– Βοήθησέ τον! Βοήθησέ τον! – Ποιον; Ποιον να βοηθήσω; – Το βομβαρδιστή! Βοήθα το βομβαρδιστή! – Εγώ είμαι ο βομβαρδιστής. Είμαι καλά. – Ε τότε βοήθησέ τον! Joseph Heller, Catch 22, όπως το μάθαμε διαβάζοντάς αυτόν τον διάλογο στην πρώτη σελίδα του ΨΥΧ του Λένου Χρηστίδη εκεί κάπου στις αρχές του 2000 Ας τα πιάσουμε από την αρχή. Ο όρος Catch-22 αναφέρεται στον εγκλωβισμό σε μια παράδοξη κατάσταση απ’ όπου δεν υπάρχει διαφυγή λόγω της ύπαρξης και ισχύος αντιθετικών μεταξύ τους κανόνων και περιορισμών. Το αίσθημα αυτό είναι τόσο παλιό όσο κι η ίδια η ανθρωπότητα, λογικά, αλλά η επινόηση του όρου ανήκει στον Joseph Heller, τον Αμερικανό συγγραφέα που υπέγραψε το ομώνυμο μυθιστόρημα το 1961. Σ’ αυτό το μυθιστόρημα, ακολουθούμε τις εμπειρίες μιας χούφτας στρατιωτών του αμερικάνικου στρατού κατά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς εκείνοι επιχειρούν ένα βαθιά αντιφατικό εγχείρημα: να εκπληρώσουν το καθήκον τους ώστε να επιστρέψουν σπίτι και παράλληλα να καταφέρουν να μην βυθιστούν την τρέλα, την βαρβαρότητα. [%contentAd%] Ναι, το Catch-22 είναι ένα βιβλίο-ορόσημο για τον 20ό αιώνα κι έχει αποτελέσει σημείο αναφοράς για πολλούς, πάρα πολλούς ανθρώπους αυτά τα πενηντατόσα που βρίσκεται σε κυκλοφορία. Επίσης όμως, όπως γνωρίζουν όσοι κι όσες το έχουν διαβάσει, πρόκειται για ένα πάρα πολύ αστείο βιβλίο, με αληθινά συνταρακτικό κωμικό πνεύμα που έχει την δυνατότητα να σε παραλύσει με τρόπο ασυνήθιστο για την κωμική γραφή. Όταν, λοιπόν, μάθαμε ότι το Hulu ετοιμάζει μια τηλεοπτική μεταφορά του Catch-22, τα συναισθήματά μας ήταν αντικρουόμενα. Από τη μία πλευρά, το Catch-22 είναι ένα βιβλίο που δεν πρέπει να σταματήσει να διαβάζεται και να ανακαλύπτεται. Από την άλλη, η ιδέα μιας στρατιωτικής/πολεμικής κωμωδίας μοιάζει πιο απαιτητική σήμερα σε σύγκριση με προηγούμενες περιόδους της μαζικής κουλτούρας. Δεν ήταν και κατάσταση Catch-22 (ωπ), αλλά το όλο πράγμα είχε γενικά ένα ρίσκο. Η αλήθεια είναι πως το Catch-22 είναι πολύ αστείο, πράγματι, γεγονός που το καθιστά ένα ιδιαιτέρως ευχάριστο ανάγνωσμα παρά το σεβαστό μέγεθός του, αλλά πρόκειται επίσης για ένα λογοτεχνικό δημιούργημα που αναδεικνύει μια πολύπλοκη εποχή για την σχέση της μυθιστοριογραφίας με την κοινωνική πραγματικότητα. O Heller ξεκινάει να γράφει το 1953, αντλώντας από την δική του εμπειρία στον Β’ΠΠ, και το βιβλίο κυκλοφορεί στην αυγή των αμερικάνικων 60s. Ουσιαστικά, είναι η εποχή όπου έχουμε δύο πολύ σημαντικές και αλληλοσχετιζόμενες εξελίξεις για την σχέση ανάμεσα στην μυθοπλασία και την ιστορία. Πρώτον, μιλάμε για την πρώτη γενιά που έρχεται πρωτογενώς αντιμέτωπη με την τραυματική ανάμνηση του