Είναι μεγάλη υπόθεση η σχέση του φανερού και του κρυμμένου. Είναι ακόμα πιο μεγάλη υπόθεση, όταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε αυτήν την σχέση στο κατεξοχήν πεδίο της ορατότητας: το σινεμά, το πανί, την προβολή, το θέαμα. Ναι, προφανώς, η λαϊκή και λόγια τέχνη του σινεμά έχει φανερώσει πολλά, αλλά έχει κρύψει επίσης πολλά. Ως θεσμός, ως βιομηχανία και ως ψυχαγωγία, η κυρίαρχη κινηματογραφική αφήγηση είχε φροντίσει για πολλές δεκαετίες να απωθήσει από το mainstream τις πιο αλλόκοτες ή αποκκλίνουσες πλευρές της – ή τουλάχιστον να μην κάνει το οτιδήποτε ώστε να τις ενθαρρύνει να βρουν τον δρόμο τους προς την ορατότητα και τα ακροατήρια. [%contentAd%] Φυσικά, στο πλάι της «κανονικής» κινηματογραφικής δημιουργίας, άνθισαν ολόκληροι κήποι «αντικανονικής» επιθυμίας, αισθητικής, αφήγησης και κινηματογράφησης. Όλο αυτό το πράγμα, σαν ένα ασυνεχές νήμα που διαπέρασε το σινεμά του 20ού αιώνα, κάποιες φορές έπαιρνε την μορφή του πειραματικού σινεμά, κι άλλες φορές είχε μια παρακινηματογραφική αύρα. Κάποιες φορές οργανωνόταν γύρω από υποκουλτούρες και κοινότητες, άλλες φορές ήταν μακρύς μοναχικός δρόμος. Κάποιες φορές παρήγαγε νέες μορφές του ωραίου για την κινηματογραφική φόρμα, άλλες φορές εξαπέλυε επιθέσεις στο ωραίο και διάλεγε γενναία το camp ή το kitsch ή το grotesque. Ε, μέσα σ’ αυτήν την διαλεκτική φανερού και κρυμμένου, κυρίαρχου και περιθωριακού, αποτελεί άραγε έκπληξη για κανέναν ότι το σινεμά της «μη-κανονικής» (δηλαδή πέρα από cis και straight) σεξουαλικότητας ήταν ο βασικός θεματικός και αισθητικός άξονας αυτής της κινηματογραφικής μικρο-ιστορίας; Βέβαια, ο καλλιτεχνικός και πολιτικός πλούτος αυτής της παράδοσης είναι τεράστιος. Από τα πρώτα δείγματα αυτοτελώς lgbt σινεμά (πολύ πριν ονομαστεί έτσι) με τις ταινίες του Jean Cocteau και του Jean Genet πριν το ’50 (ή το αμερικάνικο πειραματικό σινεμά της ίδιας περιόδου), μέχρι την avant-garde κι underground έκρηξη των 60s με εμβληματικούς δημιουργούς σαν τον Andy Warhol και την Chantal Akerman, κι από εκεί ως το αλλόκοτο σινεμά του Derek Jarman ή του John Waters (και όλου του transgressive κύκλου του) και το New Queer Cinema των 90s, η queer κινηματογραφία διένυσε μεγάλη ιστορική απόσταση, ταυτόχρονα παλεύοντας για ορατότητα και δημιουργώντας έναν δικό της αυτόνομο χώρο. Κατά μία έννοια, μοιάζει σαν όλη αυτή η διαδικασία να μην άγγιξε ιδιαίτερα το ελληνικό σινεμά. Και πράγματι, κατά την πλειοψηφική mainstream αντίληψη για τον ελληνικό κινηματογράφο, η queer έκφραση στο σινεμά μοιάζει με κάτι που έκανε μια έκρηξη από τα 00s κι έπειτα, έχοντας κατά τα 80s και τα 90s απλώς μερικές εκλάμψεις με μια χούφτα ταινίες όλες κι όλες. Φυσικά, η πραγματικότητα ποτέ δεν είναι τόσο απλή. Για την ακρίβεια, είναι πολύ πιο πλούσια, αντιφατική, συγκρουσιακή. Όχι ότι εμείς την γνωρίζουμε βέβαια, ούτε καν. Ευτυχώς, όμως, υπάρχουν άνθρωποι που φροντίζουν να διασώσουν αυτήν την μνήμη, να καταγράψουν αυτήν την ιστορία, να συνδέσουν τα κομμένα ή αόρατα νήματα αυτής της παράδοσης μέχρι και σήμερα. