Όχι, εντάξει, δεν παρουσιάζουμε το γεγονός ότι είδαμε την ταινία του Μάρκου Σεφερλή ως ένα είδος μαρτυρίου που υποστήκαμε για εσάς. Δεν μαρτυρήσαμε, οπότε δεν ζητάμε τα credits γι’ αυτό. Πήγαμε με δική μας επιλογή, δική μας ευθύνη, δικό μας κόστος. Πίσω στον Σεπτέμβριο, όταν κυκλοφόρησε το πρώτο trailer της ταινίας και κανείς δε μπορούσε πια να προσποιηθεί ότι δεν θα συμβεί αυτό το πράγμα, έγραφα το εξής: «Για να είμαι ειλικρινής, υπό άλλες συνθήκες και σε μια πιο αθώα εποχή, θα απολάμβανα φουλ το γεγονός ότι ο Σεφερλής κάνει ταινία με μεγάλο μπάτζετ, κακό λογοπαίγνιο στον τίτλο, παίκτες reality shows, ειδικά εφέ και μουσική Hawaii 5-0. Ούτως ή άλλως, η απόλαυση trash κουλτούρας είναι πάντα κάτι ιερό (και καθόλου ένοχο, παρεμπιπτόντως). Αλλά πλέον το αστείο απλά δεν είναι αστείο». Πράγματι, το αστείο δεν είναι αστείο. Γιατί να δεις, λοιπόν, την ταινία του Μάρκου Σεφερλή αν δεν απολαμβάνεις αυτό το είδος κωμωδίας; Έχουμε κάποιες απαντήσεις κατά νου. Μιλώντας σε μια συνέντευξή του, o σπουδαίος σκηνοθέτης και μόνιμος υπερασπιστής του πληβειακού σινεμά Werner Herzog άρχισε εντελώς απρόκλητα να μιλάει για το Wrestlemania. ΟΚ λες, Herzog είναι, ό,τι γουστάρει λέει. Αμέσως μετά όμως, αναφερόμενος στο Wrestlemania, είπε: «Δεν πρέπει να στρέφεις το βλέμμα μακριά. Αυτά είναι τα πράγματα που έρχονται κατά πάνω μας. Αυτά θέλει να βλέπει το ανώνυμο συλλογικό σώμα που ονομάζεται πλειοψηφία». Αλήθεια είναι. Πρέπει να κατανοήσεις, αλλά για να κατανοήσεις πρέπει να δεις – δεν γίνεται να στρέψεις το βλέμμα μακριά. Ο Μάρκος Σεφερλής, λοιπόν, είναι παντού. Δεν μιλάμε μόνο για το γεγονός ότι είναι τόσο δημοφιλής στην τηλεόραση, το θέατρο και το ίντερνετ που το Χαλβάη 5-0 ξεπούλησε στην προπώληση κι έκανε 75.671 εισιτήρια μέσα σε ένα τετραήμερο (πράγμα που σημαίνει ότι δεν είναι καθόλου απίθανο να φτάσει έως και το μισό εκατομμύριο). Μιλάμε επίσης για το γεγονός ότι ο Σεφερλής κι η κωμωδία του έχει ξεπεράσει εδώ και χρόνια τα όρια της τηλεοπτικής καΐλας κι έχει γίνει ο βασικός εκφραστής ενός τύπου μαζικής κωμωδίας που απευθύνεται στα πιο βαθιά συντηρητικά κι αντιδραστικά αντανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας σε όλες της μορφές της. Και τώρα έφτιαξε μια μεγάλη κινηματογραφική παραγωγή την ώρα που λίγο-πολύ το ελληνικό σινεμά ως τέχνη και διασκέδαση για τις μάζες είναι στην χειρότερη φάση του ever. Υπάρχει μια παγίδα εδώ – και καλό θα ήταν να την αποφύγουμε. Αν είναι να ασκήσουμε κριτική στην κωμωδία του