Οι υπερηρωικές ταινίες είναι πλέον τα πάντα. Βασικά, δεν είναι ακριβώς τα πάντα. Μάλλον μεσολαβούν τα πάντα. Ναι, μάλλον είναι δύσκολο να βρεις πλέον πολλά στοιχεία της σύγχρονης μαζικής pop κουλτούρας που να μην διασταυρώνονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο με κάποιο στοιχείο του υπερηρωικού σινεμά. Καλώς ή κακώς, είναι πλέον γιγάντια σύμπαντα λαϊκής μυθολογίας, ένας μαζικό και παγκόσμιο τρόπο που έχει η pop κουλτούρα ώστε να σχετίζεται με το καλό και το κακό, το οικείο και το άγνωστο, την απειλή και τη λύτρωση. Είναι προϊόντα και κτήματα της δημόσιας σφαίρας με τρόπο βαθύ και δομικό πλέον. Ξεπηδούν από μια γιγάντια βιομηχανική παραγωγή, ερμηνεύονται κι επανερμηνεύονται από την ίδια κι από το κοινό τους, συνδιαλέγονται θέλοντας και μη με την κοινωνία και την ιστορία, με ένα δεδομένο πολιτικό και πολιτισμικό κλίμα. Ανήκουν σε όλους και όλες. Μέσα σ’ αυτήν την μυθολογία, λοιπόν, κάποια πράγματα είναι μεγαλύτερα από άλλα – και κάποια άλλα πράγματα είναι larger than life. Ο Joker είναι ένα από αυτά τα πράγματα. Κι η νέα ταινία του, με τον λιτό τίτλο Joker, θέλει επίσης να είναι larger than life. Την είδαμε χτες στο Φεστιβάλ Βενετίας και, ναι, κατά έναν τρόπο είναι. Πρόκειται φυσικά για μια από τις πιο πολυαναμενόμενες ταινίες της χρονιάς κι η θερμή, θερμότατη υποδοχή της χτεσινής πρεμιέρας εγγυάται ότι το hype κι η συζήτηση γύρω από το Joker μόνο θα αυξάνεται κατά τον ένα και κάτι μήνα που απομένει μέχρι να κυκλοφορήσει στις αίθουσες. Είναι παράξενο ότι αυτή η ταινία προέρχεται από τον Todd Phillips, τον άνθρωπο που στο παρελθόν σκηνοθέτησε τρία Hangover, έφτιαξε ένα ντοκιμαντέρ για τον GG Allin και συνεισέφερε στο σενάριο του Borat. Κι είναι ακόμα πιο παράξενο που ο σκηνοθέτης κι ο σεναριογράφος των Hangover κατέληξαν να φτιάχνουν δύο πράγματα που καθορίζουν σε τόσο μεγάλο βαθμό το πολιτισμικό περιβάλλον του 2019, με τον Craig Mazin να δημιουργεί το τηλεοπτικό Chernobyl. Παράξενο πράμα το zeitgeist, δεν είναι; Προσπερνώντας όλα αυτά, θα ξεκινήσουμε λέγοντας το εξής. Το Joker είναι μια ταινία μεγάλη, τρομερά έντονη, σημαντικότατη, η οποία θα συζητηθεί πολύ αισθητικά και πολιτικά, η οποία πιθανώς θα αλλάξει τον τρόπο που βλέπουμε κάποια πράγματα πλέον στο μαζικό σινεμά. Ας ξεμπερδέψουμε με το στοιχειώδες: χωρίς τον Joaquin Phoenix, το Joker δεν θα ήταν τίποτα. Δεν θα λειτουργούσε. Δεν θα κατάφερνε να κολλήσει. Η ερμηνεία του έχει πολύ λιγότερα κοινά με τις προηγούμενες εκδοχές του supervillain στην οθόνη και περισσότερα με τους ρόλους του Phoenix στις ταινίες του Paul Thomas Anderson, τους αποσυντιθέμενους άνδρες του The Master και του Inherent Vice. Εδώ, νιώθεις το βάρος της προαναφερθείσας μυθολογίας και του αντικειμενικού context της ταινίας σε κάθε κίνηση, χειρονομία, έκφραση του Phoenix. Κι όμως την ίδια στιγμή εκείνος καταφέρνει και τα αποτινάσσει από