Κατά κανόνα, τα remakes είναι μια κακή ιδέα. Το να αντιμετωπίζονται με συγκρατημένη καχυποψία ή διάχυτη ξενέρα είναι δίκαιο, όχι μόνο επί της αρχής αλλά και ιστορικά. Γιατί, πράγματι, ακόμα κι αν κοιτάξουμε πέρα από την τρέχουσα μανία του Hollywood να τρώει νοσταλγικά τις σάρκες του, τότε κατά κανόνα ο κινηματογραφικός πλανήτης των remakes συνήθως μετεωρίζεται ανάμεσα στην κυνική εκμετάλλευση και την καλλιτεχνική κοινοτοπία. Υπάρχουν, φυσικά, εξαιρέσεις, οι οποίες όμως έχουν σοβαρές προϋποθέσεις για να καταφέρουν να παράξουν κάτι αξιόλογο ή, αν είναι τυχερές, κάτι καλύτερο. Ας πούμε, ο Alfred Hitchcock έκανε remake του εαυτό του το 1956 με το The Man Who Knew Too Much, κι έφτιαξε μια νέα ταινία απείρως καλύτερη. Το ίδιο έκανε κι ο Michael Mann το 1995 με το Heat, διασκευάζοντας την δική του τηλεταινία L.A. Takedown. Από την άλλη, υπήρξαν σπουδαίοι δημιουργοί που έφτιαξαν remakes πάνω στο genre ή το ύφος μιας περασμένης εποχής, όπως ο Philip Kaufman με το Invasion of the Body Snatchers, ο John Carpenter με το The Thing ή ο David Cronenberg με το The Fly. [%contentAd%] Κάποιες άλλες φορές, υπάρχει κάτι μέσα στο πρωτότυπο υλικό μιας ταινίας που προκαλεί μια επανεξέταση με νέους κινηματογραφικούς όρους, όπως συνέβη με την εμβληματική περίπτωση του Scarface δια χειρός Brian De Palma και Oliver Stone που διασκεύασαν την ομώνυμη ταινία του Howard Hawks από το 1932. Κατά μία έννοια, κάτι τέτοιο έχουμε κι εδώ, στο Suspiria του Luca Guadagnino, το οποίο κυκλοφόρησε αρχές του μήνα στις κινηματογραφικές αίθουσες. Και ναι, το να φτιάξεις μια νέα εκδοχή της ταινίας του Dario Argento από το 1977 ήταν μια εξαιρετική ιδέα. Ο λόγος είναι σχετικά απλός. Το Suspiria ήταν μια ταινία αριστουργηματική οπτικά και ηχητικά, αλλά ιδιαίτερα φτωχή δραματικά. Την εμπόδισε αυτό από το να αποτελέσει μια συγκλονιστική κινηματογραφική εμπειρία και μια από τις καλύτερες ταινίες τρόμου ever; Όχι, σε καμία περίπτωση. Την καθιστά, όμως, ιδιαίτερα πρόσφορο έδαφος για μια επανεξέταση, αφού επρόκειτο για ένα premise με πολλές δυνατότητες εξερεύνησης και πειραματισμού. Αυτό το πράγμα ακριβώς θέλησε να κάνει ο Guadagnino, ο οποίος έχει εκδηλώσει πολλάκις την αγάπη του για την ταινία του Argento και πέρυσι ήδη πρόσθεσε στο βιογραφικό του μια εξαιρετική ταινία με το Call Me By Your Name. Και για να το κάνει αυτό, φέρθηκε γενναία απέναντι σε κάτι που αγαπάει: όχι με ευλάβεια, αλλά με θράσος – δηλαδή με αυτό που αρμόζει στον καλλιτεχνικό σεβασμό. Τι είδους ταινία είναι, λοιπόν, στην πράξη το νέο Suspiria; Είναι μια ομολογουμένως παράξενη ταινία. Πρώτα απ’ όλα, πιθανώς ο όρος remake να είναι καταχρηστικός. Πραγματικά, πέρα από το στοιχειώδες premise της πλοκής και την σχολή χορού που κρύβει μια κοινότητα μαγισσών, ελάχιστα άλλα πράγματα παραπέμπουν στην ταινία του 1977. Αντιθέτως, συμβαίνουν πολλά άλλα πράγματα που είναι αρκετά δύσκολο να περιγραφούν. Μπορεί το Suspiria να ξεκινάει με