Στ’ αλήθεια τώρα, θα μπορούσε να χωρέσει μια χαμένη άνοιξη μέσα σε 2 ώρες και 30 λεπτά; Κατά μία έννοια, αυτό προσπάθησε να κάνει ο Christopher Nolan με το Tenet, τη νέα του ταινία που κυκλοφόρησε την περασμένη βδομάδα στις κινηματογραφικές αίθουσες, όπως πιθανώς να έχει πιάσει το αυτί σας. Δηλαδή προσπάθησε να υπερ-αναπληρώσει τον χαμένο χρόνο της mainstream κινηματογραφικής ζωής που μπλοκαρίστηκε λόγω της πανδημίας του κορονοϊού από τον Μάρτιο κι έπειτα. Είναι η πρώτη μεγάλη ταινία που βγαίνει στις αίθουσες στον post-pandemic κόσμο που θα ζούμε από εδώ και πέρα κι αυτή είναι μια θέση στην οποία ήθελε πολύ να βρίσκεται ο δημιουργός, για ευνόητους συμβολικούς και οικονομικούς λόγους. Έτσι, η μεγα-φιλοδοξία του Tenet δεν φορέθηκε πάνω της εξωτερικά ως αποτέλεσμα του υπερβολικού hype των fans ή των media, ούτε σαν επιστέγασμα μιας γιγάντιας διαφημιστικής καμπάνιας της Warner. Όλα αυτά πάντα υπάρχουν και βρίσκονται στο παιχνίδι, αλλά εδώ η απογείωση των προσδοκιών ξεκινάει από την ίδια την ταινία. Αναγγέλλοντας το πιο μεγάλο κι εντυπωσιακό του πρότζεκτ, ο Nolan ήθελε να είναι εκείνος που θα ξαναφέρει τον κόσμο στις αίθουσες, που θα ανατιμήσει το σινεμά σαν μαζική κοινωνική εμπειρία που συνθλίβεται ανάμεσα στην πανδημία και το streaming, που θα προσφέρει το μεγαλειώδες escapism το οποίο χρειαζόμασταν όλοι, που θα προτείνει την επόμενη μεγάλη ιδέα για το μέλλον του Hollywood, που θα φτιάξει την πιο Nolan ταινία που έχει υπάρξει. Η μεγάλη νολανική φιλοδοξία Θεωρητικά, οποιοσδήποτε άλλος σύγχρονος δημιουργός πιθανώς να κατέρρεε υπό το βάρος αυτής της φιλοδοξίας. Εδώ και καμιά δεκαριά χρόνια, όμως, αυτή η φιλοδοξία μοιάζει να είναι το ίδιο το κινηματογραφικό dna του Nolan. Όπως έχουμε ξαναπεί, κανένας άλλος σκηνοθέτης δεν κατέχει θέση παρόμοια με εκείνον στο σημερινό βιομηχανικό μαζικό σινεμά. Ουσιαστικά, πρόκειται για τον λίγο-πολύ μοναδικό αυτή τη στιγμή επίγονο του παραδείγματος blockbuster auteur / super producer που καθιέρωσαν δημιουργοί σαν τον Steven Spielberg, τον George Lucas και τον James Cameron στο Hollywood των τελευταίων 40-45 χρόνων. Κανένας άλλος δεν έχει την διαπραγματευτική δύναμη που έχει ο Nolan απέναντι στα στούντιο και κανένας άλλος δεν έχει εξασφαλισμένο πλέον πως κάθε νέα ταινία του θα αποτελεί μείζον πολιτιστικό event. Με άλλα λόγια, η μοναδική θέση του Nolan στη σημερινή κινηματογραφική βιομηχανία εξασφαλίζεται απ’ το γεγονός ότι η αδιαμφισβήτητη προσωπική του καλλιτεχνική σφραγίδα συμβαδίζει με μια τεράστια εμπορική επιτυχία. Κατά μία έννοια, αυτό δεν είναι το Ιερό Δισκοπότηρο κι η Ανωτάτη των Τιμών του μαζικού κινηματογράφου; Τώρα, με το Tenet να βρίσκεται επιτέλους στις αίθουσες και να αποτελεί αντικείμενο τόσο παθιασμένων επιστημονικοφιλοσοφικών συζητήσεων όσο και τοξικού φανμποϊκού ψηφιακού διαλόγου (με τα απαραίτητα πικάντικα memes να συνοδεύουν φυσικά), ερχόμαστε αντιμέτωποι με το αποτέλεσμα της φιλοδοξίας, το συγκεκριμένο της περιεχόμενο, την ίδια την ταινία, το αυτοτελές έργο που μας καλεί να το απολαύσουμε και να το ερμηνεύσουμε καθώς το μοιραζόμαστε με άλλους ανθρώπους. Τι έχουμε να πούμε λοιπόν για την ταινία; Η αλήθεια είναι ότι σε έναν βαθμό νιώθω ήδη προκαταβολικά κουρασμένος από την νολανοσυζήτηση. Όχι μόνο επειδή είναι μια ταινία που αν μη τι άλλο σηκώνει κουβέντα κι οι σημειώσεις μου γι’ αυτήν μοιάζουν με ημερολόγιο τρελού συνωμοσιολόγου γραμμένο σε τοίχο με σημεία-κλειδιά που ενώνονται μεταξύ τους με πινέζες και κλωστή. Είναι επίσης ότι κι η συζήτηση για τις