Β’ΠΠ, είτε από την σκοπιά νέων ανθρώπων που πολέμησαν σε μικρή ηλικία είτε μικρών παιδιών που μεγάλωσαν μέσα στον πόλεμο. Κι η δυνατότητα για μια ώριμη επεξεργασία του τραύματος έμελλε να τορπιλιστεί λίγα χρόνια αργότερα από την τραγική εμπειρία του Βιετνάμ. Υπάρχει και μια δεύτερη εξέλιξη, όμως, που αφορά περισσότερο τους νέους συγγραφείς αυτής της μεταπολεμικής γενιάς. Ο Heller, λοιπόν, ανήκε σε μια γενιά Αμερικανών συγγραφέων που επιχείρησαν μετά τον πόλεμο να πειραματιστούν με την μορφή του μυθιστορήματος, διατηρώντας ταυτόχρονα την αίσθηση μιας βαθιάς λαϊκότητας και μιας άμεσης σύνδεσης με την συλλογική κοινωνική εμπειρία. Επιχειρώντας να τραβήξουν τα όρια της συλλογικής συνείδησης όπως αυτή αποτυπώνεται στο χαρτί, επέστρεφαν στην καθοριστική εμπειρία της εμπλοκής στον Β’ΠΠ. Κατά έναν τρόπο, οι συγγραφείς αυτής της γενιάς έβαζαν το λιθαράκι τους στο Μεγάλο Αμερικάνικο Μυθιστόρημα, την ιδέα ενός λογοτεχνικού έργου που καταφέρνει να συλλάβει το πνεύμα της εποχής του, μετατρέποντας όμως όλα τα κεφαλαία γράμματα σε πεζά, αποδιοργανώνοντας τα σημεία στίξης, αποσυναρμολογώντας τον χρόνο, τον χώρο, τον εαυτό. Ήταν η πρώτη μεταμοντέρνα γενιά συγγραφέων της Αμερικής και τα βιβλία τους για τον πόλεμο ήταν όλα στιγματισμένα από το παράλογο, την αποδόμηση της μεγάλης αφήγησης, την αδυνατότητα της λογικο-ιστορικής συνοχής. Το είδαμε μεταξύ πολλών άλλων στον Norman Mailer, το είδαμε στον Kurt Vonnegut, το είδαμε στον Thomas Pynchon, το είδαμε στον Joseph Heller. Αν τα λέμε όλα αυτά, αγαπητέ φίλε κι αγαπητή φίλη, δεν είναι για να ζαλίζουμε μπάλες – αν και δεν μπορούμε να αποκλείσουμε αυτό το ενδεχόμενο ως σύμπτωμα. Τα λέμε γιατί το Catch-22 δεν είναι απλώς ένα αστείο αντιπολεμικό βιβλίο. Είναι ένα γιγάντιο τεκμήριο της κρίσης του μεταπολεμικού 20ού αιώνα, συμπυκνωμένο σε μια ευανάγνωστη pop συσκευασία, πράγμα τόσο σπάνιο όσο και υπέροχο. Είναι ένα μυθιστόρημα άναρχο, περιπετειώδες, ασταθές και αποσταθεροποιητικό. Τα γεγονότα που αφηγείται μοιάζουν αποσυναρμολογημένα, αποδομημένα, επαναλαμβάνονται διαρκώς μέσα στην αφήγηση από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Σιγά σιγά, ο αναγνώστης συνειδητοποιεί πως αυτές οι αλληλοεπικαλυπτόμενες πλευρές της ιστορίας δεν προσφέρουν μια μεγάλη συνεκτική εικόνα, δεν προσφέρουν κάποιο συμβατικά ικανοποιητικό νόημα, αλλά εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς. Ένας τέτοιος μπορεί να είναι η ολοκλήρωση ενός αστείου για το οποίο είχε γίνει set-up πριν από 50 σελίδες. Ένας άλλος μπορεί να είναι η υπογράμμιση της αδυνατότητας μιας αληθινής, συνεκτικής, μεγάλης αφήγησης – αφού σε τελική ανάλυση ο καθένας ζει στο παραλήρημά