Μεγάλο θέμα και μεγάλη υπόθεση η σχέση ανάμεσα στην ελευθερία και τον κινηματογράφο. Βάσει μιας οπτικής την οποία μοιραζόμαστε, στόχος του σινεμά πρέπει να είναι η απελευθέρωση του θεατή. Το ίδιο το κινηματογραφικό έργο, όμως, παράγεται μέσα σε κατεξοχήν ανελεύθερες συνθήκες, αφού αποτελεί μια βιομηχανική διαδικασία που γεννήθηκε μέσα από την μαζική κουλτούρα του ανεπτυγμένου καπιταλισμού των αρχών του 20ού αιώνα κι είναι αλληλένδετη με την πορεία του καπιταλιστικού πολιτισμού και τεχνολογίας εδώ και πολλές δεκαετίες. Αυτή η αντίφαση βρίσκεται στην καρδιά του σινεμά ως μέσου, αλλά είναι επίσης και το προνόμιο που του επιφυλάσσει το γεγονός ότι το ίδιο βρίσκεται μέσα στην καρδιά της καπιταλιστικής αντίφασης ανάμεσα στην τάση για δημιουργία/ελευθερία και την τάση για αλλοτρίωση/πραγμοποίηση. Φυσικά, αυτή η σύνθετη σχέση που περιγράφουμε έτσι περάσει από χίλια κύματα εδώ κι εκατό χρόνια, και οι τελευταίες δεκαετίες, με την άνοδο της ψηφιακής τεχνολογίας και του μαζικού ίντερνετ, έχουν επιταχύνει πολύ τις διαδικασίες μετασχηματισμού εντός της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Το σινεμά αλλάζει, λοιπόν, ως καλλιτεχνική γλώσσα, ως κοινωνική εμπειρία και ως πολιτιστική βιομηχανία. Σ’ αυτήν την τελευταία πλευρά, την βιομηχανική, και την σχέση της με την δημιουργική διαδικασία, έχουμε αναφερθεί πρόσφατα σε κείμενα όπως αυτά για το Mank του David Fincher και το Nightmare Alley του Guillermo del Toro όπου καταπιαστήκαμε με την διαπραγμάτευση δύναμης ανάμεσα σε στούντιο και καλλιτέχνες στην εποχή του streaming. Αυτή η σχέση έχει τριβές κι εντάσεις, προφανώς, και στο τελευταίο επεισόδιο του μπρα-ντε-φερ είδαμε τον Robert Eggers να δίνει συνεντεύξεις και να μιλάει δημόσια για την εμπειρία της δημιουργίας του The Northman, της νέας ταινίας του που κυκλοφόρησε πριν λίγες βδομάδες στις αίθουσες, με την Focus Features, δηλαδή της “indie” θυγατρικής του στούντιο της Universal Pictures που ανήκει στον τηλεπικοινωνιακό κολοσσό της Comcast. Βέβαια, για να είμαστε δίκαιοι, η γκρίνια σκηνοθετών για την απουσία καλλιτεχνικού ελέγχου κατά την παραγωγή μιας μεγάλης στουντιακής ταινίας δεν αποτελεί καμία ιστορική πρωτοτυπία. Πάντα έτσι ήταν, τουλάχιστον απ’ όταν εγκαθιδρύθηκε το σύστημα των στούντιο ως κυρίαρχη μορφή κινηματογραφικής παραγωγής στις ΗΠΑ του 1920. Κι ούτως ή άλλως, για να ξανα-είμαστε δίκαιοι, τα μεγαλύτερα αριστουργήματα του μέσου δημιουργήθηκαν ακριβώς μέσα σε συνθήκες διαπραγμάτευσης ανάμεσα στην δημιουργική ελευθερία και τον βιομηχανικό περιορισμό (και, σε έναν βαθμό, κάθε καλλιτεχνικό έργο μέσα από μια τέτοιου είδους σχέση παράγεται). Πολύ συχνά, όταν αυτή η αντίθεση παρέμενε ανεπίλυτη και το αποτέλεσμα δεν ικανοποιούσε καθόλου τον δημιουργό, η λύση δινόταν εκ των υστέρων με τη μορφή ενός director’s cut. Πλέον όμως μοιάζει σαν η λογική του director’s cut να τείνει να γίνει όλο και πιο ενδημική μέσα στην κινηματογραφική βιομηχανία. Κάποιες φορές τα director’s cuts έρχονται σαν φυσική ροή των πραγμάτων, κάποιες ως αποτέλεσμα πίεσης των fans κι άλλες σχεδόν προαναγγέλονται από τους ίδιους τους σκηνοθέτες πριν καν βγει η στουντιακή εκδοχή στις αίθουσες. Κάθε περίπτωση έχει μια σχετική μοναδικότητα, φυσικά, αλλά συνολικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτή η τάση είναι αποτέλεσμα της αυξανόμενης ρευστότητας του κινηματογραφικού κύκλου παραγωγής-διανομής. Ρευστότητα όχι μόνο όσον αφορά τα μέσα προβολής (αίθουσες, πλατφόρμες, home video releases κλπ) αλλά και ως προς τα μέσα που χρησιμοποιούν οι δημιουργοί για να επικοινωνήσουν το έργο τους (ή τις απαιτήσεις από το έργο