ταινίες Nolan αποτελεί ένα ναρκοθετημένο πεδίο διαλόγου, τόσο από τους fans όσο κι από τους haters, με αποτέλεσμα το πράγμα να παίρνει γρήγορα μια τροπή προς το τοξικό. Συχνά, καταλήγεις να συζητάς σα να πρέπει να αποδείξεις ότι βρίσκεσαι ενώπιον της σπουδαιότερης μεγαλοφυΐας ή της μεγαλύτερης απατεωνιάς. Είτε θα μας γαμάει το μυαλό με την καλή έννοια, είτε θα μας γαμάει το μυαλό με την κακή έννοια. Στο μεταξύ, η απόλυτη επί της αρχής θέση επί του νολανικού έργου ή η κατάβαση στην κουνελότρυπα των ατελείωτων fan theories οδηγούν συνήθως σε αποφυγή του engagement με τις ίδιες τις ιδέες, τα συναισθήματα και τις εικόνες της ταινίας – πράγμα που βρίσκουμε πιο δύσκολο, ίσως πιο βαρετό αλλά και σίγουρα πιο ουσιαστικό, αν μας ρωτάτε (πράγμα που δεν θυμόμαστε να έγινε, προχωράμε). Η πιο Nolan ταινία Nolan Για αρχή, ας ξεπακετάρουμε τι σημαίνει αυτό το “η πιο Nolan ταινία του Nolan” που γράψαμε στον υπότιτλο, χωρίς να καταφύγουμε σε spoilers φυσικά. Στα χαρτιά, αυτή η φράση μοιάζει να έχει θετικό νόημα. Μια πιο προσεκτική ματιά, όμως, θα έδειχνε μάλλον το αντίθετο. Όπως το εννοώ εγώ, αυτός ο χαρακτηρισμός δηλώνει εκείνο το σημείο στην πορεία ενός καλλιτέχνη που η προσπάθειά του να συλλάβει και να συμπυκνώσει με συγκεκριμένο τρόπο το ίδιο του το δημιουργικό στίγμα δεν είναι πια μια οργανική ροή ιδεών και συναισθημάτων που περνάει μέσα από την καλλιτεχνική μορφή που δουλεύει σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση. Αντίθετα, αυτό το δημιουργικό στίγμα μετατρέπεται πλέον σε ένα διαχωρισμένο, φετιχοποιημένο, εξωτερικό ιδανικό στο οποίο πρέπει να προσαρμοστεί ο ίδιος ο δημιουργός. Έτσι, προκύπτει αυτή η αίσθηση που έχουμε καμιά φορά ότι όλα τα συστατικά είναι εκεί αλλά κάτι λείπει, μοιάζει αφύσικο, δεν τσουλάει. Με άλλα λόγια, πρόκειται για έναν ιδιαίτερο τύπο αλλοτρίωσης του δημιουργού: το στυλ του αντικειμενοποιείται, γίνεται άθροισμα επαναληπτικών χειρονομιών και προβλέψιμων μοτίβων, κουτάκια προς τσεκάρισμα. Το ύφος διασπάται στα μέρη του και παρουσιάζεται απλά σαν το άθροισμά τους, χάνοντάς έτσι την ιδιαίτερη ποιότητά του: την δυνατότητα για υπέρβαση, έκπληξη, μεταμόρφωση. Το Tenet είναι η πιο Nolan ταινία του Nolan όχι επειδή συλλαμβάνει καλύτερα το προσωπικό ύφος του σκηνοθέτη, ό,τι γνώμη κι αν έχει κανείς γι’ αυτό. Τουναντίον, μοιάζει με ταινία βγαλμένη από Nolan Generator για χάρη του fan service, χωρίς κέντρο βάρους και κατεύθυνση, σα να ζήτησες από το καλύτερο Α.Ι. του κόσμου να αναλύσει το σινεμά του και να το προσομοιώσει μηχανιστικά τερματίζοντας τα πάντα στο μάξιμουμ. Για να το πούμε και διαφορετικά, το Tenet είναι νολανικό περισσότερο με την έννοια ότι επιτελεί νολανοσύνη. Χωρίς να είμαι ο μεγαλύτερος fan του Nolan στον κόσμο, θα τολμήσω να πω ότι αυτό είναι ένα σημαντικό πισωγύρισμα. Όχι με βάση ένα αυθαίρετο πράγμα που έβγαλα απ’ το κεφάλι μου και θα ήθελα να ικανοποιήσει ο σκηνοθέτης, αλλά με βάση την μέχρι τώρα πορεία του τα τελευταία δέκα χρόνια όπως την ερμηνεύω προσωπικά. Εδώ και μια δεκαετία, λοιπόν, ο Nolan κάνει κυριολεκτικά ό,τι θέλει, έχοντας κατακτήσει εμπορικά την ικανότητα (και τη βιωσιμότητα) να το κάνει. Έτσι, αποφάσισε να αφήσει το στίγμα του σε κάθε μείζον κινηματογραφικό είδος ξεχωριστά, δένοντας κάθε νέα ταινία του με ένα συγκεκριμένο θέμα και μια συγκεκριμένη φιλοδοξία. Έφτιαξε το μεγάλο action film του με το Inception. Έφτιαξε το μεγάλο φιλοσοφικό του sci-fi με το Interstellar. Έφτιαξε το μεγάλο πολεμικό του έπος με το Dunkirk. Στo Interstellar μάλιστα, παρόλο