road θα αποτελεί παραφωνία σε αυτό το νέο κυρίαρχο αφηγηματικό-παραγωγικό μπλοκμπαστερικό μοντέλο, καθώς η διαδικασία δημιουργίας της ταινίας στην έρημο της Ναμίμπια είχε κάτι από την χαοτική ενέργεια και φαραωνική υπερ-φιλοδοξία μυθικών γυρισμάτων όπως του Apocalypse Now και του Fitzcarraldo, σε πλήρη αντίθεση με την τυποποιημένη, πλαστικοποιημένη και ψηφιοποιημένη παραγωγική διαδικασία του σύγχρονου Hollywood. Το αποτέλεσμα όμως κατάφερε να μας υπενθυμίσει κάτι τρομερά σημαντικό: πως ένα διαφορετικό action cinema είναι εφικτό. Μπορεί να μην ήταν το action cinema που πίστευε ότι ήθελε το κοινό, αλλά ήταν αυτό που είχε πραγματικά ανάγκη το ίδιο το είδος. Με το Fury Road, ο Miller κατάφερε να αποφύγει τις δύο βασικές συμπληγάδες του σύγχρονου χολιγουντιανού σινεμά δράσης: το mindless action που αποτελεί κενό υπερ-θέαμα και επιβεβαιώνει μέσα από την κινηματογραφική και ιδεολογική του κοινοτοπία τις πιο συντηρητικές ιδέες, και το “σκεπτόμενο” blockbuster που προσποιείται την εγκεφαλικότητα καταλήγοντας να γίνεται εντυπωσιοθηρικό και υπερ-σοβαροφανές χωρίς να μπορεί να υποστηρίξει με πραγματικό βάθος τις θεματικές του φιλοδοξίες. Απεναντίας, ο Miller, πρώτα με το Fury Road και τώρα με το Furiosa, προτείνει ένα action cinema που είναι κατασκευαστικά τέλειο, αξιοποιώντας στο έπακρο τις καλλιτεχνικές και τεχνικές ικανότητες της εποχής, παραδίδοντας εντυπωσιακές σκηνές δράσεις που ανανεώνουν την πίστη στο απίστευτο, την αναστολή της δυσπιστίας και την αίσθηση του wonderment με την οποία έχει συνδεθεί παραδοσιακά ο μεγάλης κλίμακας κινηματογράφος. Αυτήν την κατασκευαστική τελειότητα, όπου εικόνα, ήχος και ρυθμός βαράνε αλύπητα, ο Miller ούτε την φετιχοποιεί ώστε να την θεωρήσει απολύτως αυτάρκη ούτε όμως την παίρνει ως δομικά ελλιπή ώστε την υπερ-φορτώσει με ιδέες που δεν συνδέονται και δεν εξερευνώνται επαρκώς. Επιλέγει έναν τρίτο δρόμο, πιο προφανή αλλά και πιο απαιτητικό: βρίσκει μια απλή, συνεκτική, ουσιαστική ιδέα και την ζωντανεύει μέσα από μια ενότητα κατασκευαστικών μέσων και θεματικής επεξεργασίας. Η απλότητα και η αυτοπεποίθηση που εκπέμπει η προσέγγιση του Miller σε Fury Road (πρωτίστως) και Furiosa (δευτερευόντως) μου θυμίζει το Runaway Train του Andrei Konchalovsky, ένα αριστουργηματικό action thriller εξίσου απλό και στιβαρό θεματικά, με μια αρτιότητα κι ένα βάθος που προκύπτει ακριβώς μέσα από την απλότητα και την ευθύτητα. Σε καμία από τις δύο ταινίες ο Miller δεν φτάνει να επανεπινοήσει την μελλοντολογική φαντασία, και θα ήταν μάλλον υπερβολικό να του ζητούσαμε να ξανακάνει κάτι τέτοιο για δεύτερη φορά στην καριέρα του, αλλά