Ειδικός δεν είμαι στα πλοία και στα ζητήματα της θάλασσας, αλλά μου φαίνεται ότι είναι λίγο μαλακία να είσαι φάρος. Δεν είναι; Σε καμία περίπτωση δεν σκοπεύω να εξαπολύσω μια απρόκλητη επίθεση στους φάρους γενικά. Δεν έχω πρόβλημα μαζί τους, έχω και φίλους φάρ- ΟΚ, αυτό που εννοώ είναι το εξής. Η μεταφορά του φάρου συνήθως μοιάζει ιδιαίτερα τιμητική. Αν κάποιος είναι φάρος, καθοδηγεί, φωτίζει, ανοίγει το δρόμο. Κατά έναν τρόπο, μάλιστα, εξουσιάζει την επικράτεια που καθιστά ορατή, αφού το περιστρεφόμενο περιοδικό φως την ορίζει. Σαν τον πύργο των επιτηρητών στην φυλακή-πανοπτικόν, το φως του φάρου εγγυάται την ασφάλεια μέσα από την επιτήρηση. Παράλληλα, όμως, για τον φαροφύλακα μοιάζει να έχει μια τιμωρητική σκληρότητα. Μια θυσία χωρίς καν ακροατήριο, ένα αργό και μοναχικό σκότωμα. Αλλά εντάξει, ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει στον βράχο του αρκεί να μην προκ- Άνοιξα έτσι κωμικά (φοβερή κωμωδία παρεμπιπτόντως ε) αυτό το πολύ σοβαρό άρθρο γι’ αυτήν την πολύ σοβαρή ταινία, το The Lighthouse του Robert Eggers που είδαμε χτες στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (κλασικά από την λατρεμένη εδώ και χρόνια A24), επειδή είμαι τρόμπας επειδή αλήθεια ήθελα να αποφορτιστώ. Μου έπεσε πολύ βαριά και μου προκάλεσε πολύ μεγάλη ένταση. Το μυαλό μου, η καρδιά μου, τα μάτια μου και τα αυτιά μου βγήκαν εξουθενωμένα από την αίθουσα. Υπάρχει μεγαλύτερο κομπλιμέντο απ’ αυτό για μια ταινία που θέλει να λέγεται τρόμου, ακόμα κι αν δεν προσπαθεί σε κανένα σημείο της να σε τρομάξει; Παραδέχομαι πως ήμουν overhyped γι’ αυτήν την ταινία. Περίμενα να είναι από πολύ καλή έως φοβερή, κι αυτό αναμφίβολα έριξε ένα βάρος πάνω στην προβολή. Οι λόγοι γι’ αυτήν την προσμονή και την προσδοκία είναι διάφοροι. Πρώτον, αγαπάω γενικά το horror σαν κινηματογραφικό genre και σαν κινηματογραφική γλώσσα που διαπερνάει άλλα genres, από την κωμωδία μέχρι το φεστιβαλικό κύκλωμα των arthouse ταινιών. Δεύτερον, η τελευταία δεκαετία έχει φέρει αυτήν την κινηματογραφική γλώσσα στο προσκήνιο με μεγάλη ένταση, κάνοντας ξανά τον τρόμο ένα ιδίωμα βιώσιμο και ορατό σε μεγάλη κλίμακα. Τρίτον, αγαπάω ιδιαίτερα το παρακλάδι του folk horror που έχει γνωρίσει μεγάλες δόξες αυτήν την δεκαετία, επιχειρώντας να δώσει ένα πιο μυστηριακό και πολύπλοκο μυθικό-ιστορικό-συλλογικό υπόβαθρο στον σύγχρονο τρόμο. Τέταρτον, έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στον Robert Eggers γιατί η προηγούμενη του ταινία, το The VVitch, ήταν ένα εξαιρετικό horror ντεμπούτο που ξεχωρίζει μέσα στην δεκαετία για την πανέμορφα παγανιστική και μπαχαλοσατανιάρικη οπτική της. Πέμπτον, ΟΚ, το The Lighthouse έκανε πρεμιέρα στις φετινές Κάννες και η αποθέωση ήταν τεράστια. Σε ένα πρώτο επίπεδο, χάρηκα πάρα πολύ που ο Eggers επέλεξε ξανά τον τρόμο. Μετά το The VVitch, περίμενα πώς και πώς τι θα είναι το επόμενο βήμα του κι ήλπιζα όντως να συνεχίσει στο horror. Ούτως ή άλλως, ανήκει σε μια γενιά δημιουργών που σε καμία περίπτωση δεν βλέπουν τον τρόμο ως πρώτο βήμα για κάτι άλλο, ως ένα μεταβατικό στάδιο για άλλου είδους ταινίες ή ως μια απόδειξη χειρισμού genre ώστε μετά απλώς να μεταπηδήσουν σε κάτι διαφορετικό με την εμπιστοσύνη ενός στούντιο πλέον. Αντίθετα, σκηνοθέτες