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι ο Κωνσταντίνος Κυριακός, Αναπληρωτής Καθηγητής της Ιστορίας του Θεάτρου και του Ελληνικού Κινηματογράφου, ο οποίος πριν από δύο χρόνια έγραψε ένα υπέροχο σχετικό βιβλίο με τίτλο «Επιθυμίες και πολιτική: Η queer ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου (1924-2016)» και φέτος επιμελήθηκε το μεγάλο αφιέρωμα του 59ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης στο ελληνικό queer σινεμά (το πιο μεγάλο κι εκτενές αφιέρωμα που έχει γίνει από επίσημο φορέα)με 38 ενδεικτικές ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους από τα 60s μέχρι σήμερα, πιάνοντας πλευρές του ελληνικού σινεμά που υπήρξαν άλλοτε εγχώρια κρυμμένες και καταπιεσμένες, άλλοτε διεθνώς αναγνωρισμένες και πετυχημένες, αλλά πάντοτε ιδιοσυγκρασιακές και συναρπαστικές. Σήμερα το μεσημέρι, λοιπόν, το φεστιβάλ διοργάνωσε μια υπερ-πολύτιμη συζήτηση για το ελληνικό queer σινεμά, με τους δημιουργούς να έχουν τον πρώτο λόγο, να αφηγούνται σε πρώτο πρόσωπο την ιστορία τους και να περιγράφουν της συνέχειες και τις ασυνέχειες, τις τομές και τις ρήξεις, τα βήματα μπροστά και τα βήματα πίσω. Ναι, η συζήτηση θα μπορούσε να γίνει μια πιο αβανταδόρικη ώρα, με μεγαλύτερο κοινό, περισσότερο χρόνο για συζήτηση και λιγότερη βαβούρα από αυτήν την Αποθήκης Γ. Θα μπορούσε έπρεπε επίσης, και κυριότερα, να έχει περισσότερες γυναίκες ομιλήτριες σε σύγκριση με την άβολη αναλογία του 1 προς 8. Το πρωτεύον, όμως, είναι ότι έγινε – κι ήμασταν εκεί για να ακούσουμε. [%contentAd2%] Αρχικά, τον λόγο πήρε ο επικεφαλής προγράμματος του φεστιβάλ, Γιώργος Κρασσακόπουλος, ο οποίος ανέλαβε επίσης να συντονίσει την κουβέντα, σημειώνοντας πως σκοπός της συζήτησης ήταν πρωτίστως η καταγραφή της προφορικής ιστορίας του ελληνικού queer σινεμά μέσα από της αφηγήσεις αυτών που την έφτιαξαν. Έπειτα, πρώτος πήρε τον λόγο ο Κωνσταντίνος Κυριακός, επιμελητής του αφιερώματος, ο οποίος αναφέρθηκε στην πρόταση του φεστιβάλ να αναλάβει το αφιέρωμα ως “τολμηρή”, τονίζοντας πως αυτό που τον ενδιέφερε τόσο μέσα από το βιβλίο του όσο και μέσα από το αφιέρωμα ήταν η δημιουργία μιας queer γενεαλογίας για το ελληνικό σινεμά – σημειώνοντας παράλληλα πως ως queer δεν ορίζει μόνο την lgbt θεματολογία, αλλά και τις πλευρές που άπτονται της πολιτικής, της αισθητικής, των τρόπων παραγωγής και διανομής και, κυρίως, του καλλιτεχνικού βλέμματος. Και πράγματι, για την επόμενη λίγη ώρα ο Κυριακός μας μετέφερε αυτήν την γενεαλογία. Ξεκίνησε μιλώντας για τα προανακρούσματα του queer σινεμά στα 