που εμένα προσωπικά δε μ’ άρεσε, είδα κι έναν Nolan που θέλει επιτέλους να βάλει και κάτι πραγματικό από τον εαυτό του μέσα (το είχε κάνει ήδη στο Following και το The Prestige σχολιάζοντας την σχέση του με την τέχνη του αλλά ο κόσμος δεν έδωσε και ιδιαίτερη σημασία). Τώρα τι ακριβώς συμβαίνει; Ποια είναι ακριβώς η καλλιτεχνική φιλοδοξία πέρα από την απεριόριστη επέκταση των στοιχείων που συγκροτούν το νολανικό σινεμά; Στο Tenet, η φάση είναι περισσότερο ότι ο Nolan παίζει με τα παιχνίδια του. Είναι λίγο κατασκοπικό σαν το Inception, είναι λίγο φιλοσοφικοεπιστημονικό σαν το Interstellar, είναι λίγο αποσυναρμολόγηση του χρόνου σαν το Dunkirk, εεε είναι λίγο Nolan φάση δηλαδή. Αυτό το πισωγύρισμα, όμως, δεν αφορά μόνο την εξωτερική κατεύθυνση, δηλαδή το τι είδος ταινίας ήθελε να κάνει, αλλά αφορά και μια εσωτερική κατεύθυνση που αφορά την ενότητα μορφής και περιεχομένου. Το Dunkirk, ας πούμε, είναι η αγαπημένη μου ταινία του στην μετά-The Dark Knight περίοδο επειδή ο σκηνοθέτης αποφάσισε να απέχει από την δημιουργία παζλ και γρίφων που στοιβάζονται πάνω σε άλλα παζλ και γρίφους κι αντ’ αυτού έφτιαξε ένα δημιούργημα που έβρισκε το κατάλληλο κινηματογραφικό περιεχόμενο για την μορφή που αγαπάει ο Nolan: ο πόλεμος ως ένα αποηθικοποιημένο, ψυχρό, κλειστό σύστημα επιβίωσης, δοσμένο μέσα από μια τεχνικά άρτια μεταχείριση της κινηματογραφικής διαλεκτικής χρόνου και εικόνας. Από την άλλη, το Tenet μοιάζει ήδη από το σημείο μηδέν ως μια επιστροφή στο νολανικό στυλ της σπαζοκεφαλιάς, της ψυχροεγκεφαλικότητας και της αμπελοφιλοσοφίας: σκόπιμη δημιουργία σύγχυσης με παιχνίδι ποντικιού-γάτας μεταξύ θεατή και ταινίας, προσπάθεια εντυπωσιασμού με μεγάλες ιδέες και ακόμα μεγαλύτερες εικόνες που δυσκολεύονται να συνδεθούν αποτελεσματικά μεταξύ τους, ατελείωτο exposition με το να μας μιλάει ασταμάτητα για σχέσεις και συναισθήματα αντί να προσπαθεί να μας δείξει πειστικά και συνεκτικά. Σε περίπτωση που κάποιος ήθελε να δει τον Nolan να ξεπερνάει τον εαυτό του, να ανοίγεται σε κάτι διαφορετικό, να εξερευνά τις πιο ανθρώπινες πλευρές του ή να προσπαθεί να αφηγηθεί μια πραγματικά ενδιαφέρουσα ιστορία, το παιχνίδι του Tenet είναι ουσιαστικά χαμένο. Εκεί που κερδήθηκε είναι στο πεδίο της δράσης. Μετά την εμπειρία της μεγα-παραγωγής του Dunkirk, ο Nolan μοιάζει πιο σίγουρος από ποτέ στην διαχείριση του σινεμά μεγάλης κλίμακας. Τα πλάνα του είναι πιο καθαρά, τα ψηφιακά εφέ είναι μινιμαρισμένα, τα set pieces είναι πραγματικά εντυπωσιακά, ο έλεγχος του ρυθμού της δράσης είναι τεχνικά αξιοθαύμαστος. Σ’ όλη την διάρκεια της ταινίας, αποφασίζει να επανειλημμένα να κάνει πράγματα που δεν έχουν ξαναγίνει στο action σινεμά και το κάνει σα να είναι το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο. Αν λοιπόν θέλεις να δεις πράγματα που δεν έχεις ξαναδεί να γίνονται, τότε το Tenet είναι ένας καλός τρόπος να περάσεις 2μιση ώρες ξοδεύοντας 7μιση ευρώ προκειμένου να ανακαλύψεις πώς θα έμοιαζε το βίντεο κλιπ των The Pharcyde του Spike Jonze το οποίο αντέγραψαν τα Ημισκούμπρια αν ήταν ένα blockbuster χολιγουντιανής δράσης με μπάτζετ πάνω από 200 εκ. δολάρια. Αν από την άλλη όμως σκοπεύεις να αναρωτηθείς τι σημαίνουν αυτά που είδες, τι νόημα έχουν ή αν είχες πραγματικά ανάγκη να τα δεις, τότε πράγμα αρχίζει να δυσκολεύει. Η αντι-ιστορία του Tenet Σε ένα πρωταρχικό επίπεδο, η ταινία αντιμετωπίζει ένα θεμελιώδες πρόβλημα ιστορίας. Όχι, μ’ αυτό δεν αναφερόμαστε απλώς στα στοιχεία της πλοκής που μας οδηγούν από τη μία σκηνή στην άλλη