την είσοδο μιας νεαρής Αμερικανίδας χορεύτριας σε μια σχολή χορού στο Βερολίνο, κι έπειτα αυτό να υπόσχεται έναν κόσμο μαγείας και μυστηρίου, αλλά μαζί μ’ αυτό βλέπουμε στην οθόνη και τα θραύσματα ενός ιστορικού, διανοητικού και καλλιτεχνικού πλούτου που περιλαμβάνει τη ναζιστική σκιά του παρελθόντος, τη μνήμη του Ολοκαυτώματος, την οργάνωση Μπάαντερ-Μάινχοφ, τα γεγονότα του Γερμανικού Φθινοπώρου και αρκετά ακόμα πράματα. Όλα αυτά, φυσικά, ντύνονται με τον μυθολογικό μανδύα της μαγείας και παράγουν ένα πολύ ιδιόμορφο αποτέλεσμα, το οποίο, αν θέλεις να κοιτάξεις καλά, αποκαλύπτει την κινηματογραφική φιλοσοφία του Suspiria: ο μύθος κι η ιστορία είναι πράγματα ταυτόσημα, και μαζί οφείλουν να γίνουν σινεμά – ή, για την ακρίβεια, να προκαλέσουν ένα κινηματογραφικό συναίσθημα, όπως προτιμάει να μιλάει για την τέχνη του κι ο ίδιος ο Guadagnino. Το Suspiria είναι μια ταινία σαφέστατα και βαθύτατα πολιτική, αλλά δεν θέλει καθόλου να είναι μια ταινία διάφανη ή διδακτική. Η πολιτική της εικονογραφία είναι πολύ πληθωρική αλλά και δυσπρόσιτη, κι ο συμβολισμός της είναι πυκνός και εκκωφαντικός. Είναι μια ταινία που δίχασε, σίγουρα, αλλά μάλλον δεν προκάλεσε και τόσο τις συζητήσεις που νιώθω ότι της αναλογούν, μιας και οι πολέμιοί της αρκέστηκαν πολλές φορές σε μια καταδίκη που είτε αφορά την μεταχείριση του πρωτότυπου υλικού ή μια πολύ βιαστική αρνητική κρίση της κινηματογραφικής γλώσσας του Guadagnino (ότι είναι άμπαλος τέλος πάντων ρε παιδί μου). Όχι ότι κι ο ίδιος βοηθάει πολύ, βέβαια, αφού μοιάζει να κινηματογραφεί με τρόπο τόσο αυστηρά προσωπικό και αδιάφανο στο Suspiria που είναι πράγματι δύσκολο να μιλήσεις με σαφήνεια για το Suspiria και την κινηματογραφική πολιτική του. Ας προσπαθήσουμε όμως – στην χειρότερη, απλά θα έχουμε γράψει μαλακίες. Συμβαίνουν αυτά, έχουμε πάθει και χειρότερα. Μπορεί, λοιπόν, ο πραγματικός χρόνος της αφήγησης στο Suspiria να είναι αρκετά σύντομος, αλλά η ταινία θέλει να κουβαλήσει όσο μεγαλύτερο ιστορικό βάρος γίνεται. Φυσικά, μιας και βρισκόμαστε στο Βερολίνο του ’77, το ιστορικό βάρος του ναζισμού είναι τεράστιο. Η μνήμη και η ευθύνη παίζουν γιγάντιο ρόλο για τους χαρακτήρες (ακόμα κι εν αγνοία τους) και το ύφος της ταινίας, αλλά μάλλον το Suspiria παραπέμπει και σε κάτι βαθύτερο. Χρησιμοποιώντας με σεβασμό και φειδώ το Ολοκαύτωμα, η ταινία αναπαριστά την ιστορία του μέχρι τότε 20ού αιώνα σαν έναν αλλόκοτο, ανορθολογικό εφιάλτη, απ’ τον οποίο οι άνθρωποι ακόμα προσπαθούν να ξυπνήσουν – σύμφωνα με και με την διάσημη ατάκα του James Joyce. Μέσα στην εφιαλτική εμπειρία του 20ού αιώνα, λοιπόν, οι χορεύτριες-μάγισσες του Suspiria είναι survivors αυτού του εφιάλτη. Είναι survivors, όμως, έχοντας επιθυμήσει και καταφέρει σχεδόν να ζήσουν εκτός ιστορίας, να ζήσουν μέσα στον μύθο, διατηρώντας μια κλειστή και ισχυρή μυθική κοινότητα. Απ’ την άλλη, οι δυνάμεις της ιστορίας θεριεύουν ξανά, με τα πολιτικά γεγονότα της περιόδου να