πάνω του με τόση σιγουριά και θράσος που μόνο ένας τέτοιος ηθοποιός μπορεί να κατέχει. Ο Joker του Phoenix είναι τρομακτικός, τρομακτικότερος από κάθε άλλη φορά, για τον απλούστατο λόγο ότι είναι ένας άνδρας σε κατάρρευση – ψυχική, συναισθηματική, κοινωνική, ιστορική. Με την απώλεια και την ανάκτηση του ελέγχου να αποτελεί κεντρικό στοιχείο της αφήγησης του Joker, ο Phoenix μοιάζει να έχει τέτοιο σωματικό και διανοητικό command της ερμηνείας του που καταλήγει από μόνο του τρομακτικό. Δεν είναι απλά ένας μείζον ρόλος. Είναι μια αξιοθαύμαστη performance. Αν ασχολείστε έστω και ελάχιστα με το να διαβάζετε πράγματα για ταινίες στο internet, τότε μάλλον έχετε δει ήδη ότι το Joker περιγράφεται ως σκορσεζικό. Και πράγματι, είναι μια ταινία σκορσεζική σε μεγάλο βαθμό, ακόμα κι αν κρίνεις μόνο από την οπτική της ταυτότητα και το στοιχειώδες στόρι όπως προκύπτει από τα trailers. Όσο αντλεί από το εμβληματικό κόμικ The Killing Joke των Alan Moore και Brian Bolland, άλλο τόσο αντλεί από το Mean Streets, το Taxi Driver, το Raging Bull και το The King of Comedy. Όλα τα αναγνωρίσιμα σκορσεζικά στοιχεία της περιόδου είναι εδώ. Η σκοτεινή πλευρά της αμερικάνικης δημόσιας σφαίρας, ο αντι-ήρωας, η πανταχού παρουσία της βίας, ο βασανισμένος άνδρας, η υψηλή τέχνη της χολιγουντιανής auteur μισανθρωπίας. Μαζί τους όμως εμφανίζονται κι αδυναμίες αυτών των κλασικών σημείων αναφοράς που καταλήγουν σε κοινοτοπίες όταν δεν γίνονται αντικείμενο σύγχρονης κι ουσιαστικής κινηματογραφικής επαναδιαπραγμάτευσης, όπως η πλήρως προβλέψιμη τυποποίηση του αντι-ηρωισμού ή η επίπεδη και κυνική χορογραφία της βίας (για να μην αναφέρουμε και τα βαθιά προβλήματα στην αναπαράσταση των γυναικείων χαρακτήρων). Όλα αυτά υπάρχουν στο Joker (σε εκδοχή καλοφτιαγμένης κόπιας βέβαια), αλλά θα πάμε κι εκεί. Αν ξεψαχνίζαμε τις κινηματογραφικές αναφορές (έως και ψειρίσματα) του Joker, θα έπρεπε να διασχίσουμε μεγάλο μέρους του Hollywood των 70s και να φτάσουμε μέχρι το βουβό σινεμά ενός The Man Who Laughs κι ενός The Last Laugh, αλλά ακόμα κι η ίδια η κινηματογραφική και τηλεοπτική ιστορία του χαρακτήρα είναι αρκετά πλούσια ώστε να προσφέρει μια μεγάλη εικόνα για την εξέλιξη του ήρωα. Από τον χαχανιστό φαρσέρ του τηλεοπτικού Cesar Romero μέχρι τον σαρδόνια καρτουνίστικο Mark Hamill κι από τον goth-camp Jack Nicholson του Tim Burton μέχρι τον στυλιζαρισμένα νιχιλιστικό Heath Ledger του Christopher Nolan (για τον Jared Leto δεν θα κάνουμε καν τον κόπο να μιλήσουμε), ο Joker έχει υπάρξει μόνιμο ορόσημο της οθόνης. Και τώρα, τι; Τι θα ήταν ο Joker του Phoenix; Πώς θα έμοιαζε; Προς τα πού θα πήγαινε; Το να φτιάξεις έναν νέο Joker είναι ρίσκο, είναι δύσκολο, είναι επικίνδυνο. Οι λόγοι γι’ αυτό είναι δύο – ένας ενδοηρωικός κι ένας εξωηρωικός. Ο πρώτος λόγος, εκείνος που αφορά το υπερηρωικό σινεμά δηλαδή, είναι αρκετά απλός. Πρόκειται