ούτε στην αλληλουχία των γεγονότων που φαινομενικά μοιάζει αρκετά μπερδεμένη αλλά στην πραγματικότητα είναι μάλλον αρκετά στρωτή εφόσον πιάσεις έγκαιρα το βασικό concept. Ίσα ίσα, το time inversion του Tenet είναι εν τέλει πιο σφιχτό και συνεκτικό απ’ αυτό που έχουμε συνηθίσει ως time travel κινηματογραφικό τέχνασμα κι ο Nolan το χειρίζεται μάλλον ικανοποιητικά ως προς την τεχνική εσωτερική του λογική παρόλο που αυτή συνεχίζει να αποτελεί πρόκληση προς τον θεατή. Η ιστορία που αφηγείται, όμως, είναι τρομερά κενή και ψόφια από πλευράς στοιχειώδους δραματουργίας, συναισθηματικού περιεχομένου και διανοητικού προβληματισμού. Κανένας χαρακτήρας δεν έχει ενδιαφέρον, καμία σχέση δεν έχει ζουμί, καμία ιδέα δεν φανερώνει πάθος ή πρωτοτυπία. Έχουμε Αμερικάνους μυστικούς πράκτορες που δρουν εκτός νόμου και πλακώνονται με κακούς Ρώσους κι Ασιάτες. Αρχικά θέλουν να αποτρέψουν τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά μετά ο κακός γίνεται πολύ κακός και θέλει απλά να δει τον κόσμο να καταστρέφεται. Κάπου εκεί υπάρχει κι ένα θολό δίδαγμα για την κλιματική αλλαγή, ενώ στο μεταξύ οι χαρακτήρες μιλάνε για σχέσεις αγάπης ή μίσους που δεν ζωντανεύουν ποτέ αλλά μόνο εξηγούνται βασανιστικά διεξοδικά ως στοιχεία της πλοκής προκειμένου να προχωρήσει η αφήγηση. Στο τέλος, αφήνονται μια σειρά από υπόνοιες οντολογικού/θεολογικού χαρακτήρα για την ίδια την υφή της πραγματικότητας, ενώ ταυτόχρονα σπέρνονται και μια σειρά από επιστημονικοτεχνικές και ιστορικές αναφορές εν είδει easter eggs ώστε να ξεσαλώσει ο κόσμος στο Reddit. Πράγματα όλα τους θολά, απροσδιόριστα, χωρίς καλλιτεχνική ορμή, αφηγηματική ευκρίνεια ή διανοητική ρώμη, τεμπέλικα και αναμασημένα, τυλιγμένα μέσα σε φανταχτερή συσκευασία τεχνικών επιτευγμάτων. Μ’ αυτόν τον τρόπο, η πλήρης απουσία ουσιαστικής δραματουργικής ανάπτυξης κάνει την ταινία να εξαρτάται αποκλειστικά από τον βαθμό στον οποίο συναρπάζεσαι αρκετά από την αλληλουχία εκκωφαντικών γεγονότων προκειμένου να κάνεις αρκετή υπομονή ώστε να αντέξεις το βασανιστικό τρόπο εξήγησης του χαρακτήρα τους από τους ίδιους τους ήρωες. Έτσι, στην πραγματικότητα το Tenet μετά βίας περιέχει σκηνές, συνεκτικές και αυτάρκεις που ταυτόχρονα χτίζουν αφηγηματική ενότητα προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Αντίθετα, αποτελείται απλώς από στιγμές, κουλ ή συναρπαστικές εδώ κι εκεί αλλά χωρίς ουσιαστική σύνδεση μεταξύ τους σε επίπεδο ιδεών ή δράματος. Πηγαίνουμε σαν ζαβλακωμένοι από το κάθε setup στο payoff του, από set piece σε exposition – όλο και περισσότερα, όλο και μεγαλύτερα. Τρώγοντας απανωτά χαστούκια δράσης και επεξήγησης, δε σου μένει χρόνος να αναρωτηθείς και να επεξεργαστείς αυτό που συμβαίνει ώστε να συναισθανθείς το νόημα των πράξεων των ηρώων. Δηλαδή, πραγματικά, τι νόημα έχουν όλα αυτά; Τα stakes της πλοκής είναι τόσο μεγάλα και απρόσωπα που καταλήγουν να μη σημαίνουν τίποτα για κανέναν. Οι κακοί κινούνται κάπου ανάμεσα σε superhero ταινία, Bond villains και ψυχροπολεμικό ρατσιστικό thriller του ’80, ενώ οι τρεις βασικοί ηθοποιοί της ταινίας (ο John David Washington, η Elizabeth Debicki κι ο Robert Pattinson – ικανότατοι όλοι τους) δεν έχουν με τι να δουλέψουν και βρίσκονται σε μια διαρκή συναισθηματική limbo μεταξύ κενότητας δράματος και πληθώρας συμβάντων. Εδώ, η υποτίμηση της δραματουργίας δεν μοιάζει να εξυπηρετεί κάποιον διακριτό σκοπό αφαίρεσης όπως είδαμε στην μινιμαλιστική αφήγηση του Dunkirk. Αντιθέτως, δείχνει προχειρότητα, αδιαφορία και τσαπατσουλιά – προδίδει δηλαδή