Όταν λέμε ότι η αμερικάνικη τηλεόραση έχει αλλάξει, ότι περνάει άλλη μια χρυσή εποχή, ότι έχουμε Peak TV εδώ και πάνω από μιάμιση δεκαετία, εννοούμε μια σειρά από πράγματα που δεν χρειάζονται ιδιαίτερη εξήγηση. Πρώτον, ας πούμε, ότι βγαίνουν περισσότερες και καλύτερες σειρές. Δεκτόν. Δεύτερον, ότι εμείς σας κοινό παρακολουθούμε πολλές περισσότερες τηλεοπτικές ώρες απ’ ό,τι στο παρελθόν. Δεκτόν και πάλι. Πέρα από την ποιότητα των παραγόμενων σειρών και την ποσότητα του καταναλώσιμου χρόνου, όμως, έχει αλλάξει και κάτι βαθύτερο στην παραγωγική βάση της αμερικάνικης τηλεόρασης: δεν κόβονται τόσες σειρές όσες κόβονταν παλιότερα. Αυτό από μόνο του δεν λέει πάρα πολλά, αλλά στην πραγματικότητα αντικατοπτρίζει μια αλλαγή στην οικονομία και τη λογική της τηλεοπτικής παραγωγής – ενός πεδίου της σύγχρονης pop κουλτούρας που παίρνει όλο και πιο μεγα-βιομηχανικές διαστάσεις όσο περνάνε τα χρόνια. Καθώς οι νέες γενιές θεατών αλληλεπιδρούν με τις νέες γενιές δημιουργών, με την μεσολάβηση τεχνολογιών διασκέδασης που καταλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο μέρος του χώρου και του χρόνου της καθημερινότητας (κυρίως μέσω της τεράστιας ανάπτυξης του streaming), μετασχηματίζεται και τι θεωρείται πια ευπρόσδεκτο, επικερδές, πετυχημένο. Εκεί γύρω στα τέλη των 90s και τις αρχές των 00s, η αμερικάνικη τηλεόραση άρχισε να γίνεται εμφανώς πιο ανοιχτή σε φιλόδοξα και κοστοβόρα τηλεοπτικά πρότζεκτ, τα οποία έπειτα χαιρετίστηκαν ως αγγελιοφόροι της νέας χρυσής εποχής. Μιλάμε, φυσικά, για το μεγάλο ντου του HBO με σειρές σαν το Oz, το The Sopranos, το The Wire, το Six Feet Under. Μπορεί σήμερα να θεωρούνται μερικές από τις καλύτερες σειρές όλων των εποχών, αλλά η επιβίωσή τους δεν ήταν καθόλου δεδομένη στο τότε τηλεοπτικό περιβάλλον. Για του λόγου του αληθές, υπήρξαν πολλά ακόμα πρότζεκτ εκείνης της περιόδου που ναι μεν τρύπωσαν λόγω αυτής της ανοιχτότητας σε νέες ιδέες αλλά δεν κατάφεραν να πείσουν για την βιωσιμότητά τους, αφού το πεδίο δεν είχε αλλάξει ακόμη με πιο δομικούς όρους. Έτσι, καθώς πολλές σειρές πάσχιζαν να καταφέρουν να τελειώσουν, αναπτύχθηκε μια διακριτή τηλεοπτική μυθολογία κομμένων σειρών από εκείνη την περίοδο που πλήρωσαν το τίμημα της φιλοδοξίας να πιάσουν την σκυτάλη με αποτέλεσμα να ακυρωθούν πολύ πριν την ώρα τους. Ήταν σειρές σαν το Deadwood, το Carnivale, το Firefly, το Freaks and Geeks ή το Arrested Development – με κάποιες από αυτές να δικαιώνονται μετά θάνατον και να επιστρέφουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. [%contentAd%] Κατ’ αυτόν τον τρόπο, υπήρχε ένα πετσόκομμα του οράματος των δημιουργών και της συλλογικής προσπάθειας των συντελεστών. Η κυρίαρχη μορφή αυτού το πετσοκόμματος, προφανώς, ήταν το να μην επιτραπεί σε μια σειρά να ολοκληρώσει την ιστορία της. Ήταν, αν θέλετε, ένα