τους). Για παράδειγμα, η άμεση επαφή με fans στα social media, όπως την είδαμε στο παράδειγμα του Snyder Cut του Justice League, οδήγησε την Warner σε ένα άνευ προηγουμένου παράδειγμα υποχώρησης – αλλά και απρόσμενης επιτυχίας από έναν τίτλο που έμοιαζε ξοφλημένος. Έτσι, κάθε ταινία δυνητικά αποτελεί ένα πρόπλασμα του director’s cut της, ειδικά αν συνδυαστεί κι από ένα (πραγματικό ή φτιαχτό) release the **** cut κίνημα. Ούτως ή άλλως, αφού πια η αίθουσα τείνει να γίνει απλώς μια επιλογή διανομής ανάμεσα στις άλλες, τι διαφορά έχει; Αφού η γραμμή ανάμεσα στο πρωτότυπο και το αντίγραφο θολώνει, όλο και περισσότερα πράγματα επιτρέπονται. Θεωρητικά, εμείς είμαστε πάντα με τον καλλιτέχνη. Και έτσι πρέπει, επί της αρχής. Βέβαια, υπάρχουν εδώ κάποιες συχνές παρεξηγήσεις και κάποιες λεπτές αποχρώσεις όταν μιλάμε για το μπλοκάρισμα του “δημιουργικού οράματος” ενός σκηνοθέτη από ένα στούντιο ή πλατφόρμα. Ας πούμε, αυτή η στάση συχνά βασίζεται σε μια auteurίστικη αντίληψη για το σινεμά σύμφωνα με την οποία μια ταινία γεννιέται απλά από το σπουδαίο μυαλό και το μαγικό χέρι του σκηνοθέτη. Πρόκειται για παρεξήγηση όντως, αφού η κινηματογραφική παραγωγή είναι μια κατεξοχήν συλλογική-συνεργατική διαδικασία, έστω και αλλοτριωμένη, αφού από κάποιες πλευρές μοιάζει περισσότερο με καπιταλιστικό εργοστάσιο παρά με καλλιτεχνικό ατελιέ. Από την άλλη, η διαμαρτυρία για το πετσόκομα του οράματος αποκτά μεγαλύτερη εγκυρότητα σήμερα που οι μηχανισμοί περιορισμού της καλλιτεχνικής ελευθερίας των δημιουργών γίνονται όλο και πιο σύνθετοι, πολύπλοκοι και “έξυπνοι” (δηλαδή ύπουλοι). Για παράδειγμα, μέσα από την διαδικασία των test screenings, των marketing projections και του audience sampling (πράγματα που αποτελούν εδώ και πολύ καιρό standard practices για στούντιο και πλατφόρμες), ένας καλλιτέχνης δεν συγκρούεται πια απλώς με έναν μαλάκα μεγα-παραγωγό ή ένα κονκλάβιο χαρτογιακάδων, αλλά (και) με έναν απρόσωπο και απο-ανθρωποποιημένο μηχανισμό “έξυπνης” κοινωνικής μηχανικής και cybernetic πρόβλεψης μαζικής συμπεριφοράς. Στην περίπτωση του The Northman, ας πούμε, ο Eggers κι ο συν-σεναριογράφος της ταινίας, ο Ισλανδός ποιητής και συγγραφέας Sjón, αναγκάστηκαν ουσιαστικά να αλλάξουν μεγάλα κομμάτια των διαλόγων κατά την διαδικασία του post-production (με την high-tech διαδικασία του Automated Dialog Replacement) έπειτα από test screenings στα οποία το στούντιο διαπίστωσε πως το κοινό δεν καταλάβαινε τον Χριστό του από το μείγμα Αγγλικών, Old Norse και Old East Slavic που μιλιέται στην ταινία. Μ’ αυτήν την έννοια, και μόνο που το The Northman υπάρχει με τη μορφή που υπάρχει είναι μια μικρή νίκη. Τέτοιες ταινίες, που μοιάζουν πολύ arthouse για το μαζικό κοινό και πολύ στουντιακές για την arthouse αγορά, υποφέρουν όλο και συχνότερα από την “κατάρα” του μεσαίου μεγέθους φιλμ που κάποτε αποτελούσε την ραχοκοκαλιά της κυριλέ χολιγουντιανής παραγωγής αλλά πλέον δυσκολεύεται να αποδείξει με οικονομικούς όρους την βιωσιμότητά της (όπως το προαναφερθέν Nightmare Alley αλλά και τα πρόσφατα Licorice Pizza και The French Dispatch μεταξύ άλλων). Ακόμα και πετσοκομμένο λοιπόν, αν και δεν ξέρουμε σε τι βαθμό, το The Northman φέρνει ένα κύμα φρέσκου και δροσερού βόρειου (ωπ) αέρα που μυρίζει συνοχή, μαστοριά και όραμα. Γι’ αυτό ασχολούμαστε μαζί του. Δεδομένου πως η ταινία έχει ήδη σχεδόν τρεις βδομάδες που κυκλοφορεί στα σινεμά, εικάζουμε πως υπάρχουν αρκετές πιθανότητες να την έχετε δει ήδη πριν πατήσετε αυτό το link. Αυτό δεν σημαίνει πως έχουμε σκοπό να σας ταράξουμε στα spoilers (αν και θα ακολουθήσουν κάποια), αλλά σημαίνει πως δεν