πρόβλημα τόσο αισθητικής όσο και συναισθηματικής φύσης. Σε τελική ανάλυση, ο Nolan δείχνει ξανά να επιδεικνύει μια περιφρόνηση για τον ίδιο τον λόγο εκτός κι αν πρόκειται για επιστημονικοφανή φλυαρία ή κοινότοπο συναισθηματισμό. Αν εξαιρέσουμε το επιστημονικοτεχνικό λεξιλόγιο και το exposition της πλοκής, οι χαρακτήρες του Tenet ανοίγουν το στόμα τους σχεδόν μόνο για να πουν corny action ατάκες, μέτρια αστεία με αδικαιολόγητα επαναλαμβανόμενο καγκουρο-ομοφοβικό περιεχόμενο, τυποποιημένους συναισθηματισμούς (κλασικά προερχόμενους κυρίως από τον πρωταγωνιστικό γυναικείο χαρακτήρα με τον Nolan να αδυνατεί ξανά να γράψει γυναίκες που να μην είναι είτε εργαλείο προς χρήση είτε αδύναμο σημείο κάποιου άνδρα, ενδιαφερόμενες μόνο για κάτι μερικό/συναισθηματικό/συγκεκριμένο -το παιδί- σε αντίθεση με το καθολικό/εγκεφαλικό/αφηρημένο -την ανθρωπότητα- που απασχολεί τους άνδρες). Κάποιες φορές μετά βίας ακούς τι λένε οι άνθρωποι μέσα στο συνεχές βουητό του περιβάλλοντος που χτίζει ο Nolan, όπως έχει γίνει και σε προηγούμενες ταινίες του. Ακόμα χειρότερα, όσα λένε μετατρέπονται με τη σειρά τους σε λευκό ανθρώπινο θόρυβο, ψυχρό ανθρώπινο διάκοσμο της δράσης. Κι όπως πάντα, η οθόνη φιλοξενεί μηδενική λίμπιντο και μηδενικό ερωτισμό, επιβεβαιώνοντας τον Nolan ως έναν κατεξοχήν ντεκαβλέ σκηνοθέτη. Nolan στην τσίτα, Nolan στο τέρμα Υπό προϋποθέσεις, αυτή η απεριόριστη επέκταση έντασης, μεγέθους, δράσης, ήχου και εικόνας στην θέση του δράματος θα μπορούσε να λειτουργήσει απελευθερωτικά για το Tenet. Ούτως άλλως, αυτό που για κάποιον άλλο σκηνοθέτη θα ήταν logistical nightmare στον Nolan εύκολα γίνεται logistical orgasm. Ουσιαστικά, το action μέρος της ταινίας είναι το καλύτερό της. Και μ’ αυτό δεν εννοώ μόνο ότι σου κρατάει αρκετά το ενδιαφέρον ώστε να αντέξεις όλα τα υπόλοιπα στοιχεία της ταινίας, αλλά ότι έχει και μια δική του, αυτόνομη πλην κρυμμένη δυναμική. Αν το Tenet αγκάλιαζε εντελώς τον χαρακτήρα του ως συμβατική ταινία δράσης που μεταχειρίζεται αντισυμβατικά τεχνικά μέσα, αν δηλαδή παραιτούταν από την νολανική φιλοδοξία, τότε θα μπορούσε να γίνει μια φοβερή ταινία James Bond απογυμνωμένη από οτιδήποτε περιττό και ντοπαρισμένη με στεροειδή, κόκες, σπιντ, τα πάντα όλα. Αν ήταν στο χέρι μου, θα έφτιαχνα ένα cut της ταινίας χωρίς κανέναν απολύτως διάλογο, μετατρέποντάς την σε ένα βουβό, επικό, ασταμάτητο action performance υψηλής έντασης και αδιάλειπτου ρυθμού, μια ποιητική σύνθεση της φρενήρους κίνησης, ένα ψυχρό κιουμπρικό Fury Road, ένα κατασκοπικό The Raid, ένα αποκαλυπτικό John Wick. Αλλά, ως γνωστόν, ο Nolan αγαπάει τα high concepts του, θέλει να είναι ο πιο έξυπνος άνθρωπος στην αίθουσα, κυνηγάει το μεγαλύτερο δυνατό επίπεδο διανοητικής πολυπλοκότητας για geeky ταινίες δράσης. Αποτέλεσμα, ο ανίερος όρος εγκεφαλικό blockbuster (μπρρρ). Αυτή η εγκεφαλικότητα, ανάμεσα σε άλλα πράγματα, είναι ένας από τους λόγους που προσωπικά δεν είμαι fan του Nolan. Όπως έχω γράψει ξανά πρόσφατα, αναγνωρίζω φυσικά ότι είναι de facto ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του 21ου αιώνα, αλλά δεν θα έλεγα ότι μου μιλάει το έργο του, τουλάχιστον σε ένα σημαντικό μέρος του. Συχνά έχω περάσει καλά με το σινεμά του, κάποιες ταινίες του μάλιστα τις θεωρώ πολύ καλές και πάντα παρακολουθώ με ενδιαφέρον κάθε νέο του πρότζεκτ, αλλά η πυρήνας της κινηματογραφικής του φιλοσοφίας με αφήνει αδιάφορο – αν δεν με ενοχλεί κιόλας. Αποτιμώντας το Dunkirk, έλεγα ότι ο Nolan είναι ένας αντι-ανθρωπιστής που έχει την αποστασιοποίηση