επιστρέφει στις ρίζες και τα στοιχειώδη υλικά του Mad Max ώστε να επανεξετάσει τις λεπτές γραμμές και τα nuances, τις αντιθέσεις και τις πολυπλοκότητες που δεν είχε αναδείξει ο ίδιος τότε στα 70s και τα 80s, τις μορφές πολιτισμού που έκρυβε μέσα της η βαρβαρότητα και τα θετικά εναλλακτικά μέλλοντα που ενδέχεται να περιέχει μέσα της η δυστοπία. Συχνά άλλωστε οι μονόπλευρα πεσιμιστικές δυστοπικές αφηγήσεις, παρότι εμφανίζονται ως κριτικές προειδοποιήσεις, καταλήγουν στο ίδιο αισθητικο-πολιτικό αδιέξοδο και την ίδια απουσία εναλλακτικής, απλά με έναν πιο κυνικό και “ριζοσπαστικό” μανδύα. Αυτή η οπτική δείχνει να καθοδηγεί και την αντίληψη του Miller για το franchise-building στην σημερινή εποχή. Το Fury Road δεν ακολούθησε τον παραδοσιακό δρόμο του reboot-remake, αλλά αντιθέτως φαντάστηκε μια εναλλακτική εκδοχή της Mad Max μυθολογίας με την έμφαση να δίνεται πιο ρητά στις οικολογικές και φεμινιστικές πλευρές του έργου (λιγότερο ή περισσότερο λανθάνουσες στο παρελθόν). Αντίστοιχα, το Furiosa αφενός επεκτείνει ακόμα περισσότερο αυτές τις πτυχές κι αφετέρου αντιστέκεται στην κυρίαρχη χολιγουντιανή αντίληψη του prequel, επιλέγοντας να μην φτιάξει ένα ηρωικό ή αντι-ηρωικό ψυχολογικό origin story προορισμένο να καλύψει δραματουργικά κενά της προηγούμενης ταινίας ή να απαντήσει σε διάφορες πιθανές ερωτήσεις που προκύπτουν από την περιέργεια του κοινού (όπως κάνουν τα περισσότερα prequels), αλλά να εστιάσει στην επέκταση του worldbuilding του franchise σε δρόμους που δεν είχαν εξερευνηθεί προηγουμένως. Αναθεωρώντας εν μέρει τις σταθερές στις οποίες συνέβαλε η αρχική Mad Max τριλογία, στο Furiosa ο Miller απορρίπτει την υπόθεση ότι το μετα-αποκαλυπτικό wasteland δεν φιλοξενεί παρά μόνο κόσμους βαρβαρότητας χωρίς κανένα ηθικό και νομικό σύστημα πέρα από τη δύναμη και την επιβολή. Έτσι, περισσότερο από το να παρουσιάζει ένα χαρακτηρολογικό origin story της Furiosa, στην ταινία εκθέτει το μυθολογικό και πολιτισμικό σύμπαν της μετα-αποκαλυπτικής ερήμου. Όπως και στο Fury Road έτσι κι εδώ οι ιδέες προηγούνται των χαρακτήρων, κι έχουν τον πρώτο ρόλο από κοινού με την τεχνική αρτιότητα. Βέβαια, αν ο Miller πριμοδοτεί την ιδέα και την εικόνα έναντι του χαρακτήρα, τουλάχιστον φροντίζει να δώσει την πρέπουσα σημασία ώστε το πρόσωπο, η φιγούρα και η όψη της πρωταγωνίστριας να μπορεί να τις εξυπηρετήσει στο έπακρο. Η Anya Taylor-Joy λοιπόν είναι μια πολύ ικανοποιητική ηρωίδα ως Furiosa, προτιμότερη της Charlize Theron αν με ρωτάτε, σχεδόν πάντα σιωπηλή αλλά και εκφραστική αποκλειστικά μέσα από την δράση της (κατά τον απαράβατο “Mad Max κανόνα”), σε