60s, με τις εικόνες να μιλούν από μόνες τους όπως είπε, αναφερόμενος στο Vortex του Νίκου Κούνδουρου (που λογοκρίθηκε και “διέφυγε” στην Ευρώπη) και τον Ορέστη του Βασίλη Φωτόπουλου, μιας πρωτοπόρα σύνδεση αρχαίας τραγωδίας και σεξουαλικότητας που αγνοήθηκε στον καιρό της. Έπειτα, μίλησε για την πρώτη τολμηρή γενιά του ’70, μια ομάδα ανθρώπων που θέλησε να συνδέσει την πολιτική και την σεξουαλικότητα στο σινεμά της, δοκιμάζοντας τις αντοχές του φεστιβαλικού και πολιτικοποιημένου κοινού τις εποχής της με πειραματικές, απαιτητικές, συχνά μη-αφηγηματικές ταινίες. Εκπρόσωποι αυτής της γενιάς, βέβαια, ήταν κι ο Τάκης Σπετσιώτης με την Ίριδα Ζαχμανίδου, που κάθονταν ακριβώς δίπλα του. Έπειτα, στα 80s, παύει η προληπτική λογοκρισία με την Μελίνα Μερκούρη (ένα gay icon κι η ίδια) να αναλαμβάνει το ’81 το υπουργείο πολιτισμού, και το queer σινεμά διεκδικεί πλέον πιο ανοιχτά χώρο. Σύμφωνα με τον Κυριακό, σημείο τομή στα 80s υπήρξε το Μετέωρο και Σκιά του Σπετσιώτη, το οποίο προσπάθησε να φτιάξει με τη σειρά του μια δικιά του γενεαλογία, γυρνώντας με αναδρομικό βλέμμα από τον μεσοπόλεμο μέχρι το παρόν μέσα από την ιστορία του (ομοφυλόφιλου, ναρκομανή, κομμουνιστή) ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Στη συνέχεια, όπως ανέφερε ο Κυριακός, έρχεται η έκρηξη των 90s με τον Αλέξη Μπίστικα και τον Κωνσταντίνο Γιάνναρη, καθώς το queer σινεμά διευρύνει τη θεματολογία του, αποκτάει κύρος, κερδίζει βραβεία και “έχει βγει από την ντουλάπα”. Λίγο πριν την αλλαγή του αιώνα, έρχεται και Η επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά, το ντεμπούτο του Πάνου Κούτρα, το οποίο καθορίζει την camp αισθητική στο ελληνικό queer σινεμά, κάτι θεμελιώδες εν γένει για την gay κουλτούρα. Και φυσικά, κατά τον 21ο αιώνα, η queer θεματική επανέρχεται όλο και συχνότερα στο ελληνικό σινεμά, αφορώντας όλο και πιο άμεσα το πεδίο της πολιτικής και της διεκδίκησης. Ύστερα, το λόγο πήρε η Ίριδα Ζαχμανίδου, η οποία ανήκε στην πρώτη γενιά της μεταπολίτευσης που αποφοίτησε από την Σχολή Σταυράκου. Όπως είπε κι η ίδια, εκείνη την περίοδο, στα μέσα των 70s, ένιωθε την ανάγκη για κάτι πιο πρωτοποριακό, κι έτσι προέκυψε Το γελεκάκι του 1976, που ήταν η σπουδαστική της ταινία. Θυμάται ότι την ίδια χρονιά παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, μέσα στον απόηχο του ’68, των εξεγέρσεων στην Αμερική, και φυσικά του Πολυτεχνείου. Μιλάει για μια “ζωηρή εποχή”, με τον φεμινισμό και την διεκδίκηση ελευθερίας να καθορίζουν την δημιουργικότητά της. Σημειώνει, παράλληλα, ότι εκείνη την εποχή είχε για σημαία τον Godard και τον Warhol, ενώ μιλάει με τρομερή γλυκύτητα για τον σκηνοθέτη Ανδρέα Βελισσαρόπουλο, χαρακτηρίζοντάς τον πραγματικό εκπρόσωπο του queer στην Ελλάδα (ήταν ανάμεσα στους ιδρυτές του ΑΚΟΕ), αλλά και για την