Η συζήτηση σχετικά με το ποιος είναι ο καλύτερος όλων των εποχών, είναι η πιο κλασική συζήτηση στην οποία γουστάρουν να μπαίνουν και να διαφωνούν μέχρι λιποθυμίας όλοι οι fans, όλων των αθλημάτων. Στις συζητήσεις αυτές υπάρχει η τάση κάθε γενιά να υποστηρίζει εκείνον τον παίκτη που μεγαλούργησε στα χρόνια της. Που δεν έχουν δει οι νεότεροι. Στο ποδόσφαιρο για παράδειγμα οι παλιοί θα σου πουν τον Πελέ, οι επόμενοι τον Μαραντόνα, οι νεότεροι τον Μέσι και οι νεότεροι που θέλουν να το παίξουν και λίγο παλιοί, τον Ροναλντίνιο. Κάθε συζήτηση που σχετίζεται με την ανάδειξη του GOAT χαρακτηρίζεται από άπλετη γραφικότητα, ακλόνητα επιχειρήματα, ιερούς σκοπούς και διαφωνίες που στα πλαίσια της κουβέντας κάνουν ακόμα και τους καλύτερους φίλους, ορκισμένους εχθρούς. Υπάρχει όμως κι ένα άθλημα που όλα αυτά περιορίζονται στο ελάχιστο. Που η συζήτηση για το ποιος είναι ο καλύτερος ever αρχίζει και τελειώνει πολύ γρήγορα, γιατί σχεδόν όλοι συμφωνούν ότι ο Μάικλ Τζόρνταν είναι ο κορυφαίος που έπιασε ποτέ μπάλα του μπάσκετ στα χέρια του. Στη δική του περίπτωση οι αριθμοί και τα ρεκόρ δεν παίζουν τόσο μεγάλη σημασία. Ο Λεμπρόν Τζέιμς για παράδειγμα έχει καλύτερα νούμερα από τον Τζόρνταν σχεδόν σε όλες τις στατιστικές κατηγορίες. Δεν έχει καμία σημασία. Δεν πλησιάζει καν στο να τον ρίξει από το θρόνο, ακόμα κι αν είχε τα ίδια ή και παραπάνω δαχτυλίδια. Ο Τζόρνταν πέτυχε κάτι που κανείς πουθενά αλλού δεν έχει καταφέρει. Από τη στιγμή που ανέβηκε στην κορυφή, δεν μπόρεσε κανείς να τον ρίξει από εκεί. Κατέβηκε μόνο όταν αυτός αποφάσισε. Όσο ήταν αυτός εκεί, όλοι γνώριζαν ποιος κάνει κουμάντο. Εξαιτίας του έμειναν άτιτλοι κάποιοι από τους σπουδαιότερους παίκτες στην ιστορία του ΝΒΑ, ενώ άλλοι έπρεπε να περιμένουν καρτερικά μέχρι να σταματήσει για να πανηγυρίσουν έναν τίτλο. Δεν έχει υπάρξει ποτέ στην ιστορία του αθλητισμού τόσο καθολική κυριαρχία όσο αυτή του Τζόρνταν στο μπάσκετ. Το γεγονός ότι μετά από ενάμισι χρόνο αποχής επέστρεψε για να επαναλάβει το three peat που είχε κάνει πριν αποσυρθεί, είναι το απόλυτο παράδειγμα του «κάνω ό,τι θέλω εδώ». Όσο ο Black Jesus έπαιζε μπάσκετ δεν υπήρχε καν δεύτερος. Ήταν εκείνος και μετά όλοι οι υπόλοιποι κάλοι παίκτες του NBA. Το παιχνίδι του ήταν δεκαετίες μπροστά από την εποχή του και η αθλητικότητά του μοιάζει εξωπραγματική ακόμη και για τα σημερινά δεδομένα. Βλέποντας κανείς το «Last Dance» καταλαβαίνει ότι στη νοοτροπία αυτού του τύπου υπήρχε μόνο το πώς θα είναι ο καλύτερος. Σε μια χρονική περίοδο που το NBA ήταν πιο σκληρό από ποτέ, όποιος τα έβαλε μαζί του ακόμα το μετανιώνει. Είκοσι χρόνια μετά την οριστική του απόσυρση από τα παρκέ η θέση του στο θρόνο του παγκόσμιου μπάσκετ παραμένει ακλόνητη και μοιάζει απίθανο να βρεθεί κάποιος ικανός να του την πάρει. Ποιος θα μπορούσε άλλωστε; https://www.youtube.com/watch?v=uOtYl2SYURI