για ένα σινεμά μαζικό, βιομηχανικό, επικερδές, αλλά και για ένα σινεμά ταυτόχρονα σε κρίση αισθητικής προσανατολισμού. Έχουμε αναφερθεί εκτενώς στην κρίση, τις αντιφάσεις και τις διεξόδους του superhero σινεμά, και το Joker μοιάζει με τον τρόπο του να θέλει να απαντήσει στα στοιχειώδη και βασικά ερωτήματα του πώς πρέπει να μοιάζουν και τι θέλουν να πουν πια αυτές οι ταινίες. Ουσιαστικά, θέλει να επαναδιαπραγματευτεί την υπερηρωική μυθολογία με οριακό τρόπο, υπονοώντας πως οτιδήποτε έχει ενδιαφέρον σε αυτήν είναι ό,τι ξεφεύγει από τους ίδιους τους υπερήρωες, ό,τι τους καθιστά περιττούς, ό,τι τους καταργεί. Δεν είναι κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί στα κόμιξ, το σινεμά και την τηλεόραση, αλλά στο Joker αυτή η προβληματική παίρνει μια μορφή πλήρως ταιριαστή με το πνεύμα της εποχής της. Το Joker θέλει να αποτινάξει την υπερηρωική σκιά από πάνω του, μαζί με τις ιδέες της για την ηθική και τη δικαιοσύνη. Η 70s κινηματογράφηση, η δολοφονική φιγούρα του Joker κι η σκληρή πένθιμη μουσική της Hildur Guðnadóttir σφραγίζουν αυτήν την υπερηρωική απουσία. Ο δεύτερος λόγος από την άλλη, εκείνος που έχει να κάνει με το πολιτικό και πολιτισμικό περιβάλλον της εποχής είναι σαφώς πιο περίπλοκος και καθιστά αρκετά πιο ολισθηρό το έδαφος που πατάει το Joker. Στην βάση της, η ταινία αφορά έναν φτωχό, περιθωριοποιημένο, ψυχικά ασθενή, αδύναμο λευκό άνδρα που δεν αντέχει πια να βρίσκεται στην λάθος πλευρά της κοινωνίας κι αποφασίζει, μέσα από μια σειρά περιστάσεων που δεν εξαρτώνται πλήρως από τον έλεγχό του, να ανατιμήσει την ύπαρξη και την ταυτότητά του μέσω της δολοφονικής βίας. Ναι, όχι το κλασικό origin story που βλέπεις στις superhero ταινίες. Όπως καταλαβαίνει κανείς εύκολα, οι συνδηλώσεις αυτής της ιστορίας την φέρνουν εκ των πραγμάτων σε επικοινωνία με το μόνιμο φαινόμενο μαζικών δολοφονιών στις ΗΠΑ, οι οποίες τον τελευταίο καιρό έχουν αναθερμανθεί συνοδευόμενες από incel μανιφέστα νεαρών ανδρών με συχνά ακροδεξιές, ρατσιστικές και μισογύνικες απόψεις, οι οποίοι συνήθως δείχνουν μια λατρεία προς την pop κουλτούρα γενικά και χαρακτήρες σαν τον Joker ειδικά. Την ίδια ώρα, η συντηρητική Αμερική αποδίδει αυτές τις πράξεις στην ψυχική ασθένεια προκειμένου να αποφύγει την δύσκολη συζήτηση για τη νομοθεσία, την ταυτότητα, την ιδεολογία. Επηρεάζουν όλα αυτά, με στενούς όρους, την αποτίμηση της ποιότητας του Joker; Με στενούς όρους, όχι. Αλλά σίγουρα καθορίζουν σε τεράστιο βαθμό τους όρους της συζήτησης γύρω από αυτό, αν σε ενδιαφέρει κάτι περισσότερο από το αν είναι καλοφτιαγμένη ταινία (είναι), αν περνάει γρήγορα η ώρα (περνάει) ή αν θέλεις κι άλλο αφού τελειώσει (θέλεις). Αυτή η συζήτηση, λοιπόν, για το context και το subtext ενός έργου τέχνης πιστεύουμε ότι πρέπει να γίνεται με όσο πιο κριτικό και ειλικρινή τρόπο είναι δυνατόν. Το φάσμα αυτής της συζήτησης μπορεί να