θρυλική τρανς Μπέττυ Βακαλίδου, η οποία πρωταγωνίστησε στην ομώνυμη ταινία του Δημήτρη Σταύρακα. Μετά ήρθε η σειρά του Τάκη Σπετσιώτη, του έτερου δημιουργού από τα 70s που βρίσκεται στο φεστιβάλ. Ο ίδιος λέει ότι η λέξη queer του ήταν άγνωστη το ’70 και το ’80, κι έπρεπε να περάσουν 30 χρόνια για να δει τις ταινίες του να αναγνωρίζονται ακόμα και σε ξενόγλωσσες βιβλιογραφίες για το queer σινεμά. Δεν ήξερε ότι έκανε κάτι queer, μας λέει, αλλά ότι ήταν απλά ένας πιτσιρικάς-διάβολος που διεκδικούσε την ελευθερία του. Μίλησε για το γεγονός ότι πράγματι το σεξ και η πολιτική ήταν οι δύο βασικοί άξονες του σινεμά του, προσθέτοντας ότι βλέπει τον εαυτό του ταυτόχρονα σαν σατιρικό και ελεγειακό δημιουργό. Η ταινία του Καλλονή του 1977, με πρωταγωνιστή τον Νίκο Μουρατίδη (ναι, τον γνωστό), θεωρήθηκε τρομακτική από το κοινό και την κριτική της εποχής, κι έτσι “φυγαδεύτηκε” σε gay φεστιβάλ του εξωτερικού. Ομολογώντας ότι είχε να έρθει στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 24 χρόνια, σημειώνει ότι το queer είναι μια μαγική λέξη, αφού γι’ αυτόν δηλώνει την πολλαπλότητα – μιας και τίποτα που να είναι πραγματικά ενδιαφέρον δεν έχει μόνο μία πλευρά. Κι έτσι η σκυτάλη των γενεών άλλαξε χέρια, με τον πολυ-αγαπημένο μας Κωνσταντίνο Γιάνναρη του Από την άκρη της πόλης να παίρνει τον λόγο. Ο Γιάνναρης, με 4 ταινίες του να παρουσιάζονται στο αφιέρωμα, αναφέρθηκε στην ιστορία του όρου queer ως βρισιά και την οικειοποίησή του έπειτα από το ίδιο το lgbt κίνημα, τονίζοντας ως σταθμό την χρήση του όρου από τον συγγραφέα William Burroughs, κι έπειτα περιέγραψε τη δική του εμπειρία στο Λονδίνο των 80s, όπου συμμετείχε σε πολιτικούς queer κύκλους που χρησιμοποίησαν τον όρο προκειμένου να διαχωριστούν από το παραδοσιακό, παλιότερο gay κίνημα και κουλτούρα. Ο ίδιος το χαρακτήρισε μια τρέλα γιατί, παρόλο που άνοιξε τις θεματικές προς το σώμα και τη μετανάστευση, εν τέλει η πρόοδος για τα lgbt υποκείμενα έγινε μέσα από “συντηρητικές διεκδικήσεις” γύρω από το γάμο και την οικογένεια, κάτι που οι ίδιοι τότε χλεύαζαν. Μιλώντας για τις πρώτες του εμπειρίες ως κινηματογραφιστής, ο Γιάνναρης είπε το εξής συνταρακτικό: “Έκανα σινεμά γιατί πίστευα ότι ανά πάσα στιγμή θα πεθάνω”, αναφερόμενος στους αμέτρητους ανθρώπους που έχασαν τη ζωή τους από το AIDS εκείνη την περίοδο. Έπειτα, άρχισαν να τον ενδιαφέρουν περισσότερο οι προβληματικές τις μετανάστευσης και, ιδιαίτερα, του σώματος – το σώμα που εκδίδεται και το σώμα που γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης – τονίζοντας με τον πιο εμφατικό τρόπο ότι γι’ αυτόν το σινεμά ήταν και είναι πράξη πολιτική. Έπειτα, ήταν η σειρά του σκηνοθέτη και συγγραφέα Παναγιώτη Ευαγγελίδη, ο οποίος συμμετέχει στο αφιέρωμα με την ταινία Δίπτυχο: Η αγάπη που δεν λέει το όνομά της. Ο