Σεπτέμβριος 2019. Βρισκόμαστε έξω από τον κινηματογράφο Δαναό, γιατί έχει Νύχτες Πρεμιέρας. Είναι 10 το βράδυ, μέρα Πέμπτη, σίγουρα παίζει βάρος στα μάτια γιατί χωρίς αμφιβολία είχα δει άλλες δύο ταινίες εκείνη τη μέρα (όπως και κάθε μέρα κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ). Ετοιμαζόμαστε για την προβολή του Bacurau (με τον ελληνικό τίτλο Τα Γεράκια της Νύχτας) κι η αλήθεια είναι ότι ανυπομονούμε. Η ταινία είχε κάνει πρεμιέρα στις Κάννες του ’19 κι έχει λάβει διθυραμβικές κριτικές, αποσπώντας ταυτόχρονα και το Βραβείο της Επιτροπής από κοινού με το Les Miserables του Ladj Ly (που επίσης είδαμε στις Νύχτες). Ο ένας από τους δύο σκηνοθέτες της ταινίας, Kleber Mendonça Filho, έχει δώσει εξαιρετικά δείγματα τα τελευταία χρόνια με το Neighboring Sounds και το Aquarius. Ο δεύτερος, Juliano Dornelles, βρίσκεται επίσης στην αίθουσα για να προλογίσει την ταινία και να απαντήσει στις ερωτήσεις μας έπειτα. Μην τα πολυλογώ. Η ταινία είναι εξαιρετική, η συζήτηση είναι τρομερά ενδιαφέρουσα (εστιάζοντας εν πολλοίς στην κατάσταση που βρίσκεται η βραζιλιάνικη κοινωνία υπό το καθεστώς Μπολσονάρου), βγαίνοντας έξω είμαστε όλοι ενθουσιασμένοι, το Bacurau ετοιμάζεται να πάρει κανονική διανομή στις αίθουσες. Απρίλιος 2020. Οι μήνες πέρασαν, η πανδημία ξέσπασε, το Bacurau δεν βγήκε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Κρίμα, πραγματικά. Όλον αυτόν τον καιρό, κάπου μέσα σε ένα μαγνητόφωνο βρισκόταν κι η συνέντευξη που κάναμε με τον Juliano, την οποία κρατούσα για την βδομάδα που θα έκανε πρεμιέρα η ταινία. Η αλήθεια είναι πως την είχα (κακώς) μισο-ξεχάσει πλέον, αλλά η υπενθύμιση ξανά ήρθε αυτές τις μέρες με τον τρόπο και την ορμή που έρχονται όλα τα μεγάλα γεγονότα της εποχής μας: ένα post στο Facebook. Η συνέντευξη, λοιπόν, ξεθάβεται. Στο μεταξύ, όμως, έχουμε τιμήσει όσο μπορούσαμε το Bacurau. Όχι απλά ήταν μια από τις αγαπημένες μας ταινίες στις περσινές Νύχτες Πρεμιέρας, αλλά το συμπεριλάβαμε επίσης στη λίστα μας με τις 50 πιο υποτιμημένες ταινίες της δεκαετίας. Υποτιμημένη όχι σε βραβεία, αλλά σε ορατότητα όσον αφορά το ελληνικό κινηματογραφικό κοινό. Αλλά, πραγματικά, είναι αδύνατον να μην γοητευτείς από αυτήν την πολιτική ιστορία που παρουσιάζεται με τη μορφή ταινίας τρόμου, περιπέτειας εκδίκησης και βίαιου western. Βρισκόμαστε στην βαθιά βραζιλιάνικη ενδοχώρα κι ένα χωριό σβήνεται κάποια μέρα μυστηριωδώς από τους ηλεκτρονικούς χάρτες. Έπειτα, χάνεται το τηλεφωνικό σήμερα. Κι ύστερα, αρχίζει η εισβολή. Το Bacurau είναι μια περίεργη περίπτωση. Στα χαρτιά