ασχοληθούμε ιδιαίτερα με το να εκθέσουμε τι συμβαίνει στην ταινία από πλευράς ροής των γεγονότων. Είναι πασιφανές πως ο Eggers αφηγείται μια παλιά, πολύ παλιά ιστορία. Οι ρίζες της φτάνουν φυσικά στην σκανδιναβική μυθολογία και ακολουθούν την διαδρομή των σκανδιναβικών θρύλων που πηγάζουν από το έργο της Νεότερης Έντα, δηλαδή του χειρογράφου του 13ου αιώνα απ’ το οποίο πηγάζουν τα περισσότερα στοιχεία που έχουμε συνδέσει με την Old Norse κουλτούρα. Η ταινία, λοιπόν, ακολουθεί έναν γιο, τον Amleth, που γίνεται μάρτυρας της δολοφονίας του βασιλιά πατέρα του κι έπειτα ορκίζεται να πάρει εκδίκηση. Ήδη ο συνδυασμός του μυθολογικού περιβάλλοντος και της βασικής πλοκής μας προϊδεάζει για τις δύο καρδιές που χτυπούν στο στήθος του Northman: από τη μία το λαογραφικό πάθος για την παλιά Ευρώπη (στο οποίο προσδένονται τα arthouse, folk και supernatural στοιχεία που απασχολούν σταθερά τον Eggers στο έργο του) κι από την άλλη η κλασική αφηγηματική συνταγή που υπόσχεται ένα παραδοσιακό χολιγουντιανό βίαιο action έπος. Μπορεί το setting της ταινίας να μοιάζει “ιστορικό” (και θα επανέλθουμε σε αυτό), αλλά η αυθεντική πηγή της γραφής του Northman είναι περισσότερο οι λαϊκές παραδόσεις και δοξασίες του παλιού, προ-μοντέρνου κόσμου των ηρωισμού και του λυρισμού παρά η ρεαλιστική αληθοφάνεια κι η πιστότητα προς το νορδικό παρελθόν. Μ’ αυτήν την έννοια, το “υπερ-φυσικό” στοιχείο δεν έρχεται σαν εξωτερικό συμπλήρωμα της “φυσικής” ζωής των ανθρώπων της ταινίας, αλλά σαν μια εσωτερικότητα. Η πραγματικότητα του Northman είναι μαγική και μαγεμένη, έρμαιο των δυνάμεων που ασκούν πάνω της απόκοσμες οντότητες και δυνάμεις που έρχονται από τα βάθη. Μέσα σ’ αυτήν την πραγματικότητα, ο άνθρωπος περιπλανιέται σαν χαμένος, καταραμένος να παίζει ένα παιχνίδι του οποίου τους κανόνες ούτε γνωρίζει ούτε ελέγχει. Η προβληματική της μαγείας και της λαογραφίας δεν είναι καθόλου καινούρια στο έργο του Eggers βέβαια. Όλοι θυμόμαστε ότι το ντεμπούτο του, πίσω στο 2015, είχε τον τίτλο The VVitch και τον υπότιτλο A New-England Folktale. Σ’ εκείνη την ταινία, που συνδέθηκε στενά με την άνοδο του σύγχρονου arthouse και γυναικοκεντρικού τρόμου, o Eggers έθεσε τις βάσεις της κινηματογραφικής του γλώσσας που διαπιστώνει την απομάγευση του κόσμου και προτείνει την (κριτική, αν και με κυμαινόμενους βαθμούς επιτυχίας) επαναμάγευσή του μέσα από το ζωντάνεμα των δοξασιών και των μυθολογιών των παραδόσεων του αλλόκοτου, του ανορθόδοξου και του αποκλίνοντος. Στο The VVitch λοιπόν, όπως και σε πολλές ακόμα παλιές και νέες ταινίες που χρησιμοποιούν την γυναικεία μαγεία ως αφηγηματικό όχημα και θεματικό κέντρο, η επαναμάγευση του κόσμου συνδέεται με μια πράξη απελευθέρωσης της θηλυκότητας από τα δεσμά του μοντέρνου, πατριαρχικού, ορθολογικού, πουριτανικού κόσμου. Η γυναικεία μαγεία έρχεται, σαν πρακτική και κοινότητα, να απαντήσει στην περίφραξη της γυναικείας αυτονομίας. Γι’ αυτό και θεωρείται, από τον ανδρικό κόσμο της οργανωμένης θρησκείας και της ορθολογικής γνώσης, ένα αρχέγονο κι ακατανόητο ανορθολογικό κακό. Έτσι εξηγείται βέβαια κι η συμβολική χρήση της εικονογραφίας της μαγείας από τα σύγχρονα φεμινιστικά ρεύματα, κι η ίδια η πρωταγωνίστρια τόσο του The Northman όσο και του The VVitch, η Anya Taylor-Joy δείχνει να το γνωρίζει πολύ καλά. Η ανδρική πλευρά αυτής της δυναμικής, δηλαδή η αρρενωπότητα που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την κατάκτηση της γνώσης-εξουσίας, βρίσκεται στο μικροσκόπιο του σκηνοθέτη στην δεύτερη ταινία του. Το The Lighthouse, αυτό το απόκοσμο βρωμερό διαμάντι, μας υπέδειξε το κυνήγι της γνώσης-εξουσίας ως