σαν τον Ari Aster (του Hereditary και του Midsommar), τον Jordan Peele (του Get Out και του Us), την Jennifer Kent (του Babadook και του Nightingale), τον Panos Cosmatos (του Beyond the Black Rainbow και του Mandy), τον Peter Strickland (του Katalin Varga και του In Fabric), την Julia Ducournau (του Raw) και την Ana Lily Amirpour (του A Girl Walks Home Alone at Night) έχουν χρησιμοποιήσει αυτά τα χρόνια τον τρόμο από την σκοπιά της εμβάθυνσης στο κοινωνικό και ιστορικό περιβάλλον, της διερεύνησης του συναισθηματικού βάθους των χαρακτήρων και της ανανέωσης της σύγχρονης αισθητικής γλώσσας του σινεμά. Πέρα απ’ όλα τα υπόλοιπα, όμως, υπήρχε και μέσα στην ιστορία του The Lighthouse κάτι που με ιντρίγκαρε πολύ. Η ασπρόμαυρη ιστορία των δύο φαροφυλάκων που χάνουν τα λογικά τους όταν μια καταιγίδα πλήττει το νησί όπου βρίσκονται απομονωμένη στη Νέα Αγγλία του 19ου αιώνα μοιάζει τρομερά απλή, αλλά έχει κάτι πολύ έντονο στην εικονογραφία της και κάτι πολύ φιλόδοξο στην διακειμενικότητά της. Πρώτα απ’ όλα, όλη η ταινία του Eggers αποπνέει μια πολύ σκληρή κι ανεμοδαρμένη αγριάδα. Μοιάζει ψημένη απ’ το αλάτι και βυθισμένη στο σκοτάδι. Ούτως ή άλλως, από πολλές πλευρές η Βόρεια Αμερική του 19ου αιώνα ήταν ένα σκληρό μέρος. Πιάνοντας το νήμα από τη Νέα Αγγλία του The VVitch όπου ο Eggers δυναμίτισε τα θεμέλια της εποχής του ορθολογισμού, του 17ου αιώνα, εδώ έχουμε ένα σκοτεινό ρομαντικό πνεύμα που όντως απηχεί μια σημαντική πλευρά της εποχής του. Εκείνη την εποχή που διαδραματίζεται το The Lighthouse, οι ανατολικές ακτές των ΗΠΑ (κομμάτι των οποίων είναι κι η Νέα Αγγλία) είδαν την γέννηση ενός αυθεντικά αμερικάνικου ρομαντικού ρεύματος που ονομάστηκε transcedentalism και το οποίο ανύψωνε την ελεύθερη υποκειμενικότητα του ανθρώπου και της φύσης. Σ’ αυτό το ρεύμα πρωταγωνίστησαν άνθρωποι σαν τον Ralph Waldo Emerson, τον Henry David Thoreau και τον Walt Whitman. Δίπλα σ’ αυτόν τον φωτεινό ρομαντισμό όμως, κι εν μέρει ως αντίδραση σ’ αυτόν, αναπτύχθηκε κι ένας βαθιά σκοτεινός ρομαντισμός, ένας πνιγηρός ρομαντισμός της απαισιοδοξίας που είχε για άτυπους αλλά αιχμηρούς εκφραστές συγγραφείς σαν τον Edgar Allan Poe, τον Nathaniel Hawthorne και τον Herman Mellville. Όταν ο 19ος αιώνας έδωσε την θέση του στον 20ό, έφτασε κι ο κατεξοχήν κληρονόμος αυτού του σκοτεινού αμερικάνικου πνεύματος, ο H.P. Lovecraft, ο φρικαλέος συγγραφέας που καταφέρθηκε εναντίον του κόσμου, εναντίον της ζωής. Το The Lighthouse, πυκνό σε ιδέες και αναφορές, πιάνει ξανά το νήμα μιας σκοτεινής αμερικάνικης παράδοσης, αναπαριστώντας έναν ανορθολογισμό τρομερά συναρπαστικό κι αποφεύγοντας έξυπνα να τον αποθεώσει (κάτι που πάντα έχει κι επικίνδυνες/συντηρητικές πολιτικές προεκτάσεις). Εδώ, η εμπειρία κι παρουσία της θάλασσας είναι κεντρικές. Βλέπουμε δυο ζωές θαλασσοδαρμένες, από τη σκοπιά του ναυτικού και του φαροφύλακα, οι οποίες μπουρδουκλώνονται σε μια διαλεκτική στεριάς και θάλασσας, αφού ο φάρος είναι το κατεξοχήν σημείο-μεταίχμιο ανάμεσά τους. Στον οριακό και μοναχικό τόπο του φάρου, λοιπόν, το άγριο κράτος της θάλασσας εισβάλει στην κατεστημένη τάξη της ενδοχώρας. Εκεί, αποδεικνύεται η ευθραυστότητα των κοινωνικών συμβάσεων της νεωτερικότητας. Η βίαιη