Είναι γνωστό: εδώ και κάμποσα χρόνια, ο ναρκωρεαλισμός και τα ναρκωθρίλερ που τοποθετούνται στην Λατινική Αμερική περνάνε στιγμές νέας δόξας, τόσο σε επίπεδο καλλιτεχνικής δημιουργίας όσο και σε επίπεδο λαϊκής απήχησης. Φυσικά, η αμερικάνικη βιομηχανία του θεάματος έχει συντριπτικά το πάνω χέρι στις αναπαραστάσεις του κινηματογραφικού drug trafficking, σπάζοντας ταμεία σε μικρή και μεγάλη οθόνη με πράγματα όπως το Traffic του Steven Soderbergh στις αρχές της περασμένης δεκαετίας ή τα Sicario και Narcos πιο πρόσφατα. Από την άλλη, βέβαια, έχουμε δει και υπέροχες λατινο-αμερικάνικες παραγωγές αυτά τα χρόνια, από το Maria Full of Grace και το City of God, μέχρι το Sin Nombre και το Gueros. Όλα αυτά, στον έναν ή τον άλλο βαθμό, καταφέρνουν να συνδυάσουν την βία των δρόμων και την βία των συνόρων, τις σπαταλημένες ζωές σε γκέτο και φαβέλες, τα οικογενειακά δράματα και την πολιτική διαφθορά, τον βρώμικο ρόλο των αμερικάνικων κυβερνήσεων και την ρεαλιστική ή υπερβολική δράση του εμπορίου ναρκωτικών. Ε, αν τα αγαπάτε όλα αυτά, πολύ καλά κάνετε – αλλά δεν θα σας βοηθήσουν και τόσο πολύ εδώ πέρα, γιατί έχουμε μια κολομβιανή ταινία εγκλήματος που είναι πολύ, πολύ διαφορετική από οτιδήποτε άλλο έχετε δει. [%contentAd%] Το Birds of Passage, λοιπόν, η νέα ταινία των Ciro Guerra και Cristina Gallego που κυκλοφορεί αυτήν την βδομάδα στις κινηματογραφικές αίθουσες με τον ελληνικό τίτλο Αποδημητικά Πουλιά, έχει μικρή σχέση με τα παραπάνω, παρότι στα χαρτιά μοιάζει να λέει μια αρκετά ειπωμένη ιστορία. Η ταινία ξεκινάει από τα τέλη των 60s, όταν το εμπόριο ναρκωτικών στην Κολομβία αρχίζει να γίνεται επικερδής βιομηχανία, κι εστιάζει σε μια οικογενειακή τραγική ιστορία από την φυλή αυτοχθόνων Wayuu που περιλαμβάνει, πρωτίστως, έναν πρωτόγνωρο πόλεμο για τον έλεγχο της αναδυόμενης ναρκωμπίζνας μαριχουάνας με κατεύθυνση τις Ηνωμένες Πολιτείες – οι οποίες όλως τυχαίως εκείνη την περίοδο βάζουν μπροστά το ανέκδοτο που ονομάστηκε «πόλεμος κατά των ναρκωτικών». Τρία χρόνια μετά την προηγούμενη ταινία που φτιάξανε μαζί, το αριστουργηματικό Embrace of the Serpent (μιας από τις αγαπημένες μας ταινίες όλης της δεκαετίας, αν ρωτάτε), οι Guerra και Gallego επιστρέφουν και πάλι με ένα σινεμά όχι εξωτικό αλλά μαγικό, όχι βαθύ με την έννοια του αινιγματικά συμβολικού (που κι αυτό μας αρέσει υπό όρους) αλλά βαθιά υπερβατικό, ποιητικό και βίαιο. Βασικά, είναι περίπου σαν το Narcos, αν είχε γυριστεί από τον Werner Herzog ή τον Alejandro Jodorowsky (με LSD πάντα) στα 70s. Ναι. Ο Guerra, βέβαια, έχει ήδη μια παράδοση δύο δεκαετιών στο κολομβιανό σινεμά, δείχνοντας σε κάθε μεγάλη μήκους ταινία του μια τεράστια φροντίδα στην κινηματογραφική έρευνα, στην ακρίβεια, στην πιστότητα – σε ένα είδος κινηματογραφικής κινηματογραφικής αλήθειας που πατάει εξίσου στην εκστατική οπτική γλώσσα και την ενδελεχή επιστημονική έρευνα. Έτσι, στο Birds of Passage, συναντούμε έναν κινηματογράφο εθνογραφικό και ανθρωπολογικό, θλιμμένο και τροπικό. Η ταινία των Guerro και Gallego είναι γεμάτη με ζωντανά οργιαστικά χρώματα, είναι γυρισμένη σε επικών διαστάσεων σινεμασκόπ, είναι βουτηγμένη σε μια διαρκώς πένθιμη ατμόσφαιρα. Η ιστορία που αφηγείται μοιάζει απλή και λιτή, αλλά η κινηματογραφική γλώσσα που μιλάει ζητάει την προσοχή, την προσήλωση και την υπομονή – φροντίζοντας να την επιβραβεύσει γενναιόδωρα σε επίπεδο συναισθηματικό, πολιτικό και αισθητικό. Όσον αφορά τον θεματικό του πυρήνα, το Bird of Passage ρίχνει άγκυρα σε ένα είδος οικογενειακής αφήγησης που έχουμε δει ξανά και ξανά στις εγκληματικές ιστορίες, από την αρχετυπική οικογένεια του The Godfather μέχρι αυτήν του The Sopranos. Αυτή η δυναμική δουλεύεται καλά, λιτά, με απλότητα και ευαισθησία, αλλά το δυνατό χαρτί των Guerra