ως σημαία του κινηματογράφου του. Αυτό που κάνει είναι να δημιουργεί συστήματα, όχι ανθρώπους. Τις περισσότερες φορές με ξενερώνει ο επιστημολογικός θετικισμός κι ο μεταφυσικός αντι-ανθρωπισμός του και συνήθως βαριέμαι τις ταινίες που αντιμετωπίζουν τον εαυτό τους σαν παζλ-πρόκληση προς επίλυση, αξιοποιώντας απανωτά κάθε φτηνό ή ακριβό τρικ που βρίσκεται στη διάθεσή τους. Επιπλέον, η αντίληψη των ιστοριών ως κλειστά συστήματα-λούπες κι η προσέγγιση του ανθρώπινου δράματος με μαθηματικοποιημένους όρους μου δίνει την εντύπωση μιας ψυχρής και κυνικής κινηματογραφικής έκφρασης, ειδικά όταν αντιμετωπίζει με τόσο χειριστικό τρόπο την ταυτότητα και τη μνήμη. Υπάρχει αρτιότητα, υπάρχει μεγαλοπρέπεια, αλλά από ψυχή δεν βρίσκω και τόσα πολλά. Εν τέλει, μου φαίνεται ότι ο Nolan είναι ταγμένος σε μια κινηματογραφική ευφυΐα αυτοαναφορική, κλειστή στον εαυτό της, η οποία τις περισσότερες φορές αποτελεί απλώς μεταφορά για την σκληρότητα κι όταν προσπαθεί να προσεγγίσει το συναίσθημα το κάνει μέσα από κλισεδιάρικο μελόδραμα. Όλα αυτά μοιάζουν μαξιμαρισμένα στο Tenet, σε βαθμό που το ζουμί της ταινίας βρίσκεται εν τέλει στην ουσιοποίηση της ίδιας της δυσκολίας της ως απόδειξη ευφυΐας, στην εξύψωση της αισθητικής απόλαυσης του confusion, στην αντιμετώπιση της κινηματογραφικής εμπειρίας ως challenge για την σκέψη με τρόπο τεχνοκρατικό κι όχι συναισθηματικό ή ιδεολογικό. Όλα είναι χρόνος Όπως έχουμε υπονοήσει ήδη, το κατεξοχήν ερώτημα είναι τι νόημα έχουν όλα αυτά. Προσοχή: όχι πώς εξηγείται το time inversion. Αυτό είναι ένα γκουγκλάρισμα μακριά. Το ερώτημα του νοήματος καλούμαστε να το θέσουμε και να το απαντήσουμε εμείς, ως θεατές, καθώς αποτιμούμε συναισθηματικά και διανοητικά την αισθητική μας εμπειρία με την ταινία. Η σύντομη απάντηση από την μεριά μου είναι ότι το Tenet εν τέλει στερείται νοήματος. Αδυνατεί να κάνει κάτι παραπάνω από το να προκαλέσει αισθητηριακές αντιδράσεις, να διατυπώσει φιλοσοφικοεπιστημονικές κοινοτοπίες και να αφήσει πίσω του ένα εκατομμύριο ερωτήματα με απαντήσεις κυμαινόμενης μικροσημασίας. Ούτως ή άλλως, όταν μιλάμε για ιστορίες που υπάγονται σε time loops, η διερώτηση για το συγκεκριμένο νόημα είναι μια διερώτηση άνευ νοήματος, μια έννοια χωρίς περιεχόμενο παρά μόνο στο βαθμό που σχολιάζει με meta τρόπο την ίδια τη αφηρημένη δυνατότητα του νοήματος. Εξάλλου, σε τελική ανάλυση, όσα είδαμε στην ταινία ήταν τμήμα μιας λούπας: ό,τι βλέπαμε είχε ήδη συμβεί κι η τρέχουσα εκδίπλωσή του στο κινηματογραφικό παρόν δεν εξυπηρετούσε τίποτα παραπάνω από την βελτιστοποίηση του ήδη προδιαγεγραμμένου αποτελέσματος. Ουσιαστικά, στο σύμπαν του Tenet το μόνο πράγμα που έχει αληθινό agency, ενεργητική υποκειμενική προθετικότητα ή εγγεγραμμένο αντικειμενικό σκοπό, είναι η ίδια η λούπα, το ίδιο το κλειστό σύστημα. Η προβληματική του χρόνου, σταθερή μέσα στο νολανικό σινεμά, γίνεται εδώ εκ νέου αντικείμενο αποσυναρμολόγησης ως προς την αφήγηση αλλά και αντικείμενο στοχασμού ως προς την ιδιαίτερη ποιότητά του. Σε αντίθεση όμως με το Memento, το Interstellar ή το Dunkirk όπου αυτή η αποσυναρμολόγηση υπηρετεί μια ιδέα ή ένα θέμα που ωθεί σε μια δράση μεταμορφωτική ή λυτρωτική, εδώ ο χρόνος είναι ο ίδιος υπό απειλή, είναι η ασθένεια κι ο ασθενής μαζί, κι η αποσυναρμολόγησή/επανασυναρμολόγησή του γίνεται αυτονομημένος αυτοσκοπός. Ο χρόνος του Tenet δεν είναι το πεδίο της ιστορικής πράξης αλλά η ίδια της η άρνηση. Εδώ, η αντιστροφή του χρόνου έχει την κυριολεκτική σημασία της πιο απόλυτης συντήρησης. Ο ρόλος που