Είμαι από τους τυχερούς που είχαν την ευλογία να μεγαλώσουν σε μια σινεφίλ οικογένεια. Από πολύ μικρή ηλικία καθιερώθηκε ο δημιουργικός χρόνος με τη μητέρα μου να συνεπάγεται τις περισσότερες φορές με επίσκεψη σε κάποια κινηματογραφική αίθουσα, ακόμα και όταν βρισκόμασταν σε διακοπές. Σε συνδυασμό πάντα και με την τηλεόραση, αλλά και τη θέαση φιλμ όπως τα Spirited Away του Hayao Miyazaki και το Spirit: Stallion of the Cimarron των Kelly Ashbury & Lorna Cook γρήγορα ανέπτυξα μια βαθιά αγάπη για το φορμάτ του animation, το οποίο με συνοδεύει ακόμη στα άντα μου. Βλέποντας τις φετινές υποψηφιότητες των Όσκαρ, λοιπόν, και διαβάζοντας τα κινηματογραφικά νέα το μάτι μου έπεσε αμέσως στο Flow (Straume) του Λετονού Gints Zilbalodis. Το γεγονός των κύριων σημείων της πλοκής, που περιλαμβάνει ζώα και δη γάτα πρωταγωνίστρια, αλλά και το ότι δημιουργήθηκε μέσω του Blender μου είχαν κεντρίσει ήδη το ενδιαφέρον και γρήγορα μετά τον ερχομό της στις αίθουσες της πόλης μου πήγα να δω περί τίνος πρόκειται. Η ιστορία είναι όσο απλή χρειάζεται για να ξεδιπλώσει την πανανθρώπινη αφήγηση του το συγκεκριμένο κινηματογραφικό θαύμα. Μια ετερόκλητη ομάδα ζώων καλείται να συνυπάρξει και να συνεργαστεί, όταν το φυσικό τους σπίτι καταστρέφεται μετά από μια βιβλική πλημμύρα. Εξαρχής, τίθεται η βάση πως πρόκειται για μια μεγάλη αλληγορία. Το Flow στην πραγματικότητα είναι ένας ύμνος στη συλλογικότητα, στο πώς ακόμα και στις πιο αντίξοες συνθήκες, όταν η τεθλιμμένη λογική της απόγνωσης τα μεταφράζει όλα σε θάνατο, η αλληλεγγύη ανοίγει νέους δρόμους, νέους ορίζοντες και νέες προοπτικές. Το κάθε ένα από τα ζώα που συνθέτουν αυτό το τόσο αντιφατικό γκρουπ, συμβολίζει και κάποια χαρακτηριστικά. Τα πιο σημαντικά όμως θα έλεγα και αυτά που με τόσο διακριτικό τρόπο βρίσκονται σε διαρκή σύγκρουση είναι η γάτα, όπου συμβολίζει την ανεξαρτησία, αλλά ταυτόχρονα και την οξυδέρκεια και την προσαρμοστικότητα και το πουλί-γραμματέας που συμβολίζει την περηφάνια, αλλά και τον εγωισμό και την εξουσιολαγνεία. Η γάτα, πλάσμα αυτόνομο και αυτοσυντηρούμενο, παρότι μας δίνονται οι νύξεις πως κάποτε συνυπήρξε σε μια οικογένεια ανθρώπων που τη λάτρευαν, έχοντας μάθει όμως πλέον να επιβιώνει μόνη της, δένεται βαθιά μέσω της εγγενούς περιέργειάς της με τα άλλα ζώα. Ένα δέσιμο, που οργανικά της αναθέτει και αρχηγικό ρόλο. Από την άλλη, το περήφανο πουλί-γραμματέας, ένα ζωντανό του σμήνους, έρχεται σε σύγκρουση με τον δικό του ηγέτη για να προστατέψει τη γάτα, η οποία παρόλα αυτά είναι και η μόνη από την υπόλοιπη αγέλη που αντιλαμβάνεται και αντιμετωπίζει ως ίση. Όταν η αυτόκλητη αρχηγεία του αμφισβητείται από τα υπόλοιπα ζώα σε μια στιγμή ζωής και θανάτου, τότε ουσιαστικά επιλέγει το θάνατο. Μόνο του, με τον μοναδικό ίσο στο πλάι του, τη γάτα. Προτίμησε αυτό που αντιλαμβανόταν ως λύτρωση από το ροκάνισμα και την υποταγή του ατομικισμού του. Σε αντίθεση με τη γάτα, που γρήγορα αντιλήφθηκε πως η λειτουργικότητα του εμείς είναι τόσο αποδοτική, τόσο απελευθερωτική, που ακόμα και το ασυγχώρητο νερό δεν μπορεί να τη βυθίσει. Με ένα συγκλονιστικό τέλος, που ευθαρσώς υποδηλώνει πως η ευδαιμονία του ενός πολλές φορές είναι η καταδίκη κάποιου άλλου, αναδεικνύει την ισορροπία στη ζωή, πως είτε φύση, είτε Θεός, τα πάντα εν σοφία εποίησεν. Το νερό δεν ήταν ο πραγματικός villain του συγκεκριμένου παραμυθιού. Ήταν, απλώς, ένα prop. Η λογική του ατομικού δρόμου είναι αυτή που κατακεραυνώνεται καθ’ όλη τη διάρκεια, ο απομονωτισμός και η μεμψιμοιρία. Και για αυτό το λόγο είναι μια εξαιρετικά σημαντική ταινία, τουλάχιστον για τη δεκαετία των 20s και την post-covid ζωή γενικότερα. Η αποξένωση μέσω των κοινωνικών δικτύων και της κατανάλωσης περιεχομένου γιγαντώνεται, πολιτικοί, «διανοούμενοι», αυταποκαλούμενοι life coaches και influencers παντού ανά τον κόσμο διακηρύττουν και εναγκαλιάζουν την ατομικότητα, η απογοήτευση έχει γίνει σύγχρονος στάσιμος ρίπος των κοινωνιών. Διαβάζουμε μόνοι, ακούμε μουσική μόνοι, βλέπουμε ταινίες και σειρές μόνοι, περπατάμε μόνοι, ζούμε μόνοι, έχοντας συνηθίσει και παθητικά κανονικοποιήσει τις κοινωνικές παθογένειες που παραδοσιακά γεννούσαν τα εκμεταλλευτικά συστήματα. Ας γίνει αυτή η θαρραλέα μαύρη γάτα το παράδειγμα για μια νέα ανάγνωση της ίδιας της ζωής, να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε πως το συλλογικό δεν μας αναιρεί την ανεξαρτησία αλλά αντιθέτως, τη βαθαίνει.