διαβάζεται σαν κοινωνικο-πολιτικό δράμα, αλλά στην πράξη αποτελεί ένα παράξενο και συναρπαστικό αμάλγαμα αιματηρού revenge thriller, αλληγορικής ταινίας φαντασίας, ρεβιζιονιστικού western και πολιτικής κωμωδίας. Πρόκειται, βέβαια, για σινεμά που είναι ντε φάκτο πολιτικό, αφού δημιουργοί σαν τον Filho και τον Dornelles βρίσκονται στο στόχαστρο της σύγχρονης συντηρητικής/ακροδεξιάς ρητορείας στη χώρα τους. Ταυτόχρονα, όμως, είναι και μια πρόταση για το πώς μπορεί να μοιάζει σήμερα ένα πολιτικό σινεμά που είναι ταυτόχρονα ριζοσπαστικό και διασκεδαστικό. Έτσι, το Bacurau αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι τον διδακτισμό και τη συγκατάβαση, στοχεύοντας αντίθετα σε μια πολιτική κινηματογραφικά ματιά υπερβατική, μυστηριώδη, παραισθησιογόνα. Και, πρωτίστως, fun. Επιλέγοντας ένα ύφος και ένα genre που αποτίει φόρους τιμής εξίσου στον χρυσό κινηματογραφικό κανόνα και στις παρα-κινηματογραφικές καλτίλες, το Bacurau είναι ένα υπόδειγμα του πώς θα μπορούσε να μοιάζει ένα απαιτητικό και ταυτόχρονα μαζικο-λαϊκό ριζοσπαστικό σινεμά. Δε γίνεται να μην σε προβληματίσει, δε γίνεται να μην σε διασκεδάσει. Περίπου όπως τα Parasite – ή το Happy As Lazzaro, για να θυμηθούμε την τελευταία φορά που μιλούσαμε για το τι σημαίνει σύγχρονο πολιτικό σινεμά (και τι δε σημαίνει επίσης). Φυσικά, δε λέμε ότι όλα αυτά είναι επινόηση των Filho και Dornelles. Για την ακρίβεια, υπάρχει μια πολύ πλούσια παράδοση λατινοαμερικάνικου πολιτικού σινεμά, φτάνοντας μέχρι πίσω στο ριζοσπαστικό Tercer Cine των 60s και 70s. Κι η αλήθεια είναι ότι έχουμε μια αδυναμία στις λατινοαμερικάνικες ταινίες που εξερευνούν το σύγχρονο κοινωνικο-ιστορικό περιβάλλον των χωρών τους μέσα από την επιστράτευση ενός ύφους μυστηριακού, υπερβατικού, τροπικού, παραισθησιογόνου. Ευτυχώς, τα παραδείγματα τέτοιων ταινιών που φτάνουν μέχρι τις ελληνικές αίθουσες (σε φεστιβάλ ή διανομή) αυξάνονται. Έτσι, τα τελευταία χρόνια έχουμε δει ταινίες σαν το Bacurau, το Divino Amor, το The Fever και το Hard Paint από Βραζιλία. Τις ταινίες του Sebastian Lelio, του Pablo Larrain και της Dominga Sotomayor Castillo από την Χιλή. Το The Heiresses από την Παραγουάη και το Tremors από την Γουατεμάλα. Τα φιλμ του Ciro Guerra από την Κολομβία και της Lucrecia Martel από την Αργεντινή. Ο πλούτος αυτού του πολιτικού-μαγικού σινεμά είναι τεράστιος – και το Bacurau είναι ένα από τα πιο ζωντανά, περιπετειώδη, παλλόμενα δείγματα που μας έχει δώσει τα τελευταία χρόνια. Χαρήκαμε που το είδαμε, χαρήκαμε που μιλήσαμε με τον συν-δημιουργό του, ελπίζουμε να