του και το γλωσσικό του παίγνιο, τα οποία συναρθρώνει η κοινή τους εμπειρία κι οι βαθύτεροι ασυνείδητοι πόθοι τους. Πουθενά δεν γίνεται πιο ξεκάθαρο αυτό από την συνεχή επανάληψη συγκεκριμένων λέξεων και φράσεων ξανά και ξανά μέχρι να αποκτήσουν παράλογο χαρακτήρα και να αποκαλύψουν τον κρυμμένο απελευθερωτικό κωμικό τους πλούτο. Αν αγαπάτε το stand-up comedy, παρεμπιπτόντως, πιθανώς αυτό να σας θυμίσει τον Stewart Lee. Τον λατρεμένο Stewart Lee. [%contentAd2%] Απ’ όλο αυτό το λαχταριστό μείγμα είναι που προκύπτει η ατμόσφαιρα κωμικού παραλογισμού του βιβλίου. Είναι κάτι που έχει περαστεί με λεπτοβελονιά μέσα στο dna της γραφής, που φτιάχνεται γραμμή-γραμμή και σελίδα-σελίδα. Είναι ένας παραλογισμός που προκύπτει από μια θραυσματική αντίληψη της ιστορίας, του εαυτού, της πραγματικότητας. Είναι μια κρίση νοήματος που ξεδιπλώνεται σε 500 σελίδες. Δυστυχώς, αυτόν τον παραλογισμό η σειρά του Hulu τον ερμηνεύει με έναν ιδιαίτερα φτωχό τρόπο, περιορίζοντάς τον τις περισσότερες φορές σε μια φωνακλάδικη υστερία ή ένα άθροισμα από παραδοσιακού τύπου conflicts εντός και μεταξύ των χαρακτήρων όπως τα έχουμε συνηθίσει με την συμβατική έννοια. Δεν είναι ότι κρατάμε καμιά τρομερή κακία στους σκηνοθέτες και τους σεναριογράφους της μίνι-σειράς. Ούτως ή άλλως, πίσω στο 1970 υπήρξαν και πολύ ικανότεροι δημιουργοί (ο Mike Nichols κι ο Buck Henry συγκεκριμένα) που μετέφεραν το Catch-22 στην μεγάλη οθόνη αποτυγχάνοντας να συλλάβουν την ατμόσφαιρα και την αίσθηση του βιβλίου. Ας μην παρεξηγηθούμε, όμως: η σειρά είναι τίμια. Είναι μια πιστή μεταφορά, καλοφτιαγμένη, καλογυρισμένη, καλοπαιγμένη. Είναι αξιοπρεπής στην υλοποίησή της και δείχνει σεβασμό προς το πρωτότυπο υλικό του Heller. Παρ’ όλα αυτά, η φτωχή αντίληψή της για το τι σημαίνει εν τέλει πιστή μεταφορά είναι που την οδηγεί στο να συλλάβει το Catch-22 απλώς ως μια χλιαρή αντιπολεμική σάτιρα. Στα 6 επεισόδια που βλέπονται με χαρακτηριστική αν μη τι άλλο ευκολία, το Catch-22, ένα δαιδαλώδες και πολύπλοκο έργο μέσα στο fun του, περιστέλλεται στα σημεία της πλοκής του και στο «μήνυμά του». Κακά τα ψέματα: μερικά πράγματα δεν μεταφέρονται εύκολα σε διαφορετικό μέσο, γιατί η βαθύτερη ουσία τους διαπλέκεται στενά με παιχνίδι τους με το ίδιο το μέσο, την ιστορία του, τις συμβάσεις του, τις βεβαιότητές του. Κι αν το βιβλίο του Catch-22 έχει σαν αποστολή να κλονίζει βεβαιότητες, τότε η σειρά του Hulu αρκείται απλώς στο να φτιάξει περίπου 5 ώρες μετρίως ικανοποιητικής τηλεοπτικής αφήγησης. Για να κατάφερνε κάτι περισσότερο, όμως, θα έπρεπε να φερθεί στην ίδια την τηλεοπτική αφήγηση με τον ίδιο τρόπο που φέρθηκε το Catch-22 στην λογοτεχνική: βέβηλα.