Σεφερλή, αυτό δεν πρέπει να το κάνουμε από μια σκοπιά ελιτίστικη. Με άλλα λόγια, το πρόβλημά της δεν είναι ότι αποτελεί «χαμηλή κουλτούρα». Το πρόβλημα είναι το συγκεκριμένο καλλιτεχνικό, κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενό της. Όταν πριν λίγο καιρό μαινόταν ο πόλεμος ανάμεσα στον Martin Scorsese και τη Marvel, υπενθυμίζαμε ότι η τεχνητή διάκριση ανάμεσα σε ‘υψηλή‘ και ‘χαμηλή‘ κουλτούρα είναι τόσο παλιά όσο κι η ίδια η νεωτερικότητα ενώ η περιφρόνηση της λαϊκής διασκέδασης ως ευτελιστικής ή κατώτερης είναι ένα κλασικό μοτίβο αριστοκρατικού τύπου αντίληψης για την τέχνη. Ε, να πάει να γαμηθεί αυτή η τεχνητή διάκριση. Όσο αγαπάμε την «σοβαρή» τέχνη, άλλο τόσο αγαπάμε και την «ασόβαρη». Και μερικές φορές μάλιστα, όπως μας έχουν δείξει σπουδαίοι καλλιτέχνες σαν τον John Waters, η ίδια η καλλιτεχνική πρωτοπορία προέρχεται ενίοτε από το trash. H δημιουργία και απόλαυση ενός τέτοιου κακού έργου τέχνης μπορεί να είναι μ’ έναν τρόπο απελευθερωτική, δηλώνοντας την παρουσία ενός υπο-πολιτισμικού κεφαλαίου που κατέχουν οι πιστοί και οι πιστές ως κοινότητα εκτός της mainstream κινηματογραφικής κουλτούρας (έχοντας πολλές φορές αποκλειστεί κιόλας από αυτήν ως διαφορετικοί ή ανεπιθύμητοι). Ανήκει άραγε σ’ αυτήν την κατηγορία του απελευθερωτικού ελληνικού trash (που ξεκινάει από πράγματα όπως οι ταινίες του Νίκου Ζερβού, διασχίζει το opus του μεγάλου Κώστα Τσάκωνα, περνάει απ’ την Επίθεση του Γιγάντιου Μουσακά και φτάνει μέχρι την Άννα Γούλα) ο Μάρκος Σεφερλής; Τι, λολ, όχι, ούτε καν. Αυτό το είδος trash είχε λιγότερο ή περισσότερο απελευθερωτικές πλευρές ακριβώς επειδή με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στεκόταν απέναντι σε μια σειρά στερεοτύπων της ελληνικής κοινωνίας ή οικειοποιούταν ειρωνικά αυτά που εκείνη φοβόταν. Το Χαλβάη 5-0, από την άλλη, ξεκινάει από την σεφερλική σαχλαμάρα, αλλά μακάρι να έμενε εκεί. Αν όντως έμενε εκεί, τότε πράγματι θα ήμουν προσωπικά σε θέση να την μισο-απολαύσω (μεθυσμένος ή κλασμένος φυσικά) με τον τρόπο που απολαμβάνω ακόμα τα κακά σεφερλική λογοπαίγνια με τους τίτλους ταινιών (ναι Πήρε Τοστ το Σαββατόβραδο, για σένα μιλάω). Η ταινία του Σεφερλή όμως είναι μια τρανταχτή απόδειξη ότι υπάρχει «καλό κακό χιούμορ» κι υπάρχει και «κακό κακό χιούμορ». Κι εδώ, σε αυτήν την περίπτωση, το «κακό κακό χιούμορ» του Σεφερλή ξεκινάει από την παραληρηματική ασυναρτησία για να καταλήξει στον συντηρητικό οχετό ενάντια σε κάθε σχεδόν καταπιεζόμενη κοινωνική ομάδα