Η μεγάλη οθόνη όσο πάει μικραίνει όλο και περισσότερο. ΟΚ, αυτός είναι ένας αφορισμός που μπορεί να ερμηνευτεί ποικιλοτρόπως. Δεν σκοπεύουμε εδώ να μπούμε αναλυτικά στην συζήτηση για το μέλλον της αίθουσας ως της κατεξοχήν κινηματογραφικής εμπειρίας, αλλά η δεκαετία που τέλειωσε πριν από λίγο καιρό ήταν αυτή που σφράγισε την στροφή από τις μεγάλες προς τις μικρές οθόνες. Ήδη τα 00s με την άνοδο του downloading και την αρχή της χρυσής εποχής της τηλεόρασης είχαν δώσει το έναυσμα, αλλά τα 10s έφεραν μαζί τους την μεγάλη έκρηξη των streaming πλατφορμών και το μονοπώλιο των μεγάλων κινηματογραφικών franchises. Για να μην τα πολυλογούμε, είναι πιο δύσκολο πια να φτιάξεις ταινίες κι είναι πιο δύσκολο γι’ αυτές τις ταινίες να βρουν το δρόμο για την σκοτεινή αίθουσα. Αντίθετα, ο δρόμος προς την τηλεόραση, το laptop, το tablet και το κινητό μοιάζει ορθάνοιχτος. Έχουμε στο μυαλό μας δύο παραδείγματα που φωτίζουν κάπως αυτήν την κατάσταση. Το πρώτο παράδειγμα αφορά το Annihilation του 2018, δηλαδή την ταινία του Alex Garland που κατέληξε εν τέλει στο Netflix αντί για την μεγάλη οθόνη, εκτός από τις ΗΠΑ και την Κίνα όπου πήρε μικρή κινηματογραφική διανομή. Ο λόγος ήταν ότι το studio της Paramount φοβήθηκε ακριβώς αυτό: ότι η πολυπλοκότητα του Annihilation ως σκεπτόμενο sci-fi, παίρνοντας ένα χαοτικό πρωτότυπο υλικό και ερμηνεύοντάς το με ελεύθερο τρόπο, θα οδηγούσε μαθηματικά σε box-office αποτυχία. Έπειτα από διαμάχες σχετικά με την πιθανή απλοποίηση και το εμπορικό μέλλον της ταινίας η Paramount συμφώνησε με το Netflix να αναλάβει αυτό την διανομή του Annihilation στις μικρές οθόνες. Το δεύτερο παράδειγμα αφορά το Joker. Ο Todd Phillips ήθελε να φτιάξει μια ταινία και το Hollywood λίγο-πολύ του είπε: «Έχεις μια ενδιαφέρουσα ιδέα; Βρες έναν τρόπο να την προσδέσεις σε ένα γνωστό κι εγκαθιδρυμένο property». Κι εγένετο Joker. Κάπως έτσι καταλήξαμε να δούμε στην μικρή οθόνη κάμποσες ταινίες που δικαιωματικά ανήκαν στη μεγάλη, είτε επειδή ανέλαβε τη διανομή τους κάποια πλατφόρμα (όπως το The Meyerowitz Stories του Noah Baumbach, το The Other Side of the Wind του Orson Welles, το The Ballad of Buster Scruggs των αδερφών Coen ή το Atlantics της Mati Diop) είτε επειδή μάλλον θεωρήθηκε μεγάλο εμπορικό ρίσκο να βγουν στην αίθουσα (όπως το Sorry to Bother You, το Eighth Grade, το Mid90s, το Madeline’s Madeline, το In Fabric, το The Souvenir, το We Are Little Zombies, το Baby Teeth και κάμποσα ακόμα λατρεμένα φιλμ των τελευταίων χρόνων). Δυστυχώς, σ’ αυτήν την κατηγορία ταινιών προστέθηκε πρόσφατα το Uncut Gems, η ταινία των αδερφών Safdie με τον Adam Sandler που κυκλοφόρησε την περασμένη βδομάδα από το Netflix. Η στεναχώρια ήταν μεγάλη, γιατί ήθελα πολύ να την δω στη μεγάλη οθόνη. Μετά την θριαμβευτική break-out επιτυχία του Good Time το 2017 (μιας από τις αγαπημένες μας ταινίες και το αγαπημένο μας soundtrack της δεκαετίας παρεμπιπτόντως), το γεγονός ότι οι Safdie έβγαζαν νέα ταινία (και μάλιστα ξανά με Daniel Lopatin στο soundtrack) ήταν αρκετό για να εντάξει το Uncut Gems στις