χαρείτε κι εσείς διαβάζοντας τη συζήτησή μας. Θα ήθελα να ξεκινήσουμε απ’ το ότι σκηνοθετήσατε την ταινία μαζί με τον Kleber. Είναι κάτι που μ’ αρέσει όταν το βλέπω. Τις περισσότερες φορές είναι αδέρφια, κάποιες φορές είναι ανδρόγυνο… Όντως, συμβαίνει κυρίως με αδέρφια. Εσείς βέβαια συνεργάζεστε πολλά χρόνια και από πολλές διαφορετικές θέσεις. Πώς είναι η σχέση σας και η δυναμική μεταξύ σας; Ήταν πολύ όμορφη εμπειρία, αλλά έτσι κι αλλιώς περίμενα να είναι κάτι ξεχωριστό γιατί αγαπάμε πολύ ο ένας τον άλλο. Είμαστε πολύ καλοί φίλοι, σχεδόν αδέρφια. Ήταν λοιπόν μια φυσική εξέλιξη. Την ιδέα για την ταινία την σκεφτήκαμε μαζί, σε ένα μπαρ, πίνοντας και γελώντας. Ποτέ δεν συζητήσαμε τον καταμερισμό των εργασιών μεταξύ μας, ποιος θα κάνει τι. Περάσανε αρκετά χρόνια μέχρι να γίνει πραγματικότητα η ταινία, οπότε είχαμε πολύ χρόνο να την σκεφτούμε, να την συζητήσουμε, να αναπτύξουμε τους χαρακτήρες, να δώσουμε στην ταινία αυτήν την αίσθηση κοινότητας που θέλαμε. Κατά την συγγραφή του σεναρίου καθόμασταν ενίοτε μαζί μπροστά από έναν υπολογιστή ώστε να γράψουμε. Αλλά υπάρχει μια συγκεκριμένη στιγμή, όταν ο Kleber τέλειωσε τα ταξίδια με τις προβολές του Aquarius κι έχουμε εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση για το Bacurau, που ξεκινήσαμε να το δουλεύουμε σοβαρά και αφοσιωμένα. Αυτή η διαδικασία κράτησε 8 μήνες. Μου δίνεται η εντύπωση ότι αυτή η αίσθηση κοινότητας που ανέφερες αντανακλά επίσης και το φτιάξιμο της ταινίας. Ναι, είχαμε πολύ στενές σχέσεις όχι μόνο με τους ηθοποιούς αλλά με όλους όσους δούλεψαν στην ταινία. Με κάποιους συνεργάτες μας δουλεύουμε μαζί πάρα πολλά χρόνια, είμαστε πλέον σαν οικογένεια. Κι αυτό το έκανε πολύ πιο εύκολο. Η επικοινωνία ήταν γρήγορη και άμεση. Συνεννοούμασταν με βλέμματα. Αλλά ούτως ή άλλως στη Βραζιλία έχουμε μια πολύ σφιχτή κοινότητα κινηματογραφιστών. Συζητάμε για τις ταινίες μας, μοιραζόμαστε ιδέες, είμαστε φίλοι. Είναι ένα πολύ υγιές περιβάλλον κινηματογραφικής δημιουργίας. Και το Bacurau είναι ένας καρπός αυτής της συνθήκης. Θα ήθελα να μιλήσουμε λίγο για το ύφος της ταινίας. Όχι τόσο για τις επιρροές, αλλά για το γεγονός ότι υπάρχει τόσο χιούμορ και παιχνίδισμα σε μια τέτοια ταινία. Είναι λοιπόν μια πολιτικά ριζοσπαστική ταινία αλλά με πολύ παιχνιδιάρικο ύφος, χωρίς διδακτισμό και συγκαταβατικότητα. Πώς προσεγγίσατε αυτήν την ισορροπία; Αυτό ακριβώς θέλαμε. Κοίτα, στην Βραζιλία έχουμε μια κατάσταση που είναι πραγματικά παράλογη σε διάφορα επίπεδα της βραζιλιάνικης κοινωνίας. Κι οι αντιφάσεις που προκύπτουν από τις τεράστιες