κλονίζουν την σταθερότητα της κοινότητας και να την τραβάνε προς την ιστορική επιφάνεια. Η μαθήτρια που εγκαταλείπει την κοινότητα για χάρη της Μπάαντερ-Μάινχοφ κι ο ψυχίατρος που ερευνά την σχολή κουβαλώντας το τραύμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είναι, μάλλον, οι πιο σαφείς ενδείξεις αυτής της ιστορικής δύναμης – με την νεαρή Susie Bannion να πατάει σε δύο βάρκες και να αναλαμβάνει το βάρος της συμφιλίωσης ή της κατάρρευσης μπροστά στην ιστορία. [%contentAd2%] Η αλήθεια είναι πως δεν το έχω δει να αναφέρεται πολύ, αλλά κατ’ εμέ έχει μεγάλη σημασία να δούμε, πέρα από τον Guadagnino, και τον σεναριογράφο του Suspiria, δηλαδή τον David Kajganich. Έχοντας από την προηγούμενη δεκαετία μια προϊστορία στο horror σινεμά, ο Kajganich συνεργάστηκε ξανά με τον σκηνοθέτη στο τελείως διαφορετικό A Bigger Splash. Εκτός αυτού, όμως, φέτος ήταν ο σεναριογράφος και παραγωγός μια απίστευτης τηλεοπτικής σειράς που, με τον τρόπο της, επικοινωνεί με το Suspiria. Πρόκειται για το The Terror, όπου αφηγούμενος μιας από τις πολλές απόπειρες του 19ου αιώνα για την ανακάλυψη του Βορειοδυτικού Περάσματος, ο Kajganich επιχείρησε να σκάψει στο στομάχι της νεωτερικότητας και να βρει εκεί τις απαντήσεις του για τον ιστορικό και μυθολογικό της πυρήνα. Ε, στο Suspiria επιχειρεί λίγο-πολύ κάτι παρόμοιο για τη μετανεωτερικότητα, για την μετά το 1945 εποχή, για την εποχή που οι μεγάλες αφηγήσεις κι οι παραδοσιακές κοινότητες αρχίζουν να μπαίνουν σε κρίση. Ναι, η μορφή και το περιεχόμενο της κοινότητας παίζει κυρίαρχο λόγο στην γραφή του Kajganich και την κινηματογράφηση του Guadagnino. Η εμπειρία του τραύματος, από την προσωπική μικρο-ιστορία των χαρακτήρων μέχρι την συλλογική μεγα-ιστορία της φρίκης, φαίνεται να απηχεί τις απόπειρες αντιμετώπισης και συμφιλίωσης με το ιστορικό βάρος του Β’ΠΠ μέσα στον νέο κόσμο που δημιουργείται. Το Suspiria, όμως, μοιάζοντας κάπου-κάπου να συνομιλεί με την δουλειά συγγραφέων όπως ο Jean Amery και ο Primo Levi που προσπάθησαν από την σκοπιά των επιζησάντων να αναμετρηθούν με την επιβίωση της μνήμης του Ολοκαυτώματος, δεν επιχειρεί σε καμία περίπτωση μια “υπέρβαση του παρελθόντος”. Πρώτα πρώτα, γιατί βλέπει το παρόν του 1977 σαν έναν κόσμο διχασμένο και σπαραγμένο. Κυρίως, όμως, γιατί μέσα από την ιστορία μιας κοινότητας προσπαθεί να μελετήσει πώς μπορεί να μοιάζει η αποκατάσταση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας μετά την βαρβαρότητα. Οι γυναικεία κοινότητα των χορευτριών-μαγισσών, λοιπόν, στήνεται σαν μια παράλληλη μυστικιστική κοινωνία που όσο προκαλεί τον τρόμο στην πατριαρχική εξουσία του ορθού λόγου άλλο τόσο γίνεται συναρπαστική ακριβώς λόγω του απόκρυφου και κρυμμένου χαρακτήρα της. Βέβαια, στο Suspiria, εμείς τουλάχιστον, δεν βλέπουμε μια προκάτ ευκολία με φεμινιστικές αποχρώσεις. Ναι μεν αναγνωρίζει την ιστορική επανοικειοποίηση της φιγούρας της μάγισσας που ήταν υπαρκτή στα φεμινιστική