υπέροχη αντίθεση με την λυρικά κωμική φλυαρία του Chris Hemsworth, σαν ένα άγριο ζώο της ερήμου, μια αλεπού, ένα σύμβολο πρακτικής εφυΐας και προσαρμοστικότητας που δεν μιλάει σε πρώτο πρόσωπο αλλά μιλάει ο μύθος μέσα από τις ιδέες και τα συναισθήματα που προβάλλουν οι άνθρωποι πάνω του. Καθώς περνούσε η ώρα βλέποντας την ταινία, όλο και περισσότερο γοητευόμουν από το πώς φαντάζεται και αναπαριστά ο Miller τους πολιτισμούς του wasteland. Σε μεγάλο βαθμό, το Furiosa είναι μια ταινία κοσμογονικού χαρακτήρα, αφού αναζητά το πώς γεννιούνται οι πολιτισμοί μέσα στο μυθοπλαστικό σύμπαν του franchise, και την ίδια στιγμή προσφέρει στον θεατή εργαλεία για την ερμηνεία αυτών των πολιτισμών. Εκ των υστέρων, σκέφτομαι πως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της ταινίας ήταν η έκθεση της κοινωνικής οργάνωσης, των κοινωνικών ρόλων, του κοινωνικού καταμερισμού, του ηθικού κώδικα, του νομικού συστήματος και του μυθολογικού background της νομαδικής μηχανόβιας ορδής του Dementus από τη μία και της οργανωμένης πόλης-φρούριο του πολέμαρχου Immortan Joe από την άλλη. Εδώ το Furiosa αρχίζει να μπαίνει στα νερά της ανθρωπολογίας, επινοώντας και έπειτα μελετώντας μορφές πολιτισμού εντός της βαρβαρότητας με ένα ανθρωπολογικό-εθνογραφικό πρίσμα, το οποίο σε ένα βαθμό ήταν παρόν και στο Three Thousand Years of Longing ως κινηματογραφική μέθοδος που εστιάζει στην συγκριτική επεξεργασία θεμελιωδών μύθων και μυθοπλασιών σε διαφορετικούς πολιτισμούς, εποχές και περιβάλλοντα. Τι θα μπορούσε να είναι ο πολιτισμός που μας δείχνει ο Miller στο Furiosa; Είναι άραγε το πρόπλασμα, η βίαιη και χαοτική διαδικασία ανάδυσης ενός νέου, ανώτερου πολιτισμού μετά από ένα αποκαλυπτικό ολικό reboot; Οι κουλτούρες της ερήμου αποτελούν ένα περίεργο μείγμα αμοραλιστικής βαρβαρότητας και ιπποτικής ευγένειας, με την αβρότητα, την ευφράδεια, την επιμέλεια του λόγου, τα πολύπλοκα rituals έως και την τέχνη της ζωγραφικής να μπερδεύονται με τις πιο σαδιστικές και βάρβαρες πρακτικές επιβολής και κυριαρχίας, αλλά και την πιο συντηρητική μορφή πατριαρχικής οργάνωσης. Από κάποιες πλευρές, η ανθρωπολογική οπτική του Miller για τους πολιτισμούς της ερήμου στο Fury Road και το Furiosa μοιάζει με αναπαράσταση ενός μεσαίωνα που ίσως επιφυλλάσσει μια αναγέννηση, σαν αυτήν που δείχνουν να υπονοούν τα φινάλε των δύο ταινιών. Στο τέλος του Fury Road, ο Max δίνει το αίμα του για να σώσει την Furiosa καθώς το πλήθος γιορτάζει την πτώση του δυνάστη Joe. Στο τέλος του Furiosa, η ηρωίδα χρησιμοποιεί τον Dementus ως ζωντανό λίπασμα για να φυτρώσει μια ροδακινιά από τον σπόρο της μητέρας