επιφυλάσσει η ταινία στην ανθρώπινη πράξη περιορίζεται απλώς σε βελτιστοποίηση του συστήματος, σε αόρατο μαστόρεμα της πραγματικότητας ώστε να μην βγει εκτός τροχιάς, σε απλό course correction – πράγμα που καταλήγουν να λένε ανοιχτά οι ήρωες μέχρι το τέλος της ταινίας. Είναι, λοιπόν, συντηρητές με μια έννοια μεταφυσική. Δηλώνουν την πίστη τους στην συντήρηση της υφιστάμενης πραγματικότητας και στην λογική του ίδιου του συστήματος, εξοβελίζοντας την δυνατότητα αλλαγής στο αρνητικό πεδίο της πρόκλησης του χάους (πόσο διαφορετική κοινωνικο-ιστορική ερμηνεία της εντροπίας σε σχέση με το Agent of Chaos του μεγάλου Norman Spinrad!). Αυτό είναι το αξίωμα των πρακτόρων, το Tenet τους, αν θέλετε. Μέχρι το τέλος της ταινίας, αποκαλύπτονται πια όχι ως μυστικοί πράκτορες κάποιας συγκεκριμένης κρατικής οντότητας αλλά ως technopriests του πραγματικού, ιερείς-μηχανικοί της συντήρησης. Η οργάνωσή τους, εμφανιζόμενη στο τέλος αλλά φωτίζοντας αναδρομικά όλη την πορεία της δράσης τους, αποκαλύπτεται έμμεσα ως μια τεχνοφετιχιστική γραφειοκρατικοθρησκευτική σέχτα που διαφυλάσσει το υλικό υπέδαφος της πραγματικότητας, την σταθερότητά της, και ταυτόχρονα την ίδια την κλειστή λούπα του χρόνου που της δίνει αυτήν την εξουσία. Τα αξιώματα της πίστης του Tenet, αξιώματα συντήρησης, αποσυνδέουν την πίστη από την υπέρβαση και τη μεταμόρφωση κι άρα αδυνατούν να την κατανοήσουν ως κάτι περισσότερο από ιδεολογική επένδυση ενός προϋπάρχοντος κλειστού συστήματος – με την ίδιο τρόπο που σε προηγούμενες ταινίες του ο Nolan δεν κατάφερε να προτείνει μια ουσιαστικότερη κατανόηση της αγάπης, του ονείρου και της μνήμης. Τα μυαλά μας πονάνε Αν λοιπόν ο Nolan είναι για άλλη μια φορά αντι-ανθρώπινος, αυτή του η αντιανθρωπινότητα δεν καταφέρνει να φτάσει σε αισθητικά ύψη ή σε conceptual προκλήσεις όπως εκείνη του Stanley Kubrick. Αντιθέτως, παραμένει εγκλωβισμένη στην αντίληψη του άψυχου κινηματογραφικού παζλ. Η προβληματική της ανθρωπινότητας περιστέλλεται σε ένα κλειστό σύστημα χωρίς διαφυγή, όπου ο ανθρώπινος χαρακτήρας της ιστορίας υπάρχει μόνο για να εξυπηρετεί τη λογική του συστήματος και να αναπαράγει το παζλ ως challenge, επιθυμώντας την ιδεατή αντίδραση «Ω ΜΑΛΑΚΑ ΚΑΨΙΜΟ». Αποτελούμενη μόνο από λούπες και glitches, η εγκεφαλικότητα του Tenet γίνεται κλειστή και αυτοαναφορική, αποκλείοντας την πνευματικότητα και μετατρέποντας το sci-fi premise σε ένα κούφιο κέλυφος που κρατάει το “επιστημονική” και πετάει το “φαντασία”. Ούτως ή άλλως, μιλάμε για άλλη μια περίπτωση αυτού που αποκαλείται “έξυπνο sci-fi” και το οποίο απλώς χρησιμοποιεί την σκοτεινή και βλοσυρή ατμόσφαιρα ως μεταφορά για την “σοβαρότητα” και την “πολυπλοκότητα” ως αποδεικτικό στοιχείο για την ανωτερότητα του δημιουργού επί του θεατή. Για άλλη μια φορά, ο Nolan χρησιμοποιεί το sci-fi απλά ως σύμβαση, ως εργαλείο για τα φιλόδοξα concepts του, χωρίς να το πονάει, χωρίς να το εξερευνά, χωρίς να βρίσκει σε αυτό καμία ανατρεπτική δυνατότητα πέρα από αυτήν του στιγμιαίου mindfuck. Αυτό το τελευταίο, το mindfuck, είναι νομίζω κλειδί πλέον για να κατανοήσουμε την ιδιαίτερη πηγή ικανοποίησης για μια σειρά από προϊόντα κουλτούρας που πολύς κόσμος λατρεύει να εξυμνεί την ώρα που ομολογεί πως του προκαλούν μεγάλη δυσκολία κατανόησης – ή μάλλον ακριβώς επειδή του προκαλούν μεγάλη δυσκολία κατανόησης (ας σκεφτούμε επίσης τις πρόσφατες περιπτώσεις του Dark ή του Westworld στη μικρή οθόνη). Καθώς το Tenet καταβροχθίζει τον εαυτό του σαν ουροβόρος, εγκλωβισμένο μέσα σε ένα παλίνδρομο