Πρώτα και πριν απ’ όλα, το σινεμά είναι μια σωματική εμπειρία. Κάθεσαι, βλέπεις, ακούς, νιώθεις, ανατριχιάζεις, κλαις, χασμουριέσαι, γελάς. Όλα αυτά είναι ταυτόχρονα αντιδράσεις υπερβολικά κοινές αλλά και με τον τρόπο τους μοναδικά κινηματογραφικές. Αλλιώς κλαις γενικά, αλλιώς κλαις με μια ταινία. Το σώμα σου αφήνεται ή δεν αφήνεται, οι αισθήσεις σου αφήνονται ή δεν αφήνονται – είναι ένα στοίχημα με κάθε ταινία και κάθε σκηνή ξεχωριστά. Αν τα πράγματα πάνε καλά, τα συναισθήματα μπορούν να γίνουν ανεξέλεγκτα. Κάποιες φορές είναι αδύνατον να δεις μια συγκλονιστική σκηνή και να μην κοπεί η ανάσα σου. Σχεδόν καταργείται η απόσταση ανάμεσα στο εικονικό και το πραγματικό, γίνεται μια οριακά καθαρή αισθητηριακή εμπειρία. Φτιάχνεται αυτός ο κινηματογραφικός χρονο-κρυσταλλος για τον οποίο μίλαγε ο φιλόσοφος Ζιλ Ντελέζ. Η τελευταία φορά που ένιωσα να μου συμβαίνει κάτι τέτοιο ήταν η πρώτη φορά που είδα το Marriage Story. Όταν κατάλαβα ότι τελειώνει η ταινία, ότι βρισκόμαστε στην τελευταία σκηνή, σχεδόν μου κόπηκε η ανάσα. Άρχισα να νιώθω παράξενα, το σώμα μου αντέδρασε. Δεν ήθελα να τελειώσει ακόμα, δεν ήμουν έτοιμος. Ήθελα να ζήσω κι άλλο σε αυτόν τον κόσμο με αυτούς τους χαρακτήρες. Ήθελα λίγο χρόνο ακόμα. Δεν υπήρχε. Το Marriage Story λοιπόν, το οποίο κυκλοφόρησε την περασμένη βδομάδα στις κινηματογραφικές αίθουσες και σύντομα θα βρίσκεται στις μικρές οθόνες του Netflix (όπως και το The Irishman του Martin Scorsese αμέσως πριν απ’ αυτό), είναι η νέα ταινία του Noah Baumbach. Εκεί, σχεδόν 15 χρόνια μετά το The Squid and the Whale όπου ο σκηνοθέτης βρισκόταν στην θέση του παιδιού που οι γονείς του έπαιρναν διαζύγιο, ο Baumbach παρουσιάζει την ιστορία της διάλυσης ενός γάμου. Στην Ιστορία Γάμου, η οικογένεια που είχαν φτιάξει οι Adam Driver και Scarlett Johansson διαλύεται με τόση αλήθεια, ωμότητα, ευαισθησία, ειλικρίνεια και ένταση που πραγματικά είναι σχεδόν αδύνατον να πιστέψεις πως δεν είναι πραγματικοί, σάρκινοι άνθρωποι. Προφανώς, η σύνδεσή του με το υλικό είναι πολύ στενή. Όντας ο ίδιος παιδί διαζυγίου, ξεκίνησε να γράφει το σενάριο έπειτα από τον χωρισμό του με την λατρεμένη ηθοποιό Jennifer Jason Leigh (στην οποία, παρεμπιπτόντως, άρεσε η ταινία). Παράλληλα, όπως έχει πει ο ίδιος, έβλεπε τους φίλους τους να χωρίζουν. Κοίταζε την δική του ιστορία, άκουγε τις ιστορίες των άλλων – και έγραφε. Αν ο Baumbach έχει μια βαθιά προσωπική σχέση με την ταινία, έχω κι εγώ μια βαθιά προσωπική σχέση με τον Baumbach. Δεν μπορώ να αποστασιοποιηθώ από το σινεμά του και αυτό, γιατί είναι ένα σινεμά με το οποίο νιώθω πολύ στενά δεμένος. Το The Squid and the Whale το είδα όταν βγήκε, πίσω στο 2005 που ήμουν κι εγώ έφηβος σαν τον ήρωα, κι ήταν μια από αυτές τις ταινίες που με άλλαξαν πολύ και βαθιά. Ξέρεις, πρόκειται αυτήν την ναρκισσιστική αίσθηση ότι κάτι μιλάει μόνο για σένα, μιλώντας μόνο σε σένα – ένα αποκούμπι. Εκείνη την περίοδο είδα κι άλλες τέτοιες ταινίες που έμοιαζαν