πετσόκομμα προς τα κάτω. Στο νέο τηλεοπτικό περιβάλλον όμως, όπου παράγονται περισσότερες σειρές απ’ όσες μπορούμε να καταναλώσουμε, αναδύεται εδώ και κάμποσα χρόνια ένα νέο είδος πετσοκόμματος: το πετσόκομμα προς τα πάνω. Μιλάμε για μια περιστολή της καλλιτεχνικής ποιότητας μιας τηλεοπτικής σειράς όχι μέσω του κοψίματος πριν την ώρα της, αλλά μέσω της συνέχισής της πέρα απ’ το σημείο που επιβάλει η αφήγηση της ιστορίας ή η επιθυμία των δημιουργών. Ναι, οι σειρές που το τραβάνε στα άκρα μέχρι να ξεφτιλιστεί όσο πάει κι αυξάνονται. Όλο και συχνότερα, όταν μια σειρά δείχνει σημάδια επιτυχίας κι υψηλού engagement του κοινού (δηλαδή αβίαστο virality και αυξημένα subscriptions) τότε τραβιέται όσο πάει προκειμένου να συνεχίσει να είναι επικερδής ικανοποιώντας τον πελάτη με όλο και πιο άτεχνο ή εξόφθαλμο fan service. Με λίγα λόγια, η ανάγκη προσαρμογής στις ανάγκες ενός δικτύου και της τηλεοπτικής αγοράς εν γένει γίνεται η πρώτη προτεραιότητα έναντι της δομής, του ρυθμού, της συνοχής και της ολοκλήρωσης μιας τηλεοπτικής ιστορίας με τους δικούς της όρους. Είναι πολύ όμορφο, λοιπόν, όταν μια σειρά δίνει την αίσθηση ότι ολοκληρώθηκε όταν και όπως έπρεπε – όταν δηλαδή το τέλος δίνει την εντύπωσης μιας αβίαστης (αλλά στην πραγματικότητα κοπιώδους και απαιτητικής) ενσάρκωσης της βαθύτερης λογικής του έργου και της βαθύτερης επιθυμίας των δημιουργών. Και κανένα άλλο τηλεοπτικό φορμάτ δεν δίνει την αίσθηση αυτής της wholesome ικανοποίησης όσο η μίνι σειρά. Κατά μία έννοια, η δομή της μίνι σειράς αποτελεί την αποθέωση του μέσου, την αποθέωση της τηλεοπτικής αφήγησης. Όπως γράφαμε με αφορμή μια τέτοια σειρά πέρσι: «Μια μίνι σειρά που έχει μια προγραμματισμένη αρχή κι ένα προγραμματισμένο τέλος, μια αυτοτελή και συνεκτική αφήγηση, έναν δικό της διακριτό ρυθμό και ύφος καθ’ όλη την διάρκεια της – μια τέτοια μίνι σειρά μπορεί να αποτελέσει θείο τηλεοπτικό δώρο. Και βέβαια, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι συχνά το format της μίνι σειράς συνδέεται με τις δουλειές δημιουργών που επιθυμούν να φέρουν άλλοτε μια κινηματογραφική κι άλλοτε μια μυθιστορηματική υφή στην τηλεόραση. Από το Scenes from a Marriage του Bergman και τα Welt am Draht και Berlin Alexanderplatz του Fassbinder μέχρι το Tinker Tailor Soldier Spy του Irvin και το Tanner ’88 του Altman, υπήρχε εδώ και δεκαετίες στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ μια παράδοση μίνι σειράς βασισμένης σε ένα όραμα δημιουργών με συνοχή και μια αίσθηση πληρότητας». Καθώς η αμερικάνικη τηλεόραση, λοιπόν, φτιάχνει όλο και μεγαλύτερες σειρές με περισσότερες σεζόν περισσότερων και μεγαλύτερων επεισοδίων (σε αντίθεση με την βρετανική τηλεοπτική παράδοση που πάντα αγαπούσε την βραχύτητα, τη σαφήνεια, την συντομία), ο ρόλος των μίνι σειρών αποκτά μια αντιφατικότητα στο σημερινό