που ζει προσπαθεί να ζήσει στην Ελλάδα. Στην αρχή της ταινίας, ήμουν τόσο ιντριγκαρισμένος από την περιέργεια για το πώς θα μοιάζει μια ταινία Σεφερλή που ήμουν σχεδόν ευδιάθετος. Όντως, από τα πρώτα δευτερόλεπτα καταλαβαίνεις ότι δεν έμοιαζε με τίποτα απ’ όσα έχεις δει στη μεγάλη οθόνη (και το ελληνικό σινεμά μας έχει εφοδιάσει με πολύ σαβούρα ανά τα χρόνια). Ήταν μια ταινία του Μάρκου Σεφερλή. Δε θα μπορούσε κανείς να το μπερδέψει με κάτι άλλο. Το Χαλβάη 5-0 είναι στημένο σαν ένα σύγχρονο αγκαθακριστικό murder mystery με αμέτρητα κακά αστεία στο ενδιάμεσο. Φανταστείτε το Knives Out, αλλά σα να το διασκεύασε ο άνθρωπος που κάποτε μετέτρεψε το Fawlty Towers σε Κορίτσια ο Μάρκουλης. Με άλλα λόγια, είναι μονίμως παρωδιακό αλλά με την χειρότερη δυνατή έννοια. Κι αν το πρώτο δεκάλεπτο είναι μια αλλόκοτη εμπειρία μέχρι να συνηθίσει το μάτι και το μυαλό σου στο θέαμα του Σεφερλή στη μεγάλη οθόνη (ή του Σεφερλή να πιάνει τον Joker και να λέει, προφανώς, ότι ΕΠΙΑΣΕ ΤΟ ΤΖΟΚΕΡ), ο ντελιριακός ρυθμός αστείων και η παντελώς αφιλτράριστη κωμωδία μετατρέπουν γρήγορα την προβολή σε κάτι αρκετά, αρκετά, αρκετά άβολο. Που μετά γίνεται ανυπόφορο. Και στο τέλος καταλήγει εφιαλτικό. Μέχρι να περάσει το δίωρο της ταινίας, έχουν συσσωρευτεί τόσα πολλά αστεία ενάντια σε γυναίκες, ομοφυλόφιλους, μαύρους και Αλβανούς που πλέον τρομάζεις – απλά τρομάζεις. Το πιο τρομακτικό, βέβαια, είναι το γεγονός ότι αυτά τα αστεία δεν είναι καν ιδιαίτερα επιθετικά. Και εξηγούμαι. Ο μισογυνισμός, ο ρατσισμός κι η ομοφοβία του Σεφερλή είναι εντελώς casual και φυσικοποιημένα σε ακραίο βαθμό, σα να προέρχονται από ένα σύμπαν όπου δεν έχει υπάρξει ποτέ τίποτα απολύτως πέρα από αυτά. Απλά υποθέτει ότι αυτό είναι, τέλος, έτσι είναι ο κόσμος: ανήκει σε εμάς, τους λευκούς πλούσιους straight άνδρες που κοροϊδεύουν όλους τους υπόλοιπους. Αυτή η απουσία οποιουδήποτε δεύτερου ή meta επιπέδου είναι που κάνει έξτρα τρομακτική την ταινία. Οι περισσότεροι από τους καλλιτέχνες που ποντάρουν στο προσβλητικό edginess, το κάνουν έχοντας συνείδηση μιας πολιτισμικής σύγκρουσης. Με άλλα λόγια, θέλουν να την πουν σε κάποιους – εκείνους που θεωρούν προβληματικά τα επιθετικά αστεία εις βάρος γυναικών, lgbt ατόμων ή μεταναστών. Έχουν δηλαδή μια κυνική συνείδηση του “incorrectness” τους – από τον Αρκά μέχρι κάμποσους stand-up κωμικούς, αν μιλήσουμε για το ελληνικό περιβάλλον. Ο Σεφερλής, από την άλλη, το κάνει φυσικά. Αυτό. Είναι ικανός να πιστεύει ότι το κάνει καλοπροαίρετα