καταραμένη μοίρα της αρρενωπότητας. Αυτή η μοίρα είναι συνδεδεμένη με την ψευδαίσθηση της ελευθερίας επιλογής, με την ψευδαίσθηση της ελεύθερης πράξης. Με βάση την παραδοσιακή θεμελιώδη διάκριση της δυτικής πατριαρχικής νεωτερικότητας, ο Άνδρας είναι συνδεδεμένος με την ομιλία και την πράξη, δηλαδή με την ενεργητική στάση στον κόσμο. Από την άλλη, η Γυναίκα ταυτιζόταν με την παθητικότητα και την απραξία. Στις δύο πρώτες ταινίες του, ο Eggers μας έδειξε ότι αυτή η φαινομενική παθητικότητα κρύβει έναν χείμαρρο χειρονομιών και πρακτικών που φυλάσσονται από το ανδρικό βλέμμα και σχηματίζουν αιρετικές κοινότητες θηλυκότητας. Ταυτόχρονα, μας έδειξε ότι η ανδρική ενεργητικότητα που παρουσιάζεται ως θεμέλιος λίθος του δυτικού πολιτισμού, όντας καταραμένη, περιέχει αναγκαστικά μια ανείπωτη βαρβαρότητα. Σύμφωνα με το πώς διαβάζω εγώ την ταινία, το The Northman αποτελεί μια συνέχιση αυτού ακριβώς του προβληματισμού, βουτηγμένη στο αίμα και την λάσπη. Η προέκταση αυτού του προβληματισμού σχετικά με την ενεργητικότητα-παθητικότητα και την αρρενωπότητα-θηλυκότητα βρίσκει στο The Northman το αφηγηματικό όχημα του κεντρικού χαρακτήρα με το όνομα Amleth. Οι συνειρμοί που δημιουργεί το όνομα είναι, προφανώς, κάτι παραπάνω από ορατοί (ένα h να βγάλεις κι όλα απογειώνονται). Έχουν γραφτεί αρκετά πράγματα στο αγγλόφωνο (αλλά και στο ελληνόφωνο) ίντερνετ σχετικά με τον προφορικό λαϊκό σκανδιναβικό μύθο του Amleth και το πώς ενέπνευσε την τραγωδία του William Shakespeare. Αν με ρωτάτε, όμως, το ενδιαφέρον εδώ δεν βρίσκεται στο πάθος των Eggers και Sjon για μια ψευδο-ιστορική αυθεντικότητα (η εμμονή του Eggers σε μια “ιστορική ακρίβεια”, όπως λέει ο ίδιος, φαντάζει σχεδόν αντιφατική προς την καρδιά της ταινίας). Έτσι κι αλλιώς, η ερευνητική διάσταση της ταινίας, παρότι ευχάριστα νερντουλιάρικη, είναι αναγκαστικά επιφανειακή γιατί το σινεμά μπορεί μεν να αποτελέσει ερευνητικό μέσο αλλά με άλλους κανόνες και σε άλλη γλώσσα από αυτήν της προσομοίωσης αυθεντικότητας σύμφωνα με τις εφηβικές φαντασιώσεις νεαρών ανδρών που πλέον γράφουν σενάρια για το Hollywood. Αντιθέτως, αν με ρωτάτε, το αληθινό βάθος της παραλληλίας Amleth-Amlet δεν είναι τόσο ιστορικό-λαογραφικό όσο ψυχαναλυτικό. O Eggers χρησιμοποιεί τον αμλετικό μηχανισμό να φωτίσει την ψυχική συγκρότηση της ανδρικής υποκειμενοποίησης μέσα από το δίπολο της ενορμήσης ζωής και της ενόρμησης θανάτου. Αντιστρέφοντας τις κατηγορίες της παθητικότητας και της ενεργητικότητας, ή μάλλον δείχνοντας την αυθαιρεσία της σύνδεσής τους με το θηλυκό και το αρσενικό, ο Eggers βρίσκει την αληθινή πράξη στις δυνάμεις του έρωτα-πολιτισμού (όπως ενσαρκώνονται από την Olga) και την αληθινή απραξία στις δυνάμεις της βαρβαρότητας-θανάτου (όπως ενσαρκώνονται από τον Amleth). Εκείνη δικαιώνεται και προχωράει, εκείνος καταδικάζεται και χάνεται – αλλά θα επανέλθουμε σε αυτό σε λίγο. Για τους λάτρεις της ψυχαναλυτικής θεωρίας, ο ίδιος ο Sigmund Freud ήταν εκείνος που αναγνώρισε το ψυχαναλυτικό βάθος του Άμλετ, τον συνέδεσε με τον Οιδίποδα και έδειξε στην απέραντη αναβλητικότητα του ήρωα την ύπαρξη μιας βαθιάς ακινησίας-αδυναμίας που συνδέεται με το ανδρικό πάθος για εκδίκηση. Όπως σημειώνει ο βιογράφος και φίλος του Freud, Ernest Jones, στο κλασικό του έργο Hamlet and Oedipus, η διστακτικότητα του σαιξπηρικού ήρωα οφείλεται στην εξαιρετικά περίπλοκη ψυχοδυναμική κατάσταση που τον φέρνει η υστερική επιθυμία για εκδίκηση. Κι όπως κι ο Amleth του The Northman, στο τέλος, έχοντας πάρει την εκδίκησή του, πεθαίνει έναν άδοξο θάνατο. Το ψυχαναλυτικό βάθος, όμως, δεν σημαίνει απαραίτητα και αφηγηματική