της πριν φυγαδεύσει τις πέντε συζύγους-αναπαραγωγικές μηχανές του Joe. Τα δύο αυτά αισιόδοξα φινάλε, δίνοντας έναν σαφή οικολογικό-φεμινιστικό τόνο στις ταινίες, θα έμοιαζαν σχεδόν παράταιρα στον νιχιλιστικό κόσμο που μας παρουσίασαν τα πρώτα Mad Max του ’70 και του ’80. Κι όμως, λειτουργούν ως happy endings μέσα από την υιοθέτηση μιας τέτοιας ανθρωπολογικής ματιάς εκ μέρους του Miller που ενδιαφέρεται για την μακρο-κλίμακα της εξέλιξης και της προόδου των πολιτισμών μέσα από την υπέρβαση της βαρβαρότητας. Ο αγαπημένος μου χαρακτήρας στο Furiosa είναι ο sage της νομαδικής ορδής του Dementus, μια αρχετυπική πολιτισμική φιγούρα που βρίσκεται κάπου ανάμεσα στον ιερέα, τον φιλόσοφο, τον μάγο και τον ιστορικό της κοινότητας. Σε μια πανέξυπνη σκηνή, ο χαρακτήρας αυτός προτείνει την επίλυση της διαμάχης ανάμεσα σε Dementus και Immortan Joe μέσω του γάμου, αλλά δεν τον ακούει κανείς, τον αγνοούν και τον περιγελούν, και τελικά οι δύο άνδρες επιλέγουν τον πόλεμο. Ήταν σχεδόν σαν ο σοφός γέροντας να πρότεινε μια μεταπήδηση στο επόμενο στάδιο της πολιτισμικής εξέλιξης, την πολιτική συμμαχία μέσα από τους δεσμούς συγγένειας, αλλά οι πραγματικές κοινωνικές δυνάμεις της εποχής του να μην ήταν ακόμα έτοιμες. Αυτή η ήσσονος σημασίας σκηνή είναι μικρή αλλά ενδεικτική, κατά τη γνώμη μου, της κλίμακας στην οποία στοχεύει ο Miller, με τους χαρακτήρες του να ενσαρκώνουν συγκεκριμένες ιδέες περί κοινωνικής οργάνωσης και πολιτισμικής εξέλιξης. Με παρόμοιο τρόπο θα μπορούσαμε να δούμε την φιγούρα της νομαδικής ζωής στο Furiosa, όπου οι νομάδες (καθοδηγούμενοι από τον Dementus) έρχονται από έξω και απειλούν την εδαφική εξουσία και κυριαρχία μιας κατεστημένης κρατικής μορφής (την πόλη-φρούριο Citadel του Immortan Joe). Όταν όμως οι ίδιοι αυτοί νομάδες εδραιώνονται, εδαφικοποιούνται και συγκροτούν δικές τους πόλεις-φρούρια (όπως η Gastown του Dementus), τότε αναδύεται μια νέα νομαδική δύναμη (και μαζί της μια μορφή γνώσης, επιστήμης και τεχνολογίας) που έρχεται απ’ έξω και αποσταθεροποιεί αυτήν την νέα εξουσία (η Furiosa, προφανώς). Βλέπουμε εδώ μια μορφή κινηματογραφικής νομαδολογίας λιγότερο “κουλ” και “εξωτική” από αυτήν του Dune και των Fremen, αλλά περισσότερο συνεκτική και στιβαρή από πλευράς μεθόδου και επεξεργασίας. Αναφέρω μεταξύ άλλων το Dune γιατί, πέρα από τις αναλογίες που μπορούμε να κάνουμε μεταξύ νομαδικών-κρατικών δυνάμεων και αλληλοδιαπλοκής πολέμου-πολιτισμού στην εξέλιξη των δύο κόσμων, το Furiosa πετυχαίνει σε κάτι που κατ’ εμέ αποτελεί αδυναμία των ταινιών του Villeneuve. Το Furiosa καταφέρνει να αναδείξει πιο οργανικά την σύνδεση ανάμεσα