κλειστό σύστημα, ρουφάει τον θεατή μέσα του καθώς εκείνος φωνάζει στην άβυσσο «Ω ΜΑΛΑΚΑ ΤΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ Ο ΤΡΕΛΟΣ; ΠΩΣ ΜΑΣ ΠΕΤΣΟΚΟΨΕ ΕΤΣΙ;». Προσπαθώντας να εντυπωσιάσεις έναν κόσμο που πλέον δεν εντυπωσιάζεται με τίποτα, το mindfuck για χάρη του mindfuck είναι το τελευταίο καταφύγιο των κινηματογραφικών ταχυδακτυλουργών. Παρατηρώ συχνά πως η απόλαυση της δυσκολίας είναι μια απόλαυση που οι άνθρωποι προτιμούν όλο και περισσότερο σήμερα. Μιλάω γι’ αυτήν την ιδιαίτερη απόλαυση του να μην καταλαβαίνεις, να αφήνεσαι να νιώθεις χαζός και μηδενικό απέναντι στο έργο, να σου γαμάνε το μυαλό, να εκμηδενίζεσαι για μια στιγμή έκστασης απέναντι στην προσομοίωση του θείου, αναζητώντας ένα μυστήριο που δοκιμάζει τα όρια των δυνατοτήτων σου, γκλιτσάροντας το μυαλό σου, τραβώντας το χαλί κάτω από τα πόδια σου. Αυτή η αναζήτηση της απόλαυσης μέσα στην δυσκολία έχει σίγουρα ενδιαφέρον ως αίτημα για σύνδεση με κάτι μεγαλύτερο, κάτι άγνωστο, κάτι που να προσιδιάζει στο θρησκευτικό αίσθημα του δέους, αλλά δυσκολία από δυσκολία έχει μεγάλη διαφορά όπως έχει δείξει ο σπουδαίος στοχαστής George Steiner. Διαχωρίζοντας διάφορες μορφές δυσκολίας, ο Steiner μιλάει μεταξύ για μια δυσκολία τακτικίστικη και επιφανειακή, βασισμένη στην πρόθεση του δημιουργού να αποκρύψει ή να εξαπατήσει για διάφορους λόγους. Υπάρχει όμως, σύμφωνα με τον ίδιο, και μια δυσκολία οντολογική, όταν ο δημιουργός αμφισβητεί τους ίδιους τους τρόπους με τους οποίους υπάρχει μέχρι τώρα το έργο τέχνης και προκαλεί το κοινό σε ένα ανώτερο, υπερβατικό αισθητικό παιχνίδι. Χρησιμοποιώντας μια τέτοιου είδους διάκριση, θα λέγαμε ότι η πρώτη δυσκολία δεν μπορεί παρά να προσφέρει μια στιγμιαία και κενή έκσταση μέσα από την πρόσκληση επίλυσης του έργου ως παζλ, ενώ η δεύτερη προσφέρεται για ένα θρησκευτικό συναίσθημα δέους απέναντι στο έργο κι ένα άνοιγμα νέων δρόμων για το συναίσθημα και την σκέψη (ας πούμε πως εδώ το πυκνό σινεμά του Alejandro Jodorowsky ή του David Lynch είναι ένα καλό παράδειγμα). Με βάση τα όσα έχουμε πει μέχρι τώρα για το Tenet, νομίζω είναι προφανές πως, σύμφωνα με τα δικά μου γούστα και τη δική μου ερμηνεία, ανήκει στην πρώτη κατηγορία. Για τον Nolan, η επιθυμία για θρησκευτικού τύπου σύνδεση με κάτι μεγαλύτερο αδυνατεί να πάρει άλλη μορφή από την απομαγεμένη μεταφυσική λατρεία της τεχνοεπιστήμης. Από την σκοπιά της φιλοδοξίας για μια υλική ανάταση του μαζικού σινεμά, η ταινία μοιάζει να τα πηγαίνει ήδη πολύ καλά στο box office (κι αυτό είναι αδιαμφισβήτητα θετικό). Από την σκοπιά της φιλοδοξίας για ένα σινεμά που καταφέρνει να είναι ταυτόχρονα διασκεδαστικό και ουσιαστικό, μαζικό και πρωτοπόρο, βιομηχανικό και ανθρώπινο, η ταινία αποτυγχάνει. Τελικά, το Tenet είναι σαν το Sator Square, την ίδια την καρκινική λατινική γραφή από την οποία πήρε το όνομά του. Στα λατινικά, αυτή η γραφή διαβάζεται το ίδιο απ’ την αρχή κι απ’ το τέλος, αποτελώντας ένα τέλεια γεωμετρικό κλειστό σύστημα. Δεν υπάρχει όμως τίποτα που να μας οδηγεί σε κάτι έξω από αυτό, κανένα εξωτερικό σημείο αναφοράς. Ο μόνος τρόπος να βγάλει νόημα είναι αν παραμείνει κλειστό στον εαυτό του. Υπάρχει μια υπόσχεση μεγάλης νοηματικής αποκάλυψης αν πιστέψεις ότι υπάρχει κάτι εξωτερικό προς την επιγραφή, αλλά δεν σου δίνεται κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει κάτι τέτοιο. Μετά από χρόνια μελέτης και έρευνας, οι φιλόλογοι κατέληξαν πως μάλλον σε τελική ανάλυση δεν σημαίνει τίποτα. Είναι απλά το ίδιο από μπροστά και από πίσω. TENET.