με αυτήν και μου προκαλούσαν παρόμοια αισθήματα: το Donnie Darko, το Ghost World, το Igby Goes Down. Καθώς τα παιδιά των 90s ενηλικιώνονταν σιγά σιγά, το σινεμά ήτανε εκεί για να τους δώσει ιστορίες με μικρά αγόρια και κορίτσια που πάλι τρέχουν μόνα, ψάχνοντας την θέση του στον κόσμο. Τότε, ταυτιζόμουν με το παιδί. Τώρα, βλέπω στους γονείς το παιδί που μεγάλωσε και, θέλοντας και μη (κυρίως μη), ταυτίζομαι μαζί τους. Τι να κάνεις, με τρομάζει, αλλά έτσι είναι το να συμμετέχεις στον κόσμο. Έχεις ή δεν έχεις δουλειά, σχέσεις, ευθύνες, άγχη, νιώθεις ότι η ζωή σε προσπερνάει, έχεις πράγματα που σε κάνουν χαρούμενο, αλλά το ξέρεις ότι κατά βάθος δεν την παλεύεις – όπως δεν την παλεύει κανένας πραγματικά. Καθώς πέρναγαν τα χρόνια, ανακάλυπτα κι άλλους σκηνοθέτες εκείνης της μαγικής γενιάς του αμερικάνικου ανεξάρτητου σινεμά των 90s και των 00s. Όσο κι αν αγάπησα έπειτα τον Whit Stillman, τον Hal Hartley, τον Todd Haynes, τον Todd Solondz, τον Alexandre Rockwell, τον Tom DiCillo, τον Larry Clark ή τον Harmony Korine, ο Baumbach παρέμεινε η μεγάλη μου αγάπη. Η προσωπική σύνδεση λόγω του The Squid and the Whale άρχισε να απλώνεται σε όλη την φιλμογραφία του, ακόμα και στις αντικειμενικά πιο αδύναμες στιγμές του, και μ’ έκανε να τον εκτιμώ σε όλα του. Στα καλύτερα (Frances Ha, Margot at the Wedding), στα χειρότερα (Highball, Mr. Jealousy), στα πιο υποτιμημένα (Kicking and Screaming, Mistress America). Σε όλες σχεδόν τις εκδοχές του, έβρισκα τρία πράγματα που με ενδιαφέρουν πάρα πολύ στο σινεμά: ειλικρίνεια, τρυφερότητα, χιούμορ. Κι ο Baumbach τα επιστράτευε και τα τρία μέσα από έναν τρομερό συνδυασμό που περιελάμβανε την φυσικότητα του John Cassavetes, την σκληρότητα του Ingmar Bergman και τον ειρωνικό ρομαντισμό του παλιού καλού Woody Allen. Στο Marriage Story επιστρατεύει στον υπέρτατο βαθμό αυτά τα όπλα για να φτιάξει την κατεξοχήν ταινία-Baumbach, εκείνη που θα συνοψίσει με τον ευκρινέστερο τρόπο το σινεμά του, εκείνη που θα γίνει hit, εκείνη που θα φέρει βραβεία. Πρωταρχικός σκοπός της ταινίας μοιάζει να είναι η ίδια η προβληματική της σχέσης και της κατανόησης. Κοιτώντας από πολύ κοντά και τις δύο πλευρές του γάμου/διαζυγίου, ο Baumbach προτείνει πως κατανόηση από την σκοπιά του καλλιτέχνη δε σημαίνει ψυχρή, ουδέτερη, αντικειμενική παρατήρηση. Αντίθετα, βουτάει κι επενδύει και στις δύο πλευρές σα να είναι δικές του. Από το κινηματογραφικό othering, δηλαδή από την κατασκευή του Άλλου ως Άλλου, προσπαθεί να πάει στην κινηματογραφική ενσυναίσθηση, δηλαδή την επιθυμία ταύτισης και σύνδεσης μέσα από την διατήρηση της ταυτότητας και της αυτονομίας. Όταν τελικά καταλαγιάζει δραματουργικά, καταλήγει στην προσωπική του επιλογή μέσα στην ταινία, ταυτιζόμενος σε τελική ανάλυση μοιραία με τον Charlie του Driver. Ταυτίζεται μαζί του, τελικά, αναλαμβάνοντας πλήρως την ευθύνη και την μαλακία του χαρακτήρα μαζί. Όταν ταυτίζεται, το κάνει με ευθύτητα και βιωματική συνέπεια: αυτός είμαι, κι αυτό που είμαι σημαίνει πράγματα για μένα και για τους άλλους. Εκεί, εξίσου μεγάλη δουλειά κάνει κι η ερμηνεία ενός φοβερού Driver που μέσα από την επιφανειακά άοσμη ποιότητα του παίξιμού του ξεπροβάλλει ένας ψυχικός αναβρασμός που δεν πέφτει στα κλισέ του “εσωτερικά βασανισμένου αντι-ήρωα”. Όταν εκρήγνυται, η έκρηξη έρχεται από ένα βάθος ρεαλιστικό, ανθρώπινο, όχι στυλιζαρισμένο μέχρι αηδίας. Αυτό δε σημαίνει πως ο χαρακτήρας του Charlie φτάνει σε ένα epiphany, σε μια αποκάλυψη, σε μια τελική στιγμή απόλυτης καθαρότητας και διαύγειας. Όχι, αυτή η διαύγεια είναι κάτι που νιώθουμε εμείς, κάτι που αντικατοπτρίζεται πάνω μας μέσα από την φυσική συμπεριφορά των χαρακτήρων. Το νιώθουμε, γιατί καταλαβαίνουμε ότι το νιώθει ο δημιουργός και το διοχετεύει στις ανεπαίσθητες στιγμές του δράματος και τις σχέσης των ηρώων. Υπάρχει μια στροφή προς την οπτική γωνία του Charlie, αλλά στον ίδιο δεν είναι πλήρως ξεκάθαρες οι συνέπειές τον πράξεών του. Δεν γίνεται ποτέ διάφανος προς τον εαυτό του, αλλά γίνεται διάφανος προς εμάς – κι αυτό είναι σημάδι γραψίματος με ωριμότητα και ειλικρίνεια. Υπάρχει μια αόρατη δύναμη που μοιραζόμαστε εμείς με τον δημιουργό κι η οποία οδηγεί τον Charlie στην αποδοχή και την ωριμότητα, με κομβικό σταθμό το τραγούδι του Being Alive. Η Nicole είναι ήδη εκεί και τον περιμένει, ανεξάρτητη και γενναιόδωρη πια, έχοντας τραγουδήσει τον δικό της παιχνιδιάρικο ύμνο αυτονομίας, το You Could Drive A Person Crazy (αμφότερα από το μιούζικαλ Company του Stephen Sondheim). Η απολυτότητα του στίχου γίνεται καταδικαστική και απελευθερωτική ταυτόχρονα: alone is alone, not alive. Στις πιο τρυφερές στιγμές αυτής της τραγικωμωδίας, ο Baumbach γίνεται απίστευτος, με κοντινά πλάνα τρομερής εγγύτητας και κατανόησης μέσα σε μεγάλες, ζωντανές, λειτουργικές σκηνές. Στις πιο σκληρές στιγμές της ταινίας, γίνεται αδίστακτος και σχεδόν στρέφεις το βλέμμα σου αλλού. Στις πιο αστείες, είναι ξεκαρδιστικός. Αλλά η μεγάλη του δύναμη, όπως πάντα, είναι στο διάλογο – στην γλώσσα. Συνήθως, υπάρχει μεγάλη απόσταση ανάμεσα στο πώς μιλάμε πραγματικά και στο πώς μιλάνε οι άνθρωποι στις ταινίες. Συχνά, λείπει η αλήθεια και η φυσικότητα του ανθρώπινου διαλόγου, ο ρυθμός, το ύφος, ο τόνος, τα συναισθήματα, το μπέρδεμα. Όλα αυτά μαζί φτιάχνουν ένα μουτζουρωμένο πορτραίτο, ένα παλίμψηστο της ανθρώπινης επικοινωνίας που είναι πολύ δύσκολο να αποτυπωθεί στο φιλμ. Αν κάτι μοιάζει να γνωρίζει καλά ο Baumbach, όμως, είναι πως το ζητούμενο δεν είναι η απλή προσομοίωση ή αντιγραφή του πραγματικού, αλλά η ίδια η απελευθέρωση της φυσικής πραγματικότητας μέσα από την κινηματογραφική της αποτύπωση με τους πιο αγνούς και απλούς όρους. Στο Marriage Story δεν βλέπουμε απλώς μια προβληματική επικοινωνία. Βλέπουμε μια προβληματικοποίηση της ίδιας της επικοινωνίας – μια διερώτηση για την αυθεντικότητά της, τις προϋποθέσεις της, τις σχέσεις που απαιτεί για να υπάρξει. Ο Baumbach