δεινότητα. Κι η αλήθεια είναι ότι σε αυτό το επίπεδο, παρότι πλούσιο σε ιδέες, το The Northman πάσχει αρκετά. Παρόλο που η ψυχοδυναμική κατάσταση που περιγράψαμε παραπάνω κοχλάζει κάτω από τον Amleth, τόσο η δραματουργία των Eggers-Sjion, εξαιρετικά επιβαρυμένη από τον ψευδο-αυθεντικό γλωσσικό στόμφο (που δεν καταφέρνει λειτουργήσει απόκοσμα όπως στα VVitch/Lighthouse), όσο και η βεβιασμένη ερμηνείας αγριάδας από τον Alexander Skarsgård, αδικούν τον χαρακτήρα. Μέχρι το τελευταίο μισάωρο της ταινίας που είναι ομολογουμένως καταιγιστικό και αρκούντως ανατρεπτικό, η πορεία του Amleth μοιάζει με ένα αρκετά ορθόδοξο και κοινότοπο ηρωικό οδοιπορικό που θυμίζει το monomyth του Joseph Campbell που έχει ξεσηκώσει εδώ και δεκαετίες το Hollywood, με πρώτο και καλύτερο βέβαια τον George Lucas. Όταν έρχεται η ανατροπή, την οποία βεβαίως περιμέναμε γιατί Eggers είσαι αφού, είναι σχεδόν πολύ αργά. Ο λόγος είναι ότι η ανατροπή αποκαλύπτεται ως αφηγηματικό τρικ που περισσότερο σκοπεύει να εκπλήξει παρά να ολοκληρώσει-κορυφώσει έναν συνεκτικό στοχασμό πάνω στα θέματα και τον ήρωα της ταινίας (εικάζω πως κάπου υπάρχει ένα cut του Eggers που είναι από πολύ νωρίτερα πιο “ανατρεπτικό” απέναντι στην ιστορία που αφηγείται). Αυτή η αμφίθυμη σχέση του σύγχρονου Hollywood με το ταξίδι του παραδοσιακού ήρωα και τις μεσσιανικές αφηγήσεις του Ενός έρχεται όλο και συχνότερα τελευταία στην επιφάνεια, αν σκεφτούμε ότι για παράδειγμα τόσο το πρόσφατο Dune όσο και το πρόσφατο The Matrix αποτελούν μια (λιγότερο ή περισσότερο ειλικρινή και πετυχημένη) απόπειρα αναμέτρησης και ανατροπής των παραδοσιακών tropes του Hollywood και γενικότερα του δυτικού πολιτισμού. Όπως και να ΄χει, το φινάλε της ταινίας έρχεται να αποκαλύψει τις προθέσεις των δημιουργών και να ορατοποιήσει την σύνδεση με το κινηματογραφικό dna του Eggers. O Amleth κάθε άλλο παρά δικαιώνεται αφηγηματικά με την ύστατη πράξη του. Το framing του φινάλε δικαιώνει την Olga, καθώς ο ήρωας αποκαλύπτεται ως ένα αρσενικό ζώο πέρα από κάθε σωτηρία. Παρά το κάλεσμα του έρωτα-πολιτισμού, η μοίρα της αρρενωπότητας, δηλαδή της βαρβαρότητας και του θανάτου, παίρνει το πάνω χέρι και οδηγεί τον Amleth στον άδοξο θάνατο που περιλαμβάνει εκδίκηση αλλά όχι δικαίωση. Όπως έγραφε ο Νίτσε, τον οποίο σίγουρα έχει μελετήσει ο Eggers: “Η ψυχή που αγαπιέται αλλά δεν αγαπά η ίδια, προδίδει το ίζημά της: το κατακάθι αναδύεται.” Κι έτσι ο Amleth θυσιάζεται στον βωμό της ίδιας της επιθυμίας του, χάνοντας απ’ το τομάρι το κεφάλι του, καταλήγοντας ένα καταραμένο ακέφαλο σώμα, όπως ο Acephale του George Bataille, του κατεξοχήν νιτσεϊκού φιλοσόφου που ανέλυσε την σχέση θανάτου και ερωτισμού. Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι το The Northman αποτελεί ουσιαστικά μια διαφορετική εκδοχή των προβληματισμών που απασχόλησαν τον David Lowery στο πρόσφατο The Green Knight. Οι δύο ταινίες μοιράζονται το genre του fantasy και τους προβληματισμούς για τον μύθο, τη μοίρα, την αρρενωπότητα και την ελευθερία, αλλά η προσέγγισή τους διαφέρει αρκετά. Δεν είναι μόνο ότι ο Lowery παρέμεινε στην A24 και ανέπτυξε το όραμά του με χαμηλό μπάτζετ αλλά χωρίς περιορισμούς. Οι σημαντικότερες διαφορές είναι στο ύφος και την φιλοσοφία. Αν μιλάγαμε με μια μουσική αναλογία, το The Green Knight μοιάζει με έναν (φωτεινό) post-rock δίσκο ενώ το The Northman με έναν (σκοτεινό) black metal δίσκο. Για το πρώτο, υπάρχει αισιοδοξία για μια κάποια διέξοδο, ενώ το δεύτερο βλέπει μόνο απαισοδοξία και μαυρίλα. Επίσης, το πρώτο προσεγγίζει τον μύθο μόνο διανοητικά ως κατασκευή ενώ το δεύτερο τον νιώθει κιόλας και παθιάζεται μαζί