κιόλας – κι αυτό είναι τρομακτικότερο. Μιλάμε για τον άνθρωπο που έσκασε με blackface καλωσορίζοντας μαύρο rapper στην τηλεόραση και το παρουσίασε ως ένδειξη αγάπης. Ας το σκεφτούν αυτό όσοι μιλάνε στην Ελλάδα για “χούντα της πολιτικής ορθότητας” (sic) όταν το Χαλβάη 5-0 αρχίσει να μετράει εκατοντάδες χιλιάδες εισιτηρίων. Λοιπόν, δεν έχει νόημα να πω περισσότερα για την ταινία. Όποιος θέλει να την δει, θα την δει – και το αντίστροφο. Δεν είναι σκοπός αυτού του άρθρου να αστυνομεύσει το γούστο, τον χρόνο και τα λεφτά κανενός. Περισσότερο από την ταινία, με ενδιαφέρει κάτι άλλο. Από τις προηγούμενες μέρες που δημοσιεύθηκαν οι κριτικές για το Χαλβάη 5-0 (πετσοκόβοντάς το), έμπαινα στα σχόλια των μεγάλων sites για να βλέπω τι μορφές έπαιρνε η κοινωνική υπεράσπιση του Σεφερλή και της κωμωδίας του (από ανθρώπους που εμφανώς δεν είχαν δει ακόμα την ταινία). Όχι ότι επρόκειτο βέβαια για κανένα πρωτότυπο θέαμα. Όποτε έχουμε γράψει κάτι για τον Σεφερλή σε αυτό εδώ το site (που κι αυτό φυσικά έχει το μερίδιό του σε μαλακισμένα αστεία), κάθε φορά σκάει αβέρτα κόσμος στα σχόλια (για την ποιότητα και την ψυχραιμία των οποίων πάντα φημίζεται το Luben) για να τον υπερασπιστεί και βρίσει τους επικριτές του. Η γκάμα των επιχειρημάτων υπεράσπισης, λοιπόν, έχει τρομερό ενδιαφέρον από μόνη της. Αυτά τα επιχειρήματα ξεκινάνε απ’ το ότι ο Σεφερλής δίνει δουλειά σε κόσμο τώρα που τα πράγματα είναι δύσκολα ή ότι τον κράζουμε γιατί είναι πετυχημένος ενώ εμείς πουθενάδες – πράγματα αμφότερα αληθή ως γεγονότα, αλλά που δε μας βοηθάνε κι ιδιαίτερα να κατανοήσουμε το φαινόμενο. Πιο αποκαλυπτικά από αυτά είναι δύο επιχειρήματα που φτάνουν στην καρδιά του ζητήματος. Πρώτον, πολύς κόσμος υπερασπίζεται τον Σεφερλή ως θεματοφύλακα μιας ελληνικής κανονικότητας ενάντια στις εκφυλιές και τις ανωμαλίες των θολοκουλτουριάρηδων που κάνουν κουμάντο στα καλλιτεχνικά πράγματα – θυμίζοντας βέβαια τον συντηρητικό ηθικό πανικό που κάποιοι επιχείρησαν να προκαλέσουν όταν ο Κυνόδοντας του Λάνθιμου έσπασε το φράγμα του ελληνικού arthouse κι έγινε μαζικό pop κινηματογραφικό φαινόμενο (για να μην πάμε ακόμα πιο πίσω). Λίγη σημασία έχει εδώ αν η επαγγελματική κριτική ή το καλλιτεχνικό σινεμά είναι όντως εκτός κοινωνικής πραγματικότητας (που είναι δηλαδή, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα). Το θέμα είναι πως αυτή η αφήγηση είναι προκαταβολικά κι επί της αρχής επιθετική απέναντι σε οτιδήποτε αμφισβητεί την παράδοση και την