Τότε: «Ήρθε, ήρθε…» Δεν μιλούσε για έναν κοινό θνητό, μιλούσε για την υψηλότητά Του. «Ήρθε, ήρθε και κείνη» Είχε έρθει με τη συνοδό Του. Αυτές ήταν οι μαγικές λεξούλες για να με κάνουν σαν παιδί να πεταχτώ από το κρεβάτι, να βουτήξω της πατούσες μου στις γάτες που είχα για παντόφλες και να τρέξω στην κουζίνα. Ο ταραμάς και η λαγάνα μόλις είχαν φτάσει. Ζεστές και αχνιστές λαγάνες απλωμένες στο τραπέζι. Φρέσκος ταραμάς από την γιαγιά και εγώ να κοιτώ σαν τον kabamaru στη θέα της μακαρονάδας. Τώρα: Σηκώνομαι. Το ένα μάτι ανοιχτό, το άλλο παραμένει βουλωμένο απ τον ύπνο. Πάω για νερό, πάω τουαλέτα. Βγαίνω από την τουαλέτα. Α, ξέχασα το καζανάκι. Μπαίνω, βγαίνω πάλι. Το γατί τρίβεται στα πόδια μου. Δεν έχω καμία όρεξη για κουβεντούλα. Εγώ ήθελα απλά να κάνω την ανάγκη μου. Α, και να πιώ νερό. – Να σου πω, πόσες να φέρω; – Ε, φέρε. – Ταραμά; – Ότι θες. – Θα σηκωθείς; – Φάτε. Τότε: – Παιδιά θα πάμε να πετάξουμε χαρταετό; – ΝΑΙ (με μια φωνή που έσπαγε τύμπανο, τα σκασμένα) Και τότε και τώρα , αν καθόμασταν να φτιάξουμε χαρταετό μόνοι μας, το μόνο σίγουρο είναι πως δεν θα τελείωνε ποτέ. Κάθε στόμα και μια γνώμη. Λόγια, νεύρα, τσακωμός, bingo! Σαν μικρή σούπερ σάγιαν και εγώ, πετούσα χαρταετό με τους δικούς μου σε μία αλάνα. Η τότε κοντινή αλάνα ήταν ο στίβος στο Τροκαντερό. Είχε λίγο γρασίδι, ένα ο Θεός να το κάνει ταρτάν και από εκεί και πέρα κοκκινόχωμα να ευχαριστηθεί το μάτι σου. Όσο το σκέφτομαι ποτέ δεν πέταξα χαρταετό. Με θυμάμαι μοναχά να τον διαλέγω. (Εντάξει μια φορά. Στη πρώτη προσπάθεια έπεσε, με τα πολλά σηκώθηκε, ε και μετά όπως είναι λογικό μου έφυγε. Προφανώς και είχαν έναν ακόμα καβάτζα, αλλιώς σιγά μην τον άγγιζα). Ο καλύτερος λοιπόν, ήταν ένας σε σχήμα ρόμβου με κάτι σαν πανί και ουρά από εφημερίδα. Ο μακράν χειρότερος ένα πορτοκαλί πουλί. Χαρταετός-αετός σου ‘πε ο κατασκευαστής και έφτιαξε αυτήν την πατάτα. Το πτηνό δεν σηκωνόταν με καμία δύναμη, με κανέναν αέρα, με καμία κυβέρνηση. (Μεγαλώνοντας λίγο, κάπου στα 8 μην φανταστείς, συνειδητοποίησα σε ποιους πραγματικά απευθύνεται ο χαρταετός και το πέταγμά του. Στους γονείς, στους μπαμπάδες, στους άντρες. Μόνο αυτοί μπορούσαν να φέρουν εις πέρας αυτήν την αποστολή.) Τέτοιο άγχος και πανικός για να σηκωθεί ο χαρταετός που καλύτερα να μην τον πετάγαμε. Πατεράδες να τρέχουν πάνω κάτω σαν τον Βέγγο μπας και σηκωθεί, παιδάκια να ουρλιάζουν γιατί δεν τον κράτησαν έστω και λίγο, και εγώ σαν γνήσιο καθικάκι να γελώ με τον διπλανό που πάνω στο τρέξιμο, γλίστρησε στις λάσπες, έχασε τον αετό και έφυγε ηττημένος. Μαύρη Δευτέρα θα πέρασε με την γκρίνια και τη τσιρίδα ο καψερός. Το τι καντήλι και βρισίδι έπεφτε δεν μπορείς να το διανοηθείς αγαπητέ μου αναγνώστη. Όλοι έφταιγαν σε όλους. Ο κόσμος ήταν πολύς, οι χαρταετοί έμπλεκαν μεταξύ τους, άλλοι συγκρούονταν καθώς έπαιρναν φόρα και εγώ ήδη τους είχα βαρεθεί και άλειφα λίγο ταραμά στη λαγάνα μου. Αφού δεν τον πέταγα εγώ, γιατί να σκάσω; Αν σηκωνόταν, μόνο άξιος δεν φωνάζανε. Για το «τώρα» δεν χρειάζονται και πολλές συστάσεις. Το να σηκωθείς και να πας για χαρταετό μπορεί να μοιάζει μια έξοδος απ την ρουτίνα, κάτι για να ξεσκάσεις, κάτι για να κάνεις συντροφικά και να γελάσεις. Μεγαλώνοντας γινόμαστε πιο δύσκολοι ως άνθρωποι, οι καταστάσεις μας κάνουν να χαμογελάμε λιγότερο, και η αξία που βρίσκαμε σαν παιδιά στα μικροπράγματα πλέον εκλείπει. Και τότε, είναι που σου μένει ένα «Αμόλα καλούμπα», ένα «Δώσ’ του μπόσικα» και ένα « Τύλα το, τύλα το» aka τύλιξέ το για συντομία.