του. Τέλος, το πρώτο βλέπει την αρρενωπότητα σαν ένα πεδίο αμφισημίας με ανοιχτή έκβαση ενώ το δεύτερο ως ένα φλεγόμενο καζάνι μέσα στο οποίο είναι καταραμένοι να καίγονται οι κολασμένοι. Ο άνδρας του The Green Knight παλεύει με τον εαυτό του και βρίσκει την ελευθερία ακόμα και μπροστά στον θάνατο, μέσα από το εργαλείο της ειρωνείας και της αμφισβήτησης. Ο άνδρας του The Northman περιπλανιέται στον κόσμο ζητώντας ικανοποίηση, γεμάτος δίψα και μίσος, και στο τέλος ανακαλύπτει πως το κενό δε γεμίζει με τίποτα. Εκ των υστέρων, κι έπειτα από την σύγκριση με το The Northman, ομολογώ πως ίσως αδίκησα λίγο το The Green Knight, το οποίο έκτοτε έχει γεράσει μέσα μου πολύ καλύτερο απ’ ό,τι περίμενα. (Τι να κάνεις, αυτή είναι η μοίρα της γραπτής αποτύπωσης μιας γνώμης: παίρνεις μια αδιάκοπη, πολλαπλή και σύνθετη ροή σκέψης και συναισθήματος και την παγώνεις στον χρόνο, την κάνεις πέτρα αμετάβλητη και στατική. Γι’ αυτό η κριτική, εκ φύσεως, είναι καταδικασμένη να μην αποτελεί παρά ένα κακέκτυπο της εμπειρίας.) (Σόρι για την παρένθεση, προχωράμε.) Για να μην είμαι άδικος ούτε εδώ, όμως, υπάρχουν στιγμές που η ταινία πραγματικά λάμπει. Ας πούμε, ο Eggers έχει ένα φοβερό μάτι για τα γλέντια και τις τελετουργίες, και κάθε τέτοια σκηνή αποτελεί αμέσως αποκορύφωμα. Παρομοίως, η έλξη του προς το ανδρικό σώμα και την ανδρική βία τον καθιστά μοναδικά ικανό να γυρίσει μια καταπληκτική σκηνή όπως εκείνη με το άθλημα τύπου ράγκμπι στα υψίπεδα της Ισλανδίας. Επίσης, λατρεύω την αγάπη του για το χιούμορ και το γκροτέσκο, είναι ένας σκηνοθέτης της βλασφήμιας και της σωματικότητας, ειδικά στο Lighthouse και το Northman, με τα ρεψίματα και τις κλανιές να αποτελούν όχι απλά gags για γέλιο αλλά στοιχεία της κινηματογραφικής του φιλοσοφίας (και το diss προς τον Χριστούλη είναι ένα από τα καλύτερα αστεία που έχω ακούσει τον τελευταίο καιρό στο σινεμά). Παρόλα αυτά, η ταινία αργεί να αποκαλυφθεί ως συνεκτικό έργο που φέρνει σε επαφή και επικοινωνία τα επί μέρους στοιχεία της. Αν με ρωτάτε, ο βασικός λόγος γι’ αυτό είναι τα πρώτα 2/3 της είναι εμφανώς κομμένα και ραμένα με στουντιακή λογική (πιθανότατα σε δεύτερο χρόνο), έχοντας σαν αποτέλεσμα μια πολύ παραδοσιακή δομή και μια διεκπεραιωτική, γεγονοτολογική, βιαστική αφήγηση με πολύ exposition (εικάζω ξανά αίτημα του στούντιο ώστε να μην “χάνεται” ο θεατής”). Όσο πλησιάζουμε προς το φινάλε η ταινία βελτιώνεται πολύ, αλλά από κάποιες πλευρές είναι ήδη αργά. Όπως είπαμε και πριν, αυτό δεν είναι παρά ένα σύμπτωμα της αντίφασης του Northman που το εμπόδισε να εκπληρώσει το μεγάλο του potential: πολύ στουντιακό για arthouse ταινία, πολύ arthouse για στουντιακή ταινία. Στα πλαίσια αυτής της αντίφασης, όμως, έχει ενδιαφέρον ο τρόπος που το Northman χειρίζεται το genre του. Όπως γράφαμε και αλλού, το The Northman μαρκεταρίστηκε στις ΗΠΑ ως κάτι ανάμεσα σε prestigious ιστορικό φιλμ και arthouse δράμα εποχής, ενώ ένα promotion ως επική ταινία δράσης και φαντασίας α λα Conan θα κατάφερνε ίσως να τραβήξει πολύ περισσότερο κόσμο στις αίθουσες κεφαλαιοποιώντας την ανατίμηση της nerd κουλτούρας και των genres του φανταστικού στην εποχή του Game of Thrones, του Star Wars και του Marvel Cinematic Universe. Για αρκετούς αναλυτές του χολιγουντιανού box office, αυτός ήταν ένας σημαντικός παράγοντας της οικονομικής του αποτυχίας (πολλοί απέδωσαν σε αντίστοιχη αποτυχία του μάρκετινγκ και την φόλα που έφαγε το The Last Duel του Ridley Scott στο box office). Είναι εμφανές βέβαια ότι ο Eggers όχι μόνο δεν φοβάται το genre αλλά το αγαπάει και το κυνηγάει. Όχι μόνο γιατί, όπως είδαμε νωρίτερα, η μαγεία