πιο πολυαναμενόμενες ταινίες της χρονιάς. Επιπλέον, ένας ακόμα λόγος που ανυπομονούσα γι’ αυτήν την ταινία ήταν ο ίδιος ο Sandler, ο οποίος (πέρα απ’ το να είναι έμμεσα υπεύθυνος για μια από τις καλύτερες meme σελίδες του παγκόσμιου ίντερνετ) αξίζει σίγουρα περισσότερες ευκαιρίες για να ξεδιπλώσει το μεγάλες δραματικές υποκριτικές του ικανότητες – κάτι που βεβαίως έχει ξανακάνει στο προαναφερθέν The Meyerowitz Stories αλλά και το Punch-Drunk Love του Paul Thomas Anderson. Ουσιαστικά, ο Sandler ανήκει για μένα σ’ εκείνη την ιδιαίτερη κατηγορία ηθοποιών που κατέχουν μια ιδιαίτερη ερμηνευτική τέχνη, έναν ειδικό κρυμμένο πλούτο που χρειάζεται κάποιον σκηνοθέτη με όραμα προκειμένου να τον αναδείξει (όπως έχει γίνει στο παρελθόν με τον Nicolas Cage και τον Arnold Schwarzenegger). Ταυτόχρονα, η επιλογή του για το Uncut Gems είναι και μια πειραγμένη εκδοχή stunt casting που εφιστά την προσοχή στην αντίφαση ανάμεσα στην αντίληψη του κοινού για τον ηθοποιό και τον ρόλο του στην ταινία. Ναι, οι αδερφοί Safdie βλέπουν το κάστινγκ σαν μια τέχνη από μόνο του (το σημειώνει ακόμα κι ο Γιώργος Λάνθιμος) και έχουν ξανακάνει το ίδιο πράγμα με τον Robert Pattinson στην προηγούμενή ταινία τους. Εν πολλοίς, η μαγική ισορροπία του Uncut Gems έγκειται στο ότι είναι ταυτόχρονα τρομερά απλό και επιθετικά ντελιριακό. Η ιστορία του είναι πολύ λιτή: ο Sandler υποδύεται έναν ταχύστομο κομπιναδόρο που θέλει να κερδίσει μια σειρά από στοιχήματα με τον εαυτό του, τον χρόνο, τη Νέα Υόρκη, τον υπόκοσμο κι ένα υπερ-πολύτιμο διαμάντι. Η λιτή αυτή ιστορία, λοιπόν, ζωντανεύει με τα πιο εκρηκτικά καλλιτεχνικά μέσα. Ο θόρυβος, το άγχος, η φρενίτιδα, ο υπερ-ρυθμός της σύγχρονης καπιταλιστικής μητρόπολης είναι εκείνα τα συστατικά που επιστρατεύονται από τους αδερφούς Safdie για να εξαπολύσουν μια επίθεση στις αισθήσεις που να πηγάζει από την ίδια την ζωή της ταχύτητας, της επίδοσης, της πίεσης: μια ζωή στην τσίτα. Για να το πετύχουν αυτό, οι Safdie είναι πολύ σαφείς στις κινηματογραφικές αναφορές και οφειλές τους. Φτιάχνουν ένα τσιτωμένο, βρώμικο και υπαρξιακό man-on-the-run που πηγάζει από τα νεο-χολιγουντιανά 70s του Robert Altman, του William Friedkin και του John Boorman, προσθέτοντας μερικές γερές δόσεις από το Driver, το Gambler, το Thief και φυσικά από το πνιγηρό ανδρικό σύμπαν των ταινιών του Paul Schrader. Αντίθετα με το πρόσφατο Joker, το Uncut Gems δεν χρησιμοποιεί τα κινηματογραφικά 70s απλά σαν αισθητικό καμβά ή σαν σεντούκι αναφορών. Ουσιαστικά, η υπαρξιακή δυσφορία κι η μητροπολιτική ένταση που απέπνεε αυτή η πλευρά του New Hollywood γίνεται το κατάλληλο κινηματογραφικό υπόστρωμα για να αναπαραστηθεί η ζωή στην τρεχάλα, η γυμνή ζωή της παρανομίας στον καπιταλισμό, η σχιζοειδής ανδρική υστερία του κυνηγιού της δύναμης και της επιτυχίας. Όπως γνωρίζει πολύ καλά όποιος έχει δει την ταινία, το Uncut Gems είναι ένα φιλμ για ένα άνδρα στα όρια. Έτσι, είναι και το ίδιο μια οριακή κινηματογραφική εμπειρία που δοκιμάζει στα ίσια την καρδιά, τα μάτια και την αντοχή του θεατή. Μ’ αυτήν την έννοια, είναι