κουλτούρα του ’60 και του ’70, αλλά αναπαριστά την κοινότητα σαν έναν μικρόκοσμο με δικές του μικροεξουσίες, με δική του κλειστή και ρομαντική μυθολογία, την δική του οργανική ενότητα – σαν ένα λαϊκό σώμα που περιέχει μέσα του την αυτονομία και τον αυτοκαθορισμό, αλλά κρύβει επίσης και την βαρβαρότητα. Είναι κι επίσης, όμως, ένα σώμα που χορεύει και πάλλεται, τελετουργικά και εκστατικά συνήθως, αποπνέοντας ένα σκοτάδι που ταυτόχρονα μοιάζει φανταχτερό και fabulous, σαν το body horror σινεμά να συνάντησε τις μάγισσες του Ken Russell στο The Devils ή τις οριακές γυναίκες στις ταινίες του Fassbinder. Σαν case study μιας τέτοιας μισο-θεωρίας για τον σχηματισμό λαϊκών κοινοτήτων ή κοινοτήτων καταπιεσμένων ξεπροβάλλει η σχολή χορού Markos με την φιγούρα της Μητέρας και των τέκνων της. Όχι ότι υπάρχει μέσα σ’ αυτό το case study κάποια αναλυτική ακρίβεια ή σταθερότητα. Αντίθετα, κυριαρχεί η οπτική και ηχητική γλώσσα της σαγήνης, του θανάτου, της ελεγείας, του συμβολισμού. Και, βέβαια, από παντού σχεδόν ξεπροβάλλει η απίστευτη φιγούρα της Tilda Swinton, η οποία εμφανίζεται σε τρεις ρόλους στην ταινία – με πραγματικά συγκλονιστικό τρόπο. Σ’ αυτήν την σχολή χορού, λοιπόν, συνυπάρχει η αγάπη, η τέχνη, η χειραγώγηση, η εξάρτηση, η καταπίεση κι απελευθέρωση. Αυτό το πλέγμα σχέσεων εξουσίας και φροντίδας ο Guadagnino το αναπαριστά πολυγλωσσικά, τόσο κυριολεκτικά όσο και εκφραστικά. Δεν είναι μόνο ότι οι διάλογοι μεταπηδούν συχνά μεταξύ Αγγλικών, Γερμανικών και Γαλλικών (κάτι που λατρεύουμε γενικά), αλλά κι ότι τα κειμενικά και τα μη-κειμενικά στοιχεία της ταινίας μοιάζουν να καθορίζουν εξίσου την αφήγηση του Suspiria. Ναι, αυτό προκαλεί σύγχυση ουκ ολίγες φορές, αλλά το παιχνίδι με τα genres, τα σύμβολα, την σωματική κίνηση και τη μουσική είναι φορές που γίνεται πραγματικά εντυπωσιακό. Να, ας πούμε, είναι αδύνατον να μην αναφέρουμε την μουσική του Thom Yorke, η οποία είναι το λιγότερο φανταστική, παίζοντας με το original score των Goblin με τρόπο που θυμίζει αυτό που έκανε ο David Bowie στο γερμανικό πειραματικό rock όταν κυκλοφόρησε το Low, όλως τυχαίως, το 1977 στο Βερολίνο. Είναι πολύ δύσκολο να υποστηρίξει κανείς ότι «κατάλαβε» την ταινία. Ούτε εμείς το υποστηρίζουμε, φυσικά. Όπως είπαμε και πριν, ο Guadagnino θέλει μια πολιτική ταινία, αλλά δεν θέλει να εξηγήσει τίποτα ούτε να διδάξει άμεσα το παραμικρό. Κάποιες φορές, μάλιστα, μοιάζει να αδιαφορεί επιδεικτικά για την ορθολογική πρόσληψη των όσων συμβαίνουν και να στοχεύει αποκλειστικά στο συναισθηματικό αποτύπωμα. Αυτό, βέβαια, οδηγεί σε αρκετές hit and miss στιγμές – ειδικά στο δεύτερο μέρος. Εμένα τουλάχιστον μου φάνηκε, εν τέλει, σαν μια απόπειρα κινηματογραφικής διαπραγμάτευσης της κοινότητας και του κακού. Υπάρχει σινεμά του κακού, τόσο ως ανατομία του κακού όσο και σαν κακό-evil σινεμά, και ένιωσα ότι ο Guadagnino προτείνει έναν δρόμο γι’ αυτό το σινεμά. Κατά τη διάρκεια της ταινίας, μου