είναι συγκροτητικό στοιχείο της πραγματικότητάς του σινεμά του, αλλά και γιατί είναι καταφανώς ένας νέρντουλας που ήθελε να κάνει το δικό του Conan, αλλά μπολιασμένο με τις ιδέες και το ύφος του (επηρεασμένος από τον Andrei Tarkovsky, σύμφωνα με τον ίδιο). Παρόλα αυτά, η στουντιακή παρέμβαση στο φιλμ, κι είναι αρκετά εμφανές πού έχει μπει χέρι, μοιάζει περισσότερο προσανατολισμένη στο κοινό του Game of Thrones (καθόλου τυχαία ο μονόλογος-mantra που επαναλαμβάνει νευρωσικά ο Amleth θα φέρει την Arya Stark στο μυαλό πολλών ανθρώπων) παρά στου Valhalla Rising του Nicolas Winding Refn, για παράδειγμα, που αποτελεί μάλλον την συγγενέστερη ταινία προς το Northman όσον αφορά την arthouse μεταχείριση της νορδικής μυθολογίας με όρους hyper-βίαιης hyper-αρρενωπότητας που βρίσκεται ανάμεσα στην εξύμνηση και την κριτική (ο ίδιος ο Eggers λέει ότι “σοκαρίστηκε” που έκανε μια τόσο macho ταινία, ενδιαφέρουσα δήλωση αν μη τι άλλο). Ακόμα κι έτσι, πάντως, η ιδιαίτερη ματιά του Eggers στο genre του fantasy καταφέρνει και ξεχωρίζει. Το Northman μοιάζει να αντιμετωπίζει το genre ταυτόχρονα σαν παιδιάστικο escapism αλλά και εργαλείο αποδόμησης των συμβάσεων του είδους και κριτικής του σύγχρονου κόσμου. Η φιλοδοξία της ταινίας είναι να ξαναζωντανέψει την συναρπαστική παλιά Ευρώπη του Αλλόκοτου, ερχόμενη σε συνάντηση με τους ξεθωριασμένους μύθους του βορειοευρωπαϊκού πολιτισμού στην παγωμένη γη από την οποία προήλθαν. Η βία και ο πόνος συνυπάρχουν με το γέλιο και το γκροτέσκο, κι ο Eggers θρηνεί για τις μυθολογίες και τις τερατουργίες που υποχωρούν ετοιμοθάνατες για να δώσουν χώρο στην νεωτερικότητα και τον ορθολογισμό που τόσο μισεί το κινηματογραφικό σύμπαν του δημιουργού. Απ’ αυτήν την σκοπιά, το Northman μοιάζει να θέλει να αποτελέσει ένα νιτσεϊκό Λυκόφως των Ειδώλων για αυτά που έχουν χαθεί ανεπιστρεπτί κι όμως ακόμα στοιχειώνουν τον σύγχρονο κόσμο. Το ότι το σημαντικότερο μέρος της ταινίας διαδραματίζεται στην Ισλανδία μου φέρνει στο μυαλό το επικό κομμάτι Iceland της post-punk μπάντας The Fall, που επίσης ήταν παθιασμένη με την weird κουλτούρα της παλιάς Ευρώπης, στο οποίο ο μεγάλος Mark E. Smith, επικαλούμενος πνεύματα και τέρατα του Βορρά, καλεί εν τέλει τον ακροατή να “ρίξει τους ρούνους ενάντια στην ίδια του την ψυχή”. Κατά μία έννοια, το ίδιο καταλήγει να κάνει κι ο Amleth στο Northman (για την ιστορία, οι The Fall έχουν κι ένα σπουδαίο τραγούδι με τίτλο The North Will Rise Again, απλά λέω). Συνεχίζοντας τις μουσικές αναλογίες, καθόλου τυχαία δεν είπαμε πριν ότι το The Northman είναι μια black metal ταινία επικών φιλοδοξιών. Υφολογικά μιλώντας, μπορεί η στουντιακή επέμβαση να πλαστικοποίησε την ταινία προς μια Amon Amarth κατεύθυνση (όχι black αλλά οκ καταλάβατε), αλλά στην καρδιά του ο Eggers ήθελε το The Northman να μοιάζει με κινηματογραφικούς Bathory. Η έλξη του προς το παλαιό σκοτάδι κόντρα στο σύγχρονο φως, η λατρεία του για την ρώμη και τη δύναμη, η ταύτιση της επιθυμίας με τον θάνατο – όλα αυτά αποτελούν στοιχεία που ο Eggers από τη μία σπρώχνει προς την ασθητική φετιχοποίηση και εξύμνηση κι από την άλλη φέρνει στο φως προς διανοητική αποδόμησης. Είναι μια ριψοκίνδυνη κίνηση υψηλού ρίσκου αλλά και υψηλής ανταμοιβής. Χαρίζει στο έργο του μια συναρπαστική αμφισημία, αφού μπορεί να διαβαστεί ταυτόχρονα ως υπερ-συντηρητικό και υπερ-ριζοσπαστικό (με αμφότερες ερμηνείες να έχουν βάση στην πραγματικότητα), κάτι αν μη τι άλλο αναζωογονητικό σε σύγκριση με τις συχνότατα συγκαταβατικές, μονοδιάστατες και βολικές αφηγήσεις του mainstream προοδευτικού Hollywood. Την ίδια στιγμή, όμως, το πράγμα θέλει προσοχή