περιλαμβάνει τόσο την απερίφραστη καταδίκη του Joker σαν μια νέτα σκέτα alt-right ταινία (κάτι που βρίσκουμε άδικο και περιοριστικό) όσο και τον ηθικό πανικό για την αναπαράσταση της βίας στο σινεμά και τα videogames (κάτι που βρίσκουμε πολιτικά επικίνδυνο). Αν προτείνουμε εμείς κάτι μεθοδολογικά, αυτό είναι μια κριτική προσέγγιση που να λαμβάνει υπόψιν το context και το subtext της ταινίας, διατηρώντας παράλληλα και μια θέση για την σχετική αυτονομία του αισθητικού από το κοινωνικό – με έμφαση τόσο στο ‘σχετική’ όσο και στο ‘αυτονομία’. Με λίγα λόγια, δεν θέλουμε να κρίνουμε με αποκλειστικά πολιτικούς όρους ένα προϊόν κουλτούρας, αλλά θεωρούμε από λάθος έως και ύποπτο να αφήνεις απ’ έξω την πολιτική. Χοντρικά, συνεχίζοντας να αποφεύγουμε τα spoilers για την ταινία και παρά το γεγονός ότι πρόκειται για δύο ακραία συναρπαστικές ώρες, το Joker αποδεικνύεται (παρά τις δεδηλωμένες προθέσεις του) τελικά εντελώς επιφανειακά superhero-ίστικο όταν καλείται να λύσει μια κεντρική αντίφαση που βρίσκεται στον πυρήνα του. Πώς μπορείς να επεξεργαστείς τα δύσκολα ψυχολογικά και κοινωνικά ζητήματα που πιάνεις όταν ταυτόχρονα θέλεις να παραδοθείς πλήρως στο fan service όσον αφορά τις προσδοκίες του κοινού από τον ίδιο τον χαρακτήρα σύμφωνα με την μακροχρόνια ιστορία του; Από τη μία πλευρά, το Joker πιάνει το νήμα των κενών υπερηρωικών αναπαραστάσεων, ικανοποιώντας τους fans που θέλουν να δουν τον Joker σαν κάτι «σκοτεινό», «τρελό», δολοφονικά cool και edgy. Για να το κάνει αυτό, υιοθετεί μια πολύ παραδοσιακή (και λανθασμένη) ιδέα για την ψυχική ασθένεια και την επιθετική συμπεριφορά και αναπαριστά την ναρκισσιστική δολοφονική μανία ως κάτι πρωτίστως cool, χωρίς συνέπειες, χωρίς κατανόηση, χωρίς ουσιαστική επεξεργασία. Από την άλλη πλευρά, όμως, επιχειρεί να ανοιχθεί στην κοινωνική ολότητα της εποχής του και να βάλει στο τραπέζι τα ζητήματα που ανοίγει η τοξική δυναμική των σύγχρονων κοινωνικών σχέσεων, μαζί με την αλλοτρίωση και την κατάθλιψη που φέρνει μαζί της. Μ’ αυτήν την έννοια, το Joker είναι ένα τέλειο δείγμα της παθολογίας του ύστερου καπιταλισμού που επιχειρεί να σχολιάσει τον εαυτό του με την μορφή χολιγουντιανού θεάματος. Δίπλα στο glorification του Joker, λοιπόν, η ταινία ανοίγεται θεματικά στην κρίση των παραδοσιακών καπιταλιστικών θεσμών και ταυτοτήτων (με έμφαση στην αρρενωπότητα φυσικά), στην βαθιά ταξική διάρθρωση της κοινωνίας, στην δολοφονική αμέλεια του κράτους και του κεφαλαίου για τον πλεονάζοντα πληθυσμό του. Αναπαριστώντας την Gotham λιγότερο σαν μια χολιγουντιανά ανεξέλεγκτη μητροπολιτική ζούγκλα και περισσότερο σαν μια πραγματική σύγχρονη δυτική μητρόπολη, το Joker αποκαλύπτει έναν καπιταλιστικό κόσμο σε κρίση ταυτότητας, νομιμοποίησης, συναίνεσης. Καταφέρνουν να συμφιλιωθούν αυτές οι δύο πλευρές της ταινίας; Μπα. Επιλύεται αυτή η αντίφαση; Όχι. Κερδίζει κάποια από