περιβάλλον. Από τη μία πλευρά, μοιάζει ο ιδανικός τρόπος να πεις μια τηλεοπτική ιστορία και συχνότατα μας δίνει υπέροχες σειρές. Από την άλλη, τείνει να αποτελέσει ένα είδος που βρίσκεται σε κίνδυνο, κατά έναν περίεργο τρόπο. Κι αυτό γιατί, όταν μια μίνι σειρά αποδεικνύεται λαοφιλής και πετυχημένη, τότε πέφτουν από πάνω παραγωγοί και στελέχη ώστε να προσπαθήσουν να ξεχειλώσουν κάθε περιθώριο κέρδους για να κεφαλαιοποιήσουν όσο περισσότερο γίνεται αυτήν την επιτυχία. Αν ρίξουμε μια ματιά στον τηλεοπτικό χάρτη των Καλών Σειρών των τελευταίων χρόνων (ας πούμε της τρέχουσας δεκαετίας πάνω κάτω), τότε θα δούμε ότι το μοντέλο της μίνι σειρας έχει δουλέψει υπέροχα σε μια πλειάδα περιπτώσεων. Πρώτα απ’ όλα, μας έχει δώσει μερικές υποδειγματικές (σε πιστότητα μέσω της πυκνότητας) μεταφορές βιβλίων, από το Sharp Objects, το Patrick Melrose και το Alias Grace μέχρι το The Little Drummer Girl και το Good Omens. Δεύτερον, έχει αποδειχτεί ιδιαιτέρως κατάλληλο για ιστορικές αναπαραστάσεις που θέλουν να χαρακτηρίζονται από οικονομία και σοβαρότητα, όπως το Escape at Dannemora, το Chernobyl, το When They See Us ή το Show Me A Hero. Τρίτον, έχει προσφέρει μερικές σειρές ανθολογίας με ενιαία θεματική αλλά διακριτή αφήγηση σε κάθε σεζόν, από το True Detective και το American Crime Story που έχουν προσφέρει υπέροχες στιγμές μέχρι το Fargo και το The Terror που έχουν πιάσει κορυφή στην σύγχρονη τηλεόραση. Τέλος, μας έχει δώσει επίσης μερικά πολύ πετυχημένα remakes, πράγμα σπάνιο πλέον, όπως το Mildred Pierce ή το The Night Of, αλλά και κάμποσες ακόμα σειρές που απλά θέλησαν και κατάφεραν να τελειώσουν στην ώρα τους ρε παιδί μου επειδή είπαν αυτό που ήθελαν να πουν, όπως το Generation Kill, το Godless, το Maniac, το Mosaic και το Legion που τελειώνει φέτος μετά από 3 σεζόν – πράγμα ακόμα πιο σπάνιο. [%contentAd2%] Παρόλα αυτά, βλέπουμε όλο και συχνότερα φαινόμενα σειρών που μάλλον το τραβάνε περισσότερο κι αυτό λειτουργεί, εν τέλει εις βάρος τους. Δε μιλάμε μόνο για σειρές που ξεπερνάνε αφηγηματικά το πρωτότυπο μυθιστορηματικό υλικό στο οποίο βασίζονται κι έπειτα πέφτουν τραγικά σε ποιότητα (βλέπε Game of Thrones και The Handmaid’s Tale, για να μην αναφέρουμε νοσηρά παρεμφερή φαινόμενα τύπου Lost) ή σειρές που πιθανώς χρειάζονται ένα break για ανασύνταξη ή επαναπροσανατολισμό (βλέπε Black Mirror), αλλά και για σειρές που ξεκίνησαν ως μίνι και τελικά καταλήγουν, αδίκως, μάξι. Ήδη πέρσι και φέτος είχαμε αποφάσεις για ανανέωση κάποιων μίνι σειρών που είχαν κλείσει υπέροχα, απλά και μόνο επειδή έπρεπε να κεφαλαιοποιηθεί περισσότερο η επιτυχία του. Συνέβη με το Big Little Lies, συνέβη με το The Young Pope, συνέβη με το Russian Doll κι απ’ ό,τι φαίνεται θα συμβεί άμεσα και με το Bodyguard. Εκεί που παλιά παρακαλάγαμε να αποδοθεί δικαιοσύνη για τις