στην υλική-παραγωγική βάση (την εξόρυξη καυσίμων στην μετα-αποκαλυπτική έρημο) και την κοινωνική-ηθική-ψυχική δομή του κόσμου της ταινίας, ενώ στο Dune αυτά τα δύο επίπεδα, της οικονομίας/παραγωγής και του πολιτισμού/μύθου, παραμένουν εν πολλοίς ασύνδετα, με το πρώτο μόνο να υπονοείται και το δεύτερο να κυριαρχεί ώστε να κάνει πιο αποτελεσματική την χαρακτηροκεντρική αφήγηση. Έτσι, ο οικολογικός χαρακτήρας του λογοτεχνικού έργου του Frank Herbert περνάει ουσιαστικά σε δεύτερο πλάνο, χωρίς βέβαια να εξαφανίζεται. Στο Furiosa, από την άλλη, βλέπουμε την οικολογική προβληματική να πηγαίνει πέρα από την μυθολογία του καταστροφικού συμβάντος (στην οποία περιορίζονται συχνά οι μετα-αποκαλυπτικές ταινίες οικολογικής κατάρρευσης) και να εκτείνεται προς την πολλαπλότητα των αλληλεπιδράσεων ανάμεσα σε περιβαλλοντικές, τεχνολογικές, πολιτικές και πολιτισμικές δυνάμεις. Το Furiosa μ’ αυτόν τον τρόπο δεν γίνεται μόνο μια οικολογική ταινία επειδή μιλάει για ένα μέλλον κλιματικής ερήμωσης, αλλά κι επειδή προτείνει έναν οικολογικό τρόπο αντίληψης του συνόλου των φυσικών και κοινωνικών φαινομένων στον κόσμο της ταινίας. Και, ειδικότερα, περιέχει μια πολύ ενδιαφέρουσα οικολογική αντίληψη για την ίδια την τεχνολογία. Οι πρώτες Mad Max ταινίες αναμφίβολα χαρακτηρίζονταν από έναν τεχνολογικό φετιχισμό, μια λατρεία των μηχανών, της ταχύτητας, της ορμής των οχημάτων, της καύσης των κινητήρων, της δύναμης του μετάλλου. Ήταν ένας υπερ-αρρενωπός φετιχισμός, σίγουρα, αλλά και μια λατρεία της αισθητικής της παλιατζούρας, των παλιών τεχνικών αντικειμένων, των αρχαίων τεχνολογιών που συνεχίζουν και επιζούν όταν όλα τα άλλα έχουν καταρρεύσει. Αυτός ο φετιχισμός συνεχίζει βεβαίως να υπάρχει μέσα στο Fury Road και το Furiosa, αλλά ντύνεται με νέες ιδέες, απλές αλλά και με βάθος. Για τον Max και την Furiosa του 21ου αιώνα, οι τεχνολογίες της μετα-αποκαλυπτικής ερήμου συνεχίζουν να είναι κομβικές αλλά πλέον η σχέση μαζί τους γίνεται πιο λειτουργική και ανθρωποκεντρική. Δεν πρόκειται πια για μια αυτοτελή λατρεία της τεχνολογικής δύναμης, παρότι συνεχίζει να αποτελεί πηγή απόλαυσης (οπτικής για εμάς και αδρεναλίνης για τους χαρακτήρες), αλλά για μια υπαγωγή της σε σκοπούς εξωτερικούς, διαφορετικούς και μεγαλύτερους από αυτήν. Ειδικά στην Furiosa, ακόμα περισσότερο από το Fury Road, ο Miller μοιάζει να αναπτύσσει μια πιο steampunk οπτική για την τεχνολογία και την σχέση της με τους ανθρώπους. Όχι βεβαίως από την σκοπιά μιας έμφασης σε ένα εναλλακτικό μέλλον όπου η ατμοκίνητη τεχνολογία συνεχίζει να είναι κυρίαρχη έναντι του ηλεκτρισμού, όπως στο ορθόδοξο steampunk, αλλά