κοινωνικές ανισότητες παράγουν διαφόρων ειδών εντάσεις σε πολλές περιοχές της χώρας. Μ’ αυτήν την έννοια, είναι ένα πολύ γόνιμο έδαφος για να κάνεις ταινίες και να εκθέσεις την ευθραυστότητα της κατάστασης. Βρίσκουμε πολύ χιούμορ μέσα σε αυτό, αλλά την ίδια ώρα η ταινία μας είναι και πολύ λυπημένη. Προσπαθήσαμε να βάλουμε την θλίψη και τον θρήνο μέσα στο Bacurau. Πιστεύω ότι οι καλές ταινίες, τα καλά βιβλία, και γενικά τα σπουδαία έργα τέχνης, χρησιμοποιούν αυτές τις αντιθέσεις στο έπακρο. Είναι κάτι που το επιθυμούσαμε πολύ και προσπαθήσαμε να το κάνουμε με τον Kleber. Πιστεύω ότι το καταφέρατε καλά. Μπορείς να βρεις το αληθινό χιούμορ σε κάτι μόνο αν το πάρεις πραγματικά σοβαρά. Σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό που λες, ακριβώς έτσι το σκέφτομαι κι εγώ. Είναι μια αίσθηση που την έβρισκα σε πολλά spaghetti westerns, στις ταινίες του Leone και του Corbucci. Αυτό το πράγμα που κάνεις χιούμορ αλλά με έναν σκληρό και βραχνό τρόπο. Έχει μια γενναιότητα. …κι ένα transgressive στοιχείο επίσης. Εντελώς. Τα westerns με επηρέασαν πολύ σε αυτό, κι ειδικά αυτά που αφορούσαν την μεξικανική επανάσταση και τον Ζαπάτα. Στην Βραζιλία έχουμε μια πολύ βίαιη και σκληρή άρχουσα τάξη. Θέλουμε να μιλήσουμε γι’ αυτό, αλλά θέλουμε να το κάνουμε μέσα από το σινεμά του ‘60 και του ‘70 που αγαπάμε. Θέλουμε να κάνουμε δημοφιλείς ταινίες, με δράση και περιπέτεια, αλλά φτιαγμένες με τον δικό μας τρόπο. Προσωπικά μου θυμίζει πολύ το σκοτεινό και σαρδόνιο σινεμά που έφτιαχναν τότε ο Sam Peckinpah, ο Monte Hellman… Ναι, ειδικά τα western του Monte Hellman μας έχουν επηρεάσει πολύ. Το έλεγα και μετά την προβολή. Τα κλασικά western, ακόμα κι ο John Ford που ήταν ο πιο αμφίσημος, πάντα αναπαριστούσαν τους Ινδιάνους ως εισβολείς. Ευτυχώς, στα 60s και τα 70s αναπτύχθηκε ένα ρεύμα ρεβιζιονιστικού western που άλλαξε αυτήν την κυρίαρχη κινηματογραφική οπτική. Υπάρχει όμως κι άλλη μία πτυχή. Θέλαμε να πολύ να ξεκινήσουμε την ταινία σαν ένα επαρχιακό φιλμ κοινωνικού ρεαλισμού, κλασικά, ο λαός, οι άνθρωποι κλπ. Αλλά μετά το πράγμα να απογειωθεί και να εκραγεί, να γίνεται όσο πάει και πιο τρελό. Και νομίζω ότι αυτό έχει αρέσει πολύ στον κόσμο που το βλέπει. Είναι ωραίο να εκπλήσσεσαι, να μην ξέρεις πού θα σε πάει η ταινία. Ακριβώς. Άλλο πράγμα να είναι περιπετειώδης μια ταινία, κι άλλο πράγμα να είναι περιπετειώδης μια προβολή. Ναι! Κι είναι κάτι που το αισθάνεσαι στην ατμόσφαιρα μιας προβολής. Θα ήθελα να μιλήσουμε λίγο πιο συγκεκριμένα για την καταστολή του σινεμά στην εποχή του Μπολσονάρο. Ξέρουμε