τις δύο; Εχμ, περίπου. Το κείμενο της ταινίας, αυτά που συμβαίνουν ως γεγονότα, η λογική της ιστορίας, όλα αυτά πηγαίνουν προς μια κατεύθυνση. Το framing της ταινίας, η αισθητική της γλώσσα, αυτά που ασκούν γοητεία και σαγήνη και πειθώ πηγαίνουν προς μια άλλη κατεύθυνση. Η εικονογραφία της ταινίας είναι κι αυτή αντιφατική με την σειρά της. Από τη μία, επιδεικνύει μια ρομαντικοποίηση του ναρκισσιστικού δολοφόνου μαζί με μια κυνική, μηδενιστική, dark, edgy κι εν τέλει κοινότοπη αμπελοφιλοσοφία εφηβικού τύπου. Ταυτόχρονα όμως, μέσα από το άνοιγμα του Joker στο κοινωνικό, έχει και μια εικονογραφία της κοινωνικής εξέγερσης, του ταξικού πολέμου, της λεηλασίας καταστημάτων και της επίθεσης στην αστυνομία από τους ταπεινούς και πεινασμένους και καταφρονεμένους. Για την Αμερική, το πρώτο κομμάτι της εικονογραφίας παραπέμπει στα mass shootings των λευκών ακροδεξιών αντρών, αλλά το δεύτερο παραπέμπει επίσης στις μεγάλες κοινωνικές διεργασίες κι εξεγέρσεις των τελευταίων χρόνων που είχαν στην πλειοψηφία τους ταξικό και φυλετικό πρόσημο. Στο Joker συμβαίνει κάτι που συμβαίνει αρκετά σπάνια στο μαζικό αμερικάνικο σινεμά: η μάζα εισβάλλει στο προσκήνιο ως μάζα κι αυτό αντιμετωπίζεται κινηματογραφικά ως κάτι σημαντικό κι αντιφατικό, κάτι ζωτικό και καίριο. Απ’ αυτήν την σκοπιά, η ταινία θυμίζει τον ριζοσπαστικό λαϊκισμό του V for Vendetta, συνοδεύοντάς τον κι από μια όχι-και-τόσο-βαθιά ηθικολογία για το πώς τα δεινά της κοινωνίας μετατρέπουν κάποιον σε ασθενή κι έπειτα σε δολοφόνο. Ξεπερνώντας το αρχικό χτεσινό πατατράκ της προβολής της ταινίας, σκεφτόμουν πως το Joker είναι σαν ένα meme. Ένα τρομερά καλοστημένο, καλοφτιαγμένο, έντονο και συναρπαστικό meme που συμπυκνώνει σημειολογικά με μοναδικό τρόπο το πνεύμα και την κρίση της εποχής του, μιλώντας την αντιφατική γλώσσα της και διατηρώντας έναν πλαστικό, κούφιο, βιομηχανικό πυρήνα. Το ζήτημα είναι πως το Joker παράγει και θα παράγει ένταση: ένταση εντός του, ένταση γύρω του. Πριν από 20 χρόνια, δύο πολύ σημαντικές ταινίες με κοντινής υφής δυσαρμονία ανάμεσα στο κείμενο και το framing, το Fight Club και το The Matrix, στα χαρτιά προορίζονταν ως σάτιρα ή ως αλληγορία αντίστοιχα, αλλά περιείχαν κι όλα εκείνα τα στοιχεία για μια «παρεξήγηση» που τα μετατρέπει ομαλά κι εύκολα σε σύμβολα που θεωρητικά πάνε κόντρα στο «μήνυμά» του. Όλως τυχαίως, αυτές οι δύο ταινίες βγήκαν το 1999 κι ήταν μέρος μιας μεγάλης σειράς πολιτισμικών προϊόντων εκείνης της χρονιάς (όπως και τα The Sopranos, American Beauty, The Sixth Sense, Magnolia και Being John Malkovich μεταξύ άλλων) που προανήγγειλαν μια κρίση και μια οριακή κατάσταση σαν αυτή του Joker. Είχαν άνδρες σε κρίση, άρα είχαν εξουσία σε κρίση. Ήταν οι σειρήνες που προειδοποιούσαν για το τέλος του αιώνα, για το τέλος της χιλιετίας, για το τέλος του κόσμου όπως τον γνωρίζουμε. Το Joker είναι αυτό το τέλος.