Ευαγγελίδης ξεκίνησε αρκετά διαφορετικά από τους υπόλοιπους ομιλητές, εξομολογούμενος ότι νιώθει ένα ελαφρύ discomfort στην κουβέντα. Ο λόγος ήταν ότι βλέπει όλη αυτήν την ριζοσπαστική ιστορία να βρίσκεται μέσα σε έναν επίσημο θεσμό, σημαίνοντας το “τέλος της ελευθερίας του περιθωρίου”, με τον ίδιο να βγαίνει από το comfort zone του. Αναφέρει πως δεν ξεκίνησε να κάνει σινεμά ακτιβιστικά, αλλά τον ενδιέφεραν οι άλλοι άνθρωποι, οι gay φίλοι του που δεν θα μάθαινε κανείς την ιστορία τους. Έτσι, αποφάσισε να καταγράψει και να μοιραστεί ιστορίες άλλων ανθρώπων φτιάχνοντας ταινίες, κι ενώθηκε μαζί τους μέσω του σινεμά: “Εγώ είμαι οι ήρωες των ντοκιμαντέρ μου”. Και το μικρόφωνο έφτασε στα χέρια του Πάνου Κούτρα, του ανθρώπου που τάραξε το ελληνικό σινεμά κατ’ επανάληψη, μια φορά με τον Γιγαντιαίο Μουσακά και μια φορά με την Στρέλλα, αμφότερα εκ των οποίων προβάλλονται στο αφιέρωμα. Ο Κούτρας ξεκίνησε διαφωνώντας με τον Γιάνναρη ως προς το ποιες δυνάμεις του lgbt κινήματος έφεραν την ορατότητα και την νίκη των διεκδικήσεων, λέγοντας πως ήταν οι χιλιάδες νεκροί του AIDS που το κατάφεραν με τον άδικο θάνατό τους, τον οποίο θρήνησαν και τίμησαν πολλοί άνθρωποι. Μίλησε επίσης για την συνάντηση αυτή σαν μια συγκινητική στιγμή, αφού φέρνει κοντά διαφορετικές γενιές ανθρώπων που, όμως, συνδέονται έντονα μεταξύ τους προσωπικά και καλλιτεχνικά. Αναφέρεται έπειτα στην ίδια την έννοια του queer, χαρακτηρίζοντάς την πολύ σημαντική, αφού κατάφερε να συντελέσει στην οριοθέτηση μιας κουλτούρας, που ξεκινάει ακόμα από τον Oscar Wilde και τα παραμύθια του Hans Christian Andersen. “Έπρεπε να φτιάξουμε οι ίδιοι τα σημεία αναφοράς μας”, σημείωσε, επαινώντας δίκαια την συγγραφική και ερευνητική δουλειά του Κυριακού σ’ αυτήν την κατεύθυνση. Μετά, ήταν σειρά του Άγγελου Φραντζή να πάρει το λόγο, ο οποίος αμέσως και ξεκάθαρα μίλησε για το πόσο τρομερό είναι που γίνεται επιτέλους στο φεστιβάλ ένα τέτοιο αφιέρωμα και μια τέτοια συζήτηση. Ο σκηνοθέτης (που συμμετέχει τόσο στο αφιέρωμα με το Μέσα στο δάσος όσο και με την παρουσίαση της νέας του ταινίας, Ακίνητο Ποτάμι, εκτός αφιερώματος) έπειτα εξέφρασε την επιθυμία του να εστιάσει στην ίδια την κινηματογραφική φόρμα, πέρα απ’ το θέμα της εκάστοτε ταινίας, δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο η ίδια η κινηματογραφική γλώσσα δημιουργεί κι αυτή queer χαρακτήρα. Σημείωσε στη συνέχεια ότι το Μέσα στο Δάσος εξέφρασε μια δική του bisexual ανάγκη, ενώ σήμερα πλέον μια queer ταινία αποτελεί “φεστιβαλικό plus”, αφού η κατάσταση έχει αλλάξει χρόνια τώρα – με τον Κούτρα να επεμβαίνει διαφωνώντας πως ποτέ το ποσοστό queer ταινιών σε ένα mainstream φεστιβάλ δεν ξεπερνάει το 10%. Τότε, τον λόγο πήρε ο Κυριάκος Χατζημιχαηλίδης, σκηνοθέτης του Οι άνδρες δεν κλαίνε από το 2001, ο οποίος