έρχονταν στο μυαλό οι τελευταίες ταινίες του Lars von Trier, του Darren Aronofsky και του Gaspar Noe. Κι οι τρεις έλκονται κινηματογραφικά από το κακό, με τον δικό του τρόπο ο καθένας, κι οι τελευταίες τους ταινίες το διαπραγματεύονται κάπως. Το mother! το βρίσκει στα αρχέτυπα, το The House That Jack Built το βρίσκει στην τέχνη, το Climax το βρίσκει στην απόλαυση. Τρόπον τινά, όμως, κι οι τρεις προσπάθησαν να μην αποστασιοποιηθούν από το κακό στις ταινίες του, να βουτήξουν μέσα του. Μπορεί να γλιτώνουν τον διδακτισμό, αλλά πέφτουν με τα μπούνια είτε στον κυνισμό είτε στον ναρκισσισμό. Ο Guadagnino, από την άλλη, μοιάζει να παραπέμπει σε ένα σινεμά του κακού που, ναι μεν δεν είναι καθόλου ψύχραιμο ή αποστασιοποιημένο ή αναλυτικό, αλλά αναζητά τον τρόπο που το κακό μεσολαβείται ιστορικά και ψυχικά. Για το Suspiria, το κακό αναδύεται μέσα στην ιστορία την ίδια, στην κοινότητα, στην κοινωνικοποίηση – κι η ταινία το αντιμετωπίζει ταυτόχρονα με μνήμη, σοβαρότητα και χιούμορ. Είναι παράξενη ταινία το Suspiria, σε τελική ανάλυση. Αυτό – είναι μια ταινία παράξενη. Είναι transgressive και ακραίο κάποιες φορές, είναι pulp και campy κάποιες άλλες. Αλλού είναι τρομακτικά αποτελεσματικό κι αλλού είναι εντυπωσιακά ασυνάρτητο. Δεν έχει πολύ τρόμο, αλλά όπου τον έχει στοχεύει σε συναισθηματικό κόστος και ιστορικό βάρος πίσω από αυτόν τον τρόμο. Είναι μια τρομερά φιλόδοξη ταινία, αλλά δεν μοιάζει καθόλου στιβαρή και αρρενωπή. Αντίθετα, έχει την εσάνς του εύθραυστου και του μουτζουρωμένου. Κι είναι σίγουρα μια παθιασμένη και προσωπική ταινία. Τι την οδηγεί, λοιπόν, στο να μην είναι ένα αποτυχημένο παθιασμένο και προσωπικό πρότζεκτ; Για μένα, υπάρχουν δύο πράγματα. Πρώτον, η απόλαυση. Δεν κατάλαβα πώς πέρασαν 2μιση ώρες, κι έπειτα ήμουν σίγουρος ότι θέλω να ξαναδώ το Suspiria. Δεύτερον, και σε δεύτερο επίπεδο, υπάρχει μια μορφή καλλιτεχνικής πειθούς που δεν προσεγγίζεται ορθολογικά. Το Suspiria κάποιες φορές με μπέρδεψε και με σύγχυσε, αλλά επίσης με έπεισε για κάτι: ότι αξίζει διερώτηση, διερεύνηση, συζήτηση. Ότι έχει κάτι που σε φέρνει εσωτερικά σε σύγκρουση, ότι έχει αυτό το ίδιον της τέχνης που αγαπώ: να ενισχύει αμφιβολίες, να κλονίζει βεβαιότητες. Εν τέλει, νιώθω ότι συνολικά το σημερινό σινεμά χρειάζεται να γίνει πιο ακραίο, πιο πειραματικό, πιο παραβατικό, πιο φιλόδοξο και πιο γενναίο. Έχει γίνει τόσο ασφυκτικό το αίσθημα καλλιτεχνικής ασφάλειας και κούλνες, είτε στην arthouse είτε στην mainstream εκδοχή του, που υπάρχει πραγματικά η ανάγκη για κάτι που να αναλαμβάνει την ευθύνη ενός ρίσκου προς μια κατεύθυνση. Μπορεί να είναι κακό και να αξίζει αμείλικτη κριτική. Ας είναι. Μπορεί να είναι καλό και να αξίζει παιάνες. Ας είναι. Ο Guadagnino μας το έδωσε. To Suspiria είναι, νομίζω, μια σπουδαία ταινία που φλερτάρει επικίνδυνα με το χάος και την κατάρρευση. Βασικά, το Suspiria είναι μια σπουδαία ταινία ακριβώς γιατί φλερτάρει με το χάος και την κατάρρευση.