ίσως πιο κοντά στο You Were Never Really Here της Lynne Ramsay (που επίσης διασκευάζει τον 70s αντι-ηρωικό κινηματογραφικό μύθο) παρά στο Good Time. Το Uncut Gems έχει θόρυβο, ασχήμια. Έχει αληθινή βρωμιά, όχι εύκολο κινηματογραφικό coolness ή κυνική χορογραφία της βίας. Δεν φτιάχνει έναν σιωπηλό και βλοσυρό ντεμέκ πολύπλοκο αντιήρωα άλλα έναν άβολα σάρκινο και κωμικά υστερικό χαρακτήρα, έναν αυθεντικό άνδρα της αδρεναλίνης και των άκρων. Είναι σα να ένωσες τον Paul Schrader με τον Γιάννη Οικονομίδη, πράγμα στο οποίο, για να είμαι ειλικρινής, δε μπορώ να αντισταθώ. Όπως κινείται το μαύρο και βρώμικο χρήμα στην καρδιά του υπερ-καπιταλισμού, έτσι κινείται κι ο Adam Sandler ανάμεσα σε ανθρώπους, κτίρια, σχέσεις και συναισθήματα. Η σκληρότητα της ταινίας οξύνεται ακόμα περισσότερα από τις εκρήξεις συναισθηματικής ειλικρίνειας και τις αντιθέσεις μέσα στην οπτική και την ηχητική γλώσσα του Uncut Gems. Συνδυάζοντας το δρομίσιο με το καλειδοσκοπικό, προκύπτει ένα παράξενο κράμα βρώμικου ρεαλισμού και κοσμικού αστείου. Για άλλη μια φορά, λοιπόν, οι αδερφοί Safdie θριαμβεύουν μέσα από τον απίστευτο έλεγχο των θεμελιωδέστερων στοιχείων του σινεμά. Εικόνα, ήχος, ρυθμός, συναίσθημα – όλα στην τσίτα, όλα στην εντέλεια. Το Uncut Gems είναι ένας αυτάρκης κινηματογραφικός κόσμος, δύο αγνές ώρες υπερ-πραγματικότητας. Όπως έχει σημειωθεί ήδη ποικιλοτρόπως, ο ήχος παίζει βασικότατο ρόλο στην ιδιαίτερη αύρα της ταινίας. Οι ήχοι της πόλης, των αντικειμένων, των μηχανών μπλέκονται με την ηλεκτρονική μουσική και την ανθρώπινη φωνή μέσα σε ένα μουτζουρωμένο παλίμψηστο θορύβου που αποκαλύπτει ένα επιθετικό και καταπιεστικό κενό επικοινωνίας. Η ακουστική δύναμη του Uncut Gems θυμίζει ηχητικό πόλεμο, για να δανειστούμε τον όρο από το φοβερό βιβλίο του μουσικού Steve Goodman που εξετάζει την δυνατότητα του ήχου να δημιουργήσει τρόμο και φόβο. Απ’ αυτήν την σκοπιά, η ταινία ξεκινάει από τις αναφορές των 70s αλλά η ψυχή της επικοινωνεί με τον αναζωογονητικό κινηματογραφικό αντικαπιταλισμό του 2018-2019, της περιόδου δηλαδή που είδαμε το Shoplifters, το Burning, το Parasite, το Sorry to Bother You, το Us, το Happy As Lazzaro, το Birds of Passage, ακόμα και το Joker σε κάποιες πτυχές του. Εστιάζοντας σε απατεωνίσκους, κομπιναδόρους, φτωχοδιάβολους και κολασμένους, αυτή η φουρνιά ταινιών ανέδειξε με ορμητικό καλλιτεχνικό τρόπο τη μη-βιωσιμότητα του καπιταλισμού, την έκρηξη της εμπειρίας των υποτελών τάξεων με όρους εγκλήματος, βίας, οργής, αίματος. Ο σύγχρονος καπιταλισμός, ως κοινωνία της επίδοσης και της κόπωσης (για να επικαλεστούμε τον Byung-Chul Han για δεύτερη φορά μέσα σε δυο μέρες), δημιουργεί μια ζωή αβίωτη. Εκεί όπου ο καπιταλισμός του Μαρξ ήταν ένα βαμπίρ που ρουφούσε το αίμα της ζωντανής εργασίας, ο καπιταλισμός των αδερφών Safdie εισχωρεί στο αίμα σαν σπίντα κι οδηγεί τις φλέβες στην έκρηξη. Πόσο να αντέξει αυτό το σώμα; Δεν υπάρχει χρόνος να σταματήσεις, δεν υπάρχει ησυχία να σκεφτείς. Θυμήσου τι είπε ο ποιητής: «Δεν υπάρχουνε διαμάντια στα συντρίμμια». Τρέχα τώρα, μαλάκα.