καταφέρνει να κάνει τους ανθρώπους να μιλήσουν σαν άνθρωποι ακριβώς επειδή διοχετεύει στην γλώσσα αυτά που κατοικούν έξω από αυτήν αλλά αναγκαστικά τα κουβαλάει μαζί της: τους φόβους, τις επιθυμίες, τις σχέσεις. Εν τέλει, οι άνθρωποι κι οι σχέσεις τους μοιάζουν να έχουν αυθεντικότητα και αλήθεια. Υπάρχει φυσικά το στυλιζάρισμα της “φυσικότητας”, αλλά είναι ένα στυλιζάρισμα που εξυπηρετεί διαφορετικό σκοπό. Αν θέλεις να κάνεις ταινίες για γονείς, παιδιά, εραστές και φίλους (όπως κάνει ο Baumbach), τότε όλα αυτά είναι απαραίτητο να στοχεύουν και να εξυπηρετούν την αλήθεια. Μια αλήθεια ουτοπική, όχι επειδή είναι όπως την θέλουμε, αλλά γιατί μας απελευθερώνει. The truth is an act of love, έλεγε ένας στίχος από μια άλλη πρόσφατη ταινία. Όσο κι αν η μορφή-οικογένεια κι η μορφή-ζευγάρι αποδεικνύονται σχεδόν αδύνατες συνθήκες, κάπως πρέπει να βρεθεί μια διέξοδος αυθεντικής επαφής και επικοινωνίας. Γι’ αυτό, εξετάζοντας τη μοντέρνα αγάπη μέσα από το μοντέρνο χωρισμό, το Marriage Story δεν ψάχνει τα χρώματα αυτού του πορτραίτου μέσα στον κυνισμό αλλά μέσα στην ειλικρίνεια. Βέβαια, πρόκειται για ένα πορτραίτο που δεν είναι ούτε πλήρες ούτε οριστικό. Αν του λείπουν πράγματα, αυτά είναι κατά βάση δύο. Πρώτον, ότι ο Baumbach δεν εγκαταλείπει αρκετά την δική του ανδρική θέση ώστε να φτάσει στο ίδιο βάθος με τον χαρακτήρα της Nicole από τη μέση της ταινίας και μετά (κάτι που έχει συμβεί βέβαια στα σενάρια που έγραψε μαζί με την σύντροφό του, την αγαπημένη Greta Gerwig). Δεύτερον, σε μεγάλο βαθμό από την ταινία λείπει η σεξουαλικότητα, η λίμπιντο, η ίδια η ερωτική επιθυμία ως τέτοια. Σε στιγμές, η ένταση του δράματος γίνεται τέτοια που σου δημιουργεί τραύματα αναδρομικά, ακόμα κι αν είχαν χωρίσει ποτέ οι γονείς σου (ή σου δημιουργεί τραύματα προκαταβολικά, ακόμα κι αν δεν έχεις χωρίσει ποτέ από μια μεγάλη σχέση). Η διαπραγμάτευση απόλαυσης και ματαίωσης, χαράς και λύπης, που προκύπτει από μια αυθεντικά ανθρώπινη σχέση βρίσκεται πάντα στην καρδιά του Marriage Story. Ο Baumbach ξέρει πως δεν μπορείς να αγγίξεις χωρίς να πληγώσεις, αλλά πρέπει να αγγίξεις. Ξέρει πως αν θέλεις να ανοιχτείς πραγματικά στον άλλο, τότε πρέπει να τον αποκλείσεις κιόλας. Ο Ντελέζ, με τον οποίο ξεκινήσαμε αυτό το κείμενο, έγραφε αλλού: “Επιθυμία του εραστή είναι να του αφιερώνει το αγαπημένο πρόσωπο τις προτιμήσεις του, τις κινήσεις και τα χάδια του. Μα οι κινήσεις του αγαπημένου προσώπου, την ίδια στιγμή που μας απευθύνονται και μας αφιερώνονται, εκφράζουν και τον άγνωστο αυτόν κόσμο που μας αποκλείει.” Η ταινία δεν προσπαθεί να ξεφύγει από αυτές τις αντιφάσεις. Δεν μας δείχνει την λύση από αυτές, αλλά παραπέμπει στη δυνατότητα συμφιλίωσης. Ανοίγεται σε μια ουτοπική τάξη των ανθρώπινων σχέσεων όπου μπορεί να μην νικάει το καλό και μπορεί να μην υπάρχει happy end, αλλά πλημμυριζόμαστε από βαθιά και μυστηριώδη ικανοποίηση. Αντί για απάντηση, μας δίνει μια ευχή: Καλή τύχη στα παιδιά που γεννάνε παιδιά.