θέλησε να φωτίσει, όπως είπε, μια άλλη πλευρά του πράγματος. Συγκεκριμένα, μίλησε για το γεγονός ότι μέχρι αυτό το αφιέρωμα δεν αισθάνθηκε ποτέ queer, αλλά ότι έκανε σινεμά αφομοιώνοντας τις εικόνες τις καθημερινότητάς του μέσα στις lgbt κοινότητες. Πιο συγκεκριμένα ακόμα, είπε πως αυτό που τον κινητοποίησε κινηματογραφικά είναι η στιγμή της αγωνίας όταν κάποιος μαθαίνει κάτι συνταρακτικό, όπως ότι έχει AIDS. Τελευταίος πήρε τον λόγο ο Χάρης Παπαδόπουλος, δημιουργός του Poste Restante Ομόνοια από το 1982, ο οποίος μίλησε για το πόσο δύσκολη ήταν η εποχή που έφτιαξε την ταινία, σημειώνοντας ότι ουσιαστικά πρόκειται ακόμα για την ίδια πλατεία, με τον ρατσισμό να ξεχωρίζει. Εκεί, ο Παπαδόπουλος αναφέρθηκε στο σινεμά του Θόδωρου Αγγελόπουλου (με τον οποίο είχε συνεργαστεί στενά), σημειώνοντας πως έχει queer πλευρές και αναφέροντας συγκεκριμένα το Ταξίδι στα Κύθηρα. Ο Γιάνναρης τότε διαφώνησε, αναφέροντας ως αντιπαράδειγμα σκηνές από τον Θίασο που επιβεβαίωναν μια αριστερή straight αρρενωπότητα. Σ’ εκείνο το σημείο παρενέβη ο Κυριακός, μιλώντας για τον αισθησιασμό ταινιών σαν τις Μέρες του ’36 ή και το Happy Day του Παντελή Βούλγαρη. Τόνισε, βέβαια, ότι έχει μεγάλη σημασία για ποιες ταινίες μιλάμε, υπό ποιους όρους και από ποια οπτική γωνία. Για τις Μέρες του ’36 υπερθεμάτισε κι ο Σπετσιώτης, ο οποίος είπε ότι εντοπίζει μια queer απόχρωση πράγματι, μιλώντας για μια καβαφική πρακτική της ταινίας που σχετίζεται με την απώθηση πραγμάτων που μένουν σκεπασμένα για χρόνια. Το νήμα της κουβέντας αυτής έπιασε κι ο Κούτρας, ο οποίος μίλησε για δύο κινηματογραφικές τάσεις: τις queer ταινίες που κάνουν ανοιχτά “προπαγάνδα για τα ναρκωτικά και την ομοφυλοφιλία” (sic) και τις ταινίες “of queer interest”, τονίζοντας ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ τους. Η σημασία τους, βέβαια, είναι τεράστια, μιας και μιλάμε για μια κοινωνία δύσκολη, όπου άμα έχεις να πεις κάτι τέτοιο “απλά δε μιλάς”, “δεν υπάρχει αυτό το θέμα”. Πρόσθεσε, φυσικά, ότι το ελληνικό σινεμά ήταν ένα πολύ straight και αντιδραστικό σινεμά, κάτι που οδήγησε τους queer δημιουργούς να πουν γενναία: “Εμείς θα μιλήσουμε για κάτι άλλο”. Τέλος, μετά από περίπου 1μιση ώρα συζήτησης, ο Κυριακός μοιράστηκε το πολύ ενδιαφέρον γεγονός ότι ετοιμάζει μια ερευνητική δουλειά για τις gay αναπαραστάσεις στην ελληνική τηλεόραση, ο Παναγιώτης Ευαγγελίδης έκλεισε την κουβέντα με τον πιο υπέροχο τρόπο. Αφού παρέθεσε τον Πρόεδρο Μάο (ναι) και την διάσημη προτροπή του να αφήσουμε όλα τα λουλούδια να ανθίσουν, είπε λακωνικά: “Το queer σήμερα είναι μόδα. Καλώς είναι μόδα, αλλά κάποια στιγμή θα τελειώσει. Το θέμα είναι τι θα ακολουθήσει“. Το 59ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης συνεχίζεται μέχρι τις 11 Νοεμβρίου, με μεγάλο χορηγό την COSMOTE TV.