και Gallego βρίσκεται στο πως ντύνουν την ανθρώπινη μικρο-ιστορία με την δική τους εθνογραφική μακρο-ιστορική οπτική. Δίπλα στην οικογενειακή ιστορία μικρο-διάλυσης, λοιπόν, αναπτύσσεται με εντυπωσιακή συνοχή και σοβαρότητα μια πολιτισμική ιστορία μακρο-διάλυσης, καθώς βλέπουμε τις κοινωνικές σχέσεις των αυτοχθόνων της Κολομβίας να δυσκολεύονται να αντέξουν το βάρος των νέων κοινωνικών δυναμικών που φέρνει μαζί του το εμπόριο ναρκωτικών. Πάνω σ’ αυτήν την μεγάλη διαδικασία διάλυσης, 170 χρόνια πριν το Birds of Passage, οι Marx και Engels έγραφαν στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο: «Καθετί στέρεο εξανεμίζεται, καθετί ιερό βεβηλώνεται και στο τέλος οι άνθρωποι αναγκάζονται ν’ αντικρίσουν με νηφάλιο μάτι τη θέση τους στη ζωή και τις αμοιβαίες σχέσεις τους». Με έναν τρόπο, καθώς παρακολουθούμε τον καπιταλισμό να αποικιοποιεί εκ νέου εδάφη και ανθρώπους, η ταινία ζωντανεύει φαντασμαγορικά την μαρξική αυτή ρήση και μας καθοδηγεί προσεκτικά και ψύχραιμα στο πώς οι δεσμοί αίματος, κουλτούρας και αγοράς των αυτοχθόνων Wayuu αποσυντίθενται και επανασυντίθενται μέσα σε μια διεθνοποιημένη οικονομία και παραοικονομία, με νέες τελετουργίες να αντικαθιστούν με βία και αίμα αυτές της λαϊκής τοπικής παράδοσης. Μέσα σ’ αυτό το μείγμα οικογενειακού δράματος και οικονομικής ανθρωπολογίας, το Birds of Passage μεταχειρίζεται τις διχοτομήσεις του δυτικού και του μη-δυτικού, του άγριου και του πολιτισμένου, του ωμού και του μαγειρεμένου με όλη την ριζοσπαστική αποσταθεροποίηση που τους αξίζει. [%contentAd2%] Ευτυχώς, βέβαια, η ταινία δεν υιοθετεί μια κάπως στερεοτυπική αφήγηση για την καταστροφική, διαβρωτική δύναμη της δυτικής κουλτούρας πάνω στους μη-δυτικούς πληθυσμούς, σαν να πρόκειται για μια διαδικασία στην οποία οι δεύτεροι δεν αποτελούν τίποτα άλλο πέρα από παθητικούς αποδέκτες. Κάτι τέτοιο θα ήταν ιδιαίτερα απλοποιητικό, και στην πράξη θα απο-υποκειμενοποιούσε τους ίδιους τους ήρωες του Birds of Passage, αφού οι πράξεις κι οι σχέσεις τους δεν θα είχαν κανένα ουσιαστικό ιστορικό βάρος για την διαμόρφωση της μοίρας τους. Αντίθετα, οι Guerra και Gallego επιλέγουν μια κινηματογραφική διαλεκτική που αναγνωρίζει την σκληρή ιστορική βία της διάλυσης, αλλά βλέπει επίσης την απώλεια ή τον μετασχηματισμό της ταυτότητας ως μια ενεργητική διαδικασία – ως μια διαδικασία που ξεπερνάει μεν τους ανθρώπους, αλλά αυτό δεν τους στερεί τις ευθύνες τους γι’ αυτήν. Αλλά όχι, μην υποθέσετε, αγαπητές φίλες και φίλοι, πως πρόκειται για κάποια φιλμική διανοητική άσκηση. Το Birds of Passage δεν είναι σε καμία περίπτωση μια ταινία από ή για διανοούμενους. Τα πάντα μέσα σ’ αυτήν δείχνουν κινηματογραφικό πάθος και φαντασία – από την νεκρική σκόνη της ερήμου μέχρι την οργιαστική βλάστηση του βουνού, από τις τραγικές ταφές των αγαπημένων προσώπων μέχρι τις αλλόκοτες ταφές των αεροπλάνων, από τις πολύχρωμες φορεσιές των αυτοχθόνων γυναικών μέχρι τα μοντερνιστικά κτίσματα στη μέση του ερημικού πουθενά. Όλα αυτά, εν τέλει, δημιουργούν μια αύρα φολκλόρ ψυχεδέλειας – όχι τουριστικής, αλλά παραισθησιογόνας. Και μέσα σ’ αυτήν την παραισθησιογόνα αύρα, ανθίζει η αποκαλυπτική και ορμητική δύναμη του ονείρου – γιατί μπορεί να κοιμάσαι με το όπλο δίπλα στο κρεβάτι, αλλά είναι αδύνατον να ξεφύγεις από τα όνειρα. Αποφεύγοντας, εν τέλει, τις παγίδες του εξωτισμού, του διδακτισμού και της ρομαντικοποίησης, οι Guerra και Gallego κατάφεραν να φτιάξουν μαζί μια υπέροχη ταινία, καθώς την ίδια στιγμή ο γάμος τους κατέρρεε γύρω τους. Μαζί, λοιπόν, έφτιαξαν ένα οικογενειακό δράμα, ένα εγκληματικό thriller, ένα εθνογραφικό ντοκουμέντο, μια παραισθησιογόνα μελέτη οικονομικής ανθρωπολογίας, ένα μικρό θαύμα τροπικής ψυχανάλυσης. Αυτά τα πράγματα, νομίζω, δε συμβαίνουν συχνά.