συντήρηση. Δεύτερον, κι αυτό το επιχείρημα είναι πολύ πιο ύπουλο, υπάρχει κι ο κόσμος που λέει ότι αυτή είναι η αυθεντική λαϊκότητα, έτσι είναι ο λαός, αυτά θέλει ο κόσμος – οπότε απλά αποδεχτείτε το, τι να κάνουμε τώρα. Πρόκειται για μια πρόταση παθητικής αποδοχής των κυρίαρχων ιδεών και της κυρίαρχης κουλτούρας, η οποία καμουφλάρεται ως κοινωνιολογία της λαϊκότητας και πλασάρεται ως αυθεντική έκφραση της λαϊκής θέλησης. Σε καμία περίπτωση δε λέμε εδώ ότι ο κόσμος γενικά κι αόριστα δεν θέλει να δει Σεφερλή. Τα νούμερα μιλάνε από μόνα τους. Υπάρχει πολύς κόσμος που θέλει να δει μια χαζομάρα για να ξεσκάσει, αλλά το πρόβλημα δεν είναι εκεί. Το πρόβλημα είναι στο ότι υπάρχει κι ένα ευρύ σύστημα παραγωγής και διανομής μαζικής κουλτούρας που υποθέτει ότι ο κόσμος θέλει να ξεσκάσει μόνο βλέποντας χαζομάρες. Κι έτσι παράγει όλο και περισσότερες χαζομάρες, επενδύοντας σ’ αυτές κεφάλαιο, περιμένοντας πίσω κέρδη, διαμορφώνοντας ταυτόχρονα το ίδιο το κοινό που θεωρητικά θέλει “απλά” να ικανοποιήσει. Το Χαλβάη 5-0, λοιπόν, δεν είναι το λαϊκό. Για την ακρίβεια, πράγματα σαν το Χαλβάη 5-0 παράγουν τα ίδια μια μορφή λαϊκότητας που έπειτα την παρουσιάζουν ως τη μοναδική. Αλλά όχι, δεν είναι έτσι. Όσο είναι αλήθεια ότι υπάρχουν μεγάλα λαϊκά στρώματα που θέλουν να διασκεδάσουν υποτιμώντας τους αδύναμους, άλλα τόσο είναι αλήθεια ότι η συντριπτική πλειοψηφία των προοδευτικών και ριζοσπαστικών ιδεών και αγώνων έχουν προέλθει από τα ίδια λαϊκά στρώματα. Δεν είναι κάτι περίπλοκο. Για την ακρίβεια, είναι αρκετά απλό. Η καπιταλιστική κοινωνία είναι μια κοινωνία αντιθέσεων και συγκρούσεων – μέσα στην ίδια χώρα, μέσα στην ίδια πόλη, μέσα στην ίδια οικογένεια, μέσα στον ίδιο άνθρωπο ακόμα. Ένας από τους ανθρώπους που θεμελίωσαν το ίδιο το πεδίο έρευνας και συζήτησης γύρω από την λαϊκή κουλτούρα, ο Raymond Williams, έγραφε πίσω στη δεκαετία του ’70: «Οι αφηρημένοι και ψευδοκαθολικοί ορισμοί της υψηλής και της λαϊκής κουλτούρας, περιορίζοντας το νόημά τους σε μία μοναδική παράδοση και θεωρώντας τα νοήματα που παράγονται απ’ την κοινωνική πλειοψηφία ως εγγενώς κατώτερα, οδηγούν στο να μας διαφεύγει η αληθινή πολιτισμική αξία της σύγχρονης πραγματικότητας». Πράγματι, υπάρχει αληθινή πολιτισμική αξία στη σύγχρονη πραγματικότητα – γιατί κι αυτή η ίδια έχει συγκρούσεις στο εσωτερικό της. Υπάρχει ο Σεφερλής, ναι, αλλά δεν υπάρχει μόνο ο Σεφερλής. Μπορεί να γελάμε με κακά αστεία. Μπορεί γελάμε με καμμένα αστεία. Αλλά ας μη γελάμε με ηλίθια αστεία.