από την σκοπιά μιας speculative προοδευτικής εκδοχής συνύπαρξης του φυσικού/οργανικού με το μηχανικό/τεχνολογικό. Αυτή η διαφορετική σχέση ανθρώπων και μηχανών δεν φαίνεται μόνο μέσα από την υιοθέτηση μιας πιο steampunk/junkyard αισθητικής με πλήθος random τεχνικών αντικειμένων να γεμίζουν κάθε πλάνο και την φιγούρα του μάστορα/μηχανικού να επανέρχεται καθόλη την διάρκεια της ταινίας. Φαίνεται κυρίως μέσα στην εξέλιξη της Furiosa σε μια φιγούρα που συνενώνει την ανάμνηση του πράσινου παραδείσου με την χρήση της τεχνολογικής δύναμης για τους σκοπούς μιας οικολογικο-τεχνικής αναγέννησης που ενσαρκώνεται τόσο στο μηχανικό χέρι που γίνεται ένα με το οργανικό σώμα της όσο και στην τεχνολογία που μετατρέπει τον Dementus σε έδαφος πάνω από το οποίο φυτρώνει το πράσινο δέντρο του φινάλε. Έτσι, ο Miller αντιστέκεται στον πειρασμό της νοσταλγικής επιστροφής σε μια νατουραλιστική φαντασίωση ουτοπικής αγνότητας (όπως για παράδειγμα στο Avatar του James Cameron), και προτιμάει έναν εναλλακτικό μοντερνισμό όπου φύση και τεχνολογία αλληλοδιαπλέκονται διαρκώς σε μια διαδικασία εξέλιξης, καταστροφής και αναγέννησης. Δυστυχώς, η ταινία πήγε άπατη στο box office. Και, ξανά δυστυχώς, είναι η δεύτερη συνεχόμενη ταινία του Miller που πρακτικά μπαίνει μέσα, αφού και το Three Thousand Years of Longing δεν κατάφερε καν να ισοφαρίσει το μπάτζετ του. Κι είναι κρίμα, γιατί αυτό μειώνει σοβαρά τις πιθανότητες να δούμε κάποια ακόμα ακριβή και φιλόδοξη παραγωγή στο σύμπαν του Mad Max στο μέλλον. Για την ακρίβεια, ο ίδιος ο Miller είχε δηλώσει ενόψει της πρεμιέρας του Furiosa ότι από τις επιδόσεις του στα ταμεία θα εξαρτηθεί το αν θα μπει μπροστά η επόμενη Mad Max ταινία που σχεδίαζε, το The Wasteland, το οποίο επρόκειτο να αποτελέσει ένα ακόμα prequel του Fury Road που θα μας έδειχνε τι συνέβαινε στη ζωή του Max μέχρι συναντήσει την Furiosa. Δεν θα πω ότι το Furiosa μπορεί να συγκριθεί με το Fury Road, δηλαδή την καλύτερη ταινία των 10s και μια από τις καλύτερες ταινίες του 21ου αιώνα μέχρι σήμερα. Αλλά μοιράζονται κοινό DNA, αναζητώντας την κινηματογραφική πληρότητα στην τεχνική και τις ιδέες, την ουσία του σινεμά στον ρυθμό και την κίνηση (κι εδώ ήταν που έχανε κυρίως το Furiosa σε σύγκριση με το Fury Road αν με ρωτάτε), χαρίζοντας στον action κινηματογράφο κάτι από την σοφία της σκέψης και την μαγεία του ονείρου. Θέλω λοιπόν ακόμα μία Mad Max ταινία από τον George Miller. Όχι μόνο γιατί είμαι σίγουρος ότι την έχει μέσα της αυτή η 80χρονη αλεπού της μετα-αποκάλυψης, αλλά κυρίως γιατί την χρειαζόμαστε, σαν όαση μέσα στην έρημο του σύγχρονου Hollywood.