αρρενωπότητα συνορεύει με τον τρυφερό ερωτισμό, η επιβράβευση παίρνει τη μορφή της τιμωρίας, η συντροφικότητα γίνεται εύκολα ανθρωποφαγία, η συνοχή του δυτικού πολιτισμού κρέμεται από μια λεπτή κλωστή. Είναι πράγματα που ως ιδέες τα είδαμε επίσης στην πρώτη σεζόν του The Terror, το έτερο σημαντικό έργο της εποχής μας που κάνει σμπαράλια τον ορθολογικό 19ο αιώνα. Κι ανάμεσα σ’ αυτά, το The Lighthouse προτείνει κάτι ακόμα: μια επαναδιαπραγμάτευση του ανθρώπινου και του ζωικού. Αφήνοντας πίσω τον τράγο του The VVitch, ο Eggers εδώ ενώνει παραμορφωτικά τον άνθρωπο και το ζώο (τον γλάρο, τον σκύλο, το ψάρι, το χταπόδι) και τοποθετεί την κεντρική-μυθική εικόνα της γοργόνας ως οριακή κατάσταση ανάμεσά τους. Οι φιλόσοφοι Ντελέζ και Γκουαταρί μιλάγανε για το γίγνεσθαι-ζώο με όρους ρευστότητας και πολλαπλότητας, κι ο Eggers εδώ δοκιμάζει κάτι εξίσου πυκνό και μαγικό. Η αρχή γίνεται μια την απειλητική φωνή του πουλιού της θάλασσας μέσα στο σκοτάδι. Ακούγεται πεινασμένο, πονεμένο, άγριο, πένθιμο, αδίστακτο. Το πουλί έχει τη δυνατότητα να καταραστεί και να καταβροχθίσει τον άνθρωπο, κι ο Eggers κλείνει ποικιλοτρόπως το μάτι στον αισχύλειο μύθο του Προμηθέα. Όλως τυχαίως, ο Καρλ Μαρξ (που είχε για αγαπημένο αρχαίο ποιητή τον Αισχύλο) έβλεπε τον Προμηθέα ως τον κατεξοχήν άγιο και μάρτυρα της ανθρώπινης ιστορίας, κι ο Eggers αναβιώνει τον προμηθεϊκό μύθο από αυτήν ακριβώς την σκοπιά: ως μια τραγική κι αναπόφευκτη θυσία. Φυσικά, η ματιά του είναι ξανά σκοτεινή κι απαισιόδοξη. Η δίψα για γνώση είναι δίψα για εξουσία, κι αυτή η διαδικασία έχει κάτι το βαθιά καταραμένο και καταδικασμένο μέσα της. Στο σύμπαν του The Lighthouse, ασκώντας εξουσία ο ένας στον άλλο, οι άνδρες οδηγούνται στην τρέλα και την παραφροσύνη. Ο δρόμος γι’ αυτό περνάει αναγκαστικά μέσα από την γνώση και την εξουσία. Όλως τυχαίως, αυτή είναι μια οπτική για την κινηματογραφική τρέλα πολύ, πολύ, πολύ πιο βαθιά κι ενδιαφέρουσα από αυτήν που μας έδειξε το Joker – just saying. Όλα αυτά βέβαια δεν θα σήμαιναν τίποτα κινηματογραφικά χωρίς δύο απίστευτες ερμηνείες από δύο απίστευτους ηθοποιούς. Ναι, ο Willem Dafoe κι ο Robert Pattinson ανήκουν στους καλύτερους ηθοποιούς της αντίστοιχης γενιάς τους και απογειώνουν το λιτό αφηγηματικά και πυκνό θεματικά κείμενο της ταινίας σε άλλα ύψη. Προερχόμενοι κι οι δύο από ένα δυνατό σερί επιλογών τα τελευταία χρόνια (At Eternity’s Gate, Florida Project, Vox Lux για τον πρώτο και Good Time, High Life, Waiting for the Barbarians για τον δεύτερο), γεμίζουν τον φυσικό και τον συναισθηματικό χώρο της ταινίας με συγκλονιστικό τρόπο. Ακόμα περισσότερο, προσεγγίζουν κάτι το βαθιά ανοίκειο μέσα από την πλήρη αποσυναρμολόγηση και επανασυναρμολόγηση της ίδιας της γλώσσας. Τα κάνουν όλα και τα κάνουν τέλεια: από το ζωώδες μουγκρητό και την κωμική κλανιά μέχρι τον γοερό θρήνο και την βιβλική ποίηση. Είναι δύο άνδρες στην άκρη της θάλασσας, στην άκρη του πολιτισμού, στην άκρη της λογικής – δύο άνδρες στην άκρη της νύχτας. Τρόμαξα πάρα πολύ με το The Lighthouse. Ξέρετε τι είναι τρόμος; Τρόμος είναι να βγεις από την σκοτεινή αίθουσα και να μην εμπιστεύεσαι πια τους γύρω σου. Τρόμος είναι, έστω και για μια στιγμή, να χάσεις εντελώς την πίστη στην ανθρωπότητα.