ότι μπαίνουν εμπόδια σε ταινίες σαν τις δικές σας, τόσο στην παραγωγή όσο και στη διανομή. Πώς διαμορφώνει αυτό τον τρόπο που βλέπεις την σχέση ανάμεσα στην τέχνη και την πολιτική; Όταν παρουσιάσαμε την ταινία στις Κάννες, δεν την συνοδεύσαμε από κάποια διαμαρτυρία ή δήλωση εναντίον του Μπολσονάρο. Έτσι, αρχικά πέρασε απαρατήρητη. Όταν ξεκίνησαν οι προβολές στη Βραζιλία κι άρχισε να εξελίσσεται σε εμπορική επιτυχία, η δεξιά ανακάλυψε την ταινία. Κι έπειτα ξεκίνησε στα media μια εκστρατεία ενάντια στο Bacurau. Όχι μόνο από δημοσιογράφους, αλλά κι από πολλούς “αγανακτισμένους πολίτες” – δάσκαλους, επιστήμονες, επιχειρηματίες. Κι αυτό λέει περισσότερα πράγματα για αυτό το κομμάτι της βραζιλιάνικης κοινωνίας παρά για την ταινία. Ένα τέτοιο άρθρο έλεγε ότι η ταινία είναι επικίνδυνη γιατί διαπαιδαγωγεί τις κατώτερες τάξεις κι αυτό είναι λάθος γιατί οι κατώτερες τάξεις πρέπει να γνωρίζουν την θέση τους στην κοινωνία και να μην την αμφισβητούν. Αυτή είναι η εποχή στην οποία ζούμε. Αυτές οι ιδέες υπήρχαν πάντα, αλλά τώρα εκφράζονται όλο και πιο ανοιχτά. Και με τον μαλάκα που έχουμε για πρόεδρο πλέον όλα αυτά επιτρέπονται. Ποτέ όμως δεν είπαμε μεταξύ μας “πάμε να κάνουμε μια πολιτική ταινία”. Δεν δουλεύει έτσι. Μας ενδιαφέρει πολύ η ιστορία και μας αρέσει να παρατηρούμε την κοινωνία. Είναι ένα πολύ πλούσιο πεδίο κινηματογραφικά. Η πολιτική ματιά μας έρχεται φυσικά. Όπως το να λέει κάποιος “όχι” σε κάτι που τον καταπιέζει. Αυτό το κάνει κατευθείαν πολιτική ταινία και μας βγαίνει φυσικά. Δεν είχαμε στόχο να γράψουμε μια πολιτική προκήρυξη. Κι ακόμα κι αν δεν σε ενδιαφέρει ιδιαίτερα η πολιτική, μπορείς να απολαύσεις την ταινία ως western ή ως περιπέτεια. Και ταυτόχρονα βάζετε μέσα στην ταινία ένα έντονο μυστικιστικό και σουρεαλιστικό στοιχείο. Ναι, γιατί είναι κινηματογράφος. Και για εμάς κινηματογράφος σημαίνει εμπειρία, βίωμα. Υπάρχει μήπως κάτι συγκεκριμένα λατινοαμερικάνικο στον τρόπο που συνδυάζεται το πολιτικό και το φανταστικό; Σκέφτομαι επίσης δημιουργούς σαν τον Guillermo del Toro, τον Ciro Guerra, την Lucrecia Martel, τον Gabriel Mascaro… Ο κόσμος πάντα επιστρέφει στον Gabriel Garcia Marquez όταν μιλάμε γι’ αυτό το ζήτημα. Όπως και στον Borges και τον Cassares. Ή τον Mario Vargas Llosa. Στην πραγματικότητα όμως είναι αδύνατον να φτιάξεις μια ταινία σαν την δική μας, σε αυτήν την περιοχή της Βραζιλίας και με αυτούς τους πραγματικούς ανθρώπους να παίζουν, και να μην βάλεις αυτό το στοιχείο του φανταστικού μέσα. Δεν χρειάστηκε να το συζητήσουμε καν. Απλά βγήκε μόνο του.