κομμένες σειρές τύπου Firefly και Deadwood (απολαμβάνοντας τελικά τα κινηματογραφικά φινάλε τους), πλέον θα καταλήξουμε να παρακαλάμε να αφήνουν τις σειρές να τελειώνουν όπως και όποτε πρέπει. Παράλληλα, βέβαια, έχουμε και μοναδικά φαινόμενα όπως την τρίτη σεζόν του Twin Peaks, όπου είχαμε μια ιδιαίτερη περίπτωση αντεστραμμένου fan service με τον David Lynch να παίζει σαδιστικά πλην μεγαλοφυώς με τις προσδοκίες των θεατών. Μπορεί οι συνέχειες αυτών των σειρών να αποδειχτούν καλές, δεν αντιλέγουμε, αλλά δεν είναι εκεί το επίκεντρο του ζητήματος. Δεδομένου του soft focus του σημερινού τηλεοπτικού κοινού και του βομβαρδισμού της τηλεοπτικής πληροφορίας, γίνεται όλο και πιο δύσκολο να προσανατολιστείς στο ποιες σειρές αξίζουν την επένδυση του χρόνου και των συναισθημάτων σου – και, κυρίως, γιατί. Αν είσαι μάλιστα και κάπως πιο εμμονικός από το μέσο όρο, τότε αυτή η διαδικασία πλοήγησης στο σημερινό τηλεοπτικό περιβάλλον μπορεί να γίνει εξόχως φορτική και ψυχοβγαλτική. Κατά μία έννοια, το να θέλουμε περισσότερες μίνι ή σύντομες σειρές είναι ζήτημα σεβασμού του χρόνου των θεατών και της δουλειάς των δημιουργών. Για τους δεύτερους, η οικονομία στην οπτική αφήγηση μιας ιστορίας μπορεί να έχει απελευθερωτικό χαρακτήρα δημιουργικά, οδηγώντας στην πριμοδότηση του υλικού που πραγματικά αξίζει να παρουσιαστεί στην σειρά έναντι των επιταγών του καναλιού ή της απλής φλυαρίας. Για τους πρώτους, είναι με τον τρόπο του ένα ζήτημα ωριμότητας, αποδοχής του τέλους, αγκαλιάσματος της αφηγηματικής θνητότητας. Με αφορμή το φινάλε του Game of Thrones πριν μερικές βδομάδες, γράφαμε το εξής: «Καθώς η σύγχρονη τηλεοπτική και κινηματογραφική βιομηχανία κατευθύνεται όλο και περισσότερο προς την κατεύθυνση να γίνει μια αγορά των μεγάλων events (και με τις υπάρχουσες και επερχόμενες streaming πλατφόρμες να ετοιμάζονται για εμφύλιο πόλεμο μεταξύ τους), η κυριαρχία της αντίληψης του fan service λειτουργεί ταυτόχρονα προς δύο κατευθύνσεις: από τη μία τα πολιτισμικά προϊόντα γίνεται όλο και πιο μεγάλα, από την άλλη εξαρτώνται με όλο και άμεσο τρόπο από τον μεμονωμένο καταναλωτή. Κι αυτό είναι πρόβλημα, είναι κάτι που κάνει κακό τόσο σ’ αυτούς που δημιουργούν όσο και σ’ αυτούς που απολαμβάνουν – περιστέλλοντας του πρώτους όλο και περισσότερο στον ρόλο του παρόχου υπηρεσιών και τους δεύτερους όλο και περισσότερο στον ρόλο του πελάτη-καταναλωτή που παρεμβαίνει στο προϊόν που πρόκειται να αγοράσει». Όταν, λοιπόν, ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανίας του θεάματος και της διασκέδασης βλέπει τους θεατές σαν πελάτες που απλώς θέλουν να ικανοποιήσουν τις καταναλωτικές ανάγκες τους με ψυχαγωγικό υλικό σε βάρος της ουσιαστικής δημιουργίας και απόλαυσης, τότε θα πρέπει οι ίδιοι οι fans να πάμε κόντρα στο fan service πριν αυτό καταστρέψει ό,τι αγαπάμε.