και λεπτό χειρισμό, γιατί ανοίγει το έργο του προς δρόμους αντιδραστικούς: μπορεί ο Eggers να λέει τα δικά του στις συνεντεύξεις, και να τα πιστεύει πραγματικά (δεν το αμφισβητώ ούτε κάνω δίκη προθέσεων), αλλά στο μεταξύ μια ολόκληρη online ακροδεξιά υποκουλτούρα έχει στήσει λατρευτική γιορτή γύρω από το έργο του για την αφοσίωσή του στα παραδοσιακά μοτίβα και πρότυπα του εξιδανικευμένου παλιού κόσμου της προ-χριστιανικής Λευκής Ευρώπης των ηρωικών (ενεργητικών) ανδρών και των αγνών (παθητικών) γυναικών. Και μπορεί, όπως έιπαμε, το ίδιο το Northman να περιέχει τα στοιχεία που ανατρέπουν αυτά τα μοτίβα/πρότυπα, αλλά η σχέση λατρείας της ακροδεξιάς με την νορδική μυθολογία είναι πολύ πιο παλιά (και πολύ πιο βαθιά) από την nerd αγάπη για τους Βίκινγκ και τους Θεούς τους στα πλαίσια της pop κουλτούρας των τελευταίων δεκαετιών. Σε τελική ανάλυση, βέβαια, ο δημιουργός είναι αυτός που είναι. Δεν ζητάω από τον Eggers να αλλάξει για να ικανοποιήσει τις δικές μου αισθητικο-πολιτικές απαιτήσεις από το έργο τέχνης. Κάτι τέτοιο θα ήταν τρελό κι ανούσιο. Έτσι κι αλλιώς, ήδη είναι ένας από τους πιο ενδιαφέροντες σκηνοθέτες στο παγκόσμιο σινεμά και το The Lighthouse είναι μια από τις αγαπημένες μου ταινίες της περασμένης δεκαετίας. Νιώθω όμως την ανάγκη να προσπαθήσω να περιγράψω τις ιδεολογικές προεκτάσεις που περιλαμβάνονται, έστω δυνητικά, στην κινηματογραφική του γλώσσα. Όπως μας έχει δείξει πικρά η εμπειρία του 20ού αιώνα, η ολική εναντίωση στον σύγχρονο κόσμο μπορεί να έχει επαναστατικό-προοδευτικό αλλά και συντηρητικό-αντιδραστικό χαρακτήρα. Ο σκοτεινός και μυθικός αντι-μοντερνισμός του Eggers έχει αλλεργία για την τεχνική και την τεχνολογία, ακόμα και για την ίδια την ορθολογική γνώση, απηχόντας τις ιδέες του H.P. Lovecraft που τόσο έχει επηρεάσει το έργο του με τον αντι-νεωτερικό ανορθολογισμό του. Δεν είναι ότι μας επιστρέφει σε ένα αγνό νοσταλγικό παρελθόν, όπως συμβαίνει με μεγάλο μέρος της παραδοσιακής επικής φαντασίας που εκφράζει μια βαθιά αντίδραση στις ιδέες της ανανέωσης και της αλλαγής για χάρη ενός εξιδανικευμένου παρελθόντος και μιας υποτιθέμενα χαμένης αυθεντικότητας. Αντιθέτως, ο Eggers, ειδικά στις δύο τελευταίες ταινίες του, μας καλεί σε ένα μηδενιστικό απαισιόδοξο σπιράλ κατάβασης στο σκοτάδι, στενά δεμένου με την αρρενωπότητα και τη μοίρα/κατάρα της, ως θανατηφόρο πλην απελευθερωτικό αντίδοτο στο ψεύτικο φως (δε μπορώ να μη σημειώσω ότι, σε έναν βαθμό, απηχεί ιδέες που μοιράζονται οι στοχαστές του νεο-αντιδραστικού Dark Enlightenment). Κι εδώ είναι που βρίσκει έναν απρόσμενο σύμμαχο στον σαιξπηρικό Άμλετ, ο οποίος δήλωνε πως “ψέματα λέει ο λόγος ο πιο αληθινός”. Ο Eggers είναι ένας σκηνοθέτης που, κατά δήλωσή του, αδιαφορεί για τις ιστορίες που τοποθετούνται στον σύγχρονο κόσμο – παρότι ο σύγχρονος κόσμος ενδιαφέρεται πολύ γι’ αυτόν. To σινεμά του Eggers με συναρπάζει, παρότι σε ένα μεγάλο μέρος του είναι πολύ μακριά από τις δικές μου ιδέες για τον κόσμο και την ζωή. Κατά μία έννοια, πιο ψυχαναλυτικά μιλώντας, με συναρπάζει ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο – ως απωθημένη επιθυμία για μια τέτοιου είδους κοσμοθεώρηση, μια τέτοια στάση απέναντι στον κόσμο, που την φοβάμαι αλλά και με εξιτάρει. Αν το The Northman είναι μια χαμένη ευκαιρία, αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση πως δεν είναι επίσης μια τρομερά ενδιαφέρουσα ταινία, ανοιχτή προς χίλιους δρόμους και χίλιες ερμηνείες, σαν τα λόγια τις Οφηλίας που για τον Άμλετ ηχούν “μισοβυθισμένα και δίχως νόημα”, μα όσοι τα ακούν “τα συναρμολογούν με την δικιά τους λογική κι αυτό που θέλουν εννοούν”.