Το ελληνικό σινεμά μοιάζει να φοβάται την επιστημονική φαντασία. Ή ίσως ευρύτερα το φανταστικό, το ανοίκειο, το αλλόκοτο, το απόκοσμο. Μοιάζει να αποφεύγει, τουλάχιστον κατά ένα μεγάλο μέρος του, τα κινηματογραφικά στοιχεία που έχουν στόχο να φέρουν το έργο και τον θεατή σε επαφή με κάτι ριζικά εξωτερικό προς την καθημερινή εμπειρία, την κοινή αντίληψη των πραγμάτων, έως και το ίδιο το ανθρώπινο: τις σταθερές πεποιθήσεις που έχουμε για τον άνθρωπο, την ψυχη, τον κόσμο. Αυτά ακριβώς τυχαίνει, κατά ευτυχή σύμπτωση, να είναι τα πράγματα που ενδιαφέρουν τον κινηματογράφο του Γιάννη Βεσλεμέ. Ο σκηνοθέτης της Νορβηγίας και της ανθολογίας The Field Guide to Evil, με αφορμή την οποία είχαμε ξαναμιλήσει πριν μερικά χρόνια, επανήλθε την βδομάδα που πέρασε στις κινηματογραφικές αίθουσες με την δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Αγαπούσε τα Λουλούδια Περισσότερο, στην οποία παρακολουθούμε την ιστορία τριών αδερφιών που ζουν αποκομμένα από τον κόσμο (και την πραγματικότητα) στο πατρικό τους και επιχειρούν να αναστήσουν τη νεκρή τους μητέρα μέσω μιας ντουλάπας με μυστηριώδεις ιδιότητες. Όσο κι αν προσπαθήσει κανείς, δύσκολα θα βρει στο ελληνικό σινεμά των τελευταίων (αρκετών) χρόνων μια τόσο έντονα ψυχοτρόπα αισθητική και αισθητηριακή εμπειρία. Σε έναν βαθμό, ταινίες σαν του Βεσλεμέ μοιάζουν να ξεπηδούν από άλλες, άγνωστες και λοξές γενεαλογίες σε σύγκριση με αυτές που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στον ελληνικό κινηματογράφο. Αξίζει, λοιπόν, αυτές οι γενεαλογίες να εξερευνηθούν, και τα εδάφη τους να χαρτογραφηθούν, ώστε να εμπλουτιστεί ο ορίζοντας συλλογικής μας φαντασίας απ’ όπου ξεπηδά τόσο η δημιουργία των ταινιών από τους κινηματογραφιστές όσο και η δημιουργική τους πρόσληψη από τους θεατές. Ζητήσαμε λοιπόν από τον Γιάννη Βεσλεμέ να μας χαρτογραφήσει την διαδρομή που τον έφερε μέχρι το Αγαπούσε τα Λουλούδια Περισσότερο, και να τι είχε να μας πει γι’ αυτό: ΑΓΑΠΟΥΣΕ ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ & δυο, τρία πράγματα που μας έφτασαν εδώ (για τους όχι και πολύ κουλ και τους καμένους, για αυτούς που βυθίζονται στο βούρκο της αίθουσας αλλά και των οικιακών απολαύσεων, για κάποιους που γεννήθηκαν το ’79 ή το ‘80, για όσους πιστεύουν ότι ο Howard the Duck είναι πιο φίνος απ’ τον Πολίτη Κέιν και για αυτούς – κυρίως αυτούς – που χορεύουν ακόμα) Οι παράξενες οικογένειες του Singapore Sling και της Πόλης των Χαμένων Παιδιών To «Singapore Sling» (1990) υπήρξε η ταφόπλακα του ΝΕΚ (Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος), αλλά και η πιο ολοκληρωμένη και αγαπημένη μου ταινία του Νικολαΐδη. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά και ελληνικά και αφηγείται τα βάσανα (και τους βασανισμούς) ενός ντέντεκτιβ που αγάπησε τη λάθος γυναίκα, τη λάθος στιγμή. Του Ανθρώπου που αγάπησε ένα Πτώμα, όπως γλαφυρά περιγράφει ο δεύτερος τίτλος της ταινίας. Σε αυτό το μοναδικό (στην ιστορία του ελληνικού σινεμά) ψυχοσεξουαλικό νουάρ η οικογένεια βρίσκεται στο επίκεντρο. Μητέρα και Κόρη αλλά και ένας Πατέρας – Μούμια – Εκτόπλασμα, σε αυτή τη βίλα του τρόμου, επιδίδονται καθημερινά σε ερωτικές περιπτύξεις που ξεπερνούν τα όρια της παραδοσιακής αφήγησης αλλά και του κινηματογραφικού χώρου και χρόνου. Θα βλέπω αυτή τη ταινία κάθε φορά με θαυμασμό και αληθινή περιέργεια. Τι θα συνέβαινε δηλαδή αν έστω και για μια φορά στη ζωή τους πιο πολλοί ‘Έλληνες κινηματογραφιστές άφηναν τη φαντασία τους να οργιάσει και έφτιαχναν πέρα από μόδες, συμβάσεις και εποχές κάτι τόσο καθαρτικό, βαθύ και διασκεδαστικό όσο το Singapore Sling; Καμωμένο και με ένα κραφτ μεγατόνων από έναν ώριμο σκηνοθέτη που δεν έχασε ποτέ την εφηβική του ορμή. Αν υπάρχει κάτι στα Λουλούδια από τον Νικολαΐδη αυτό είναι το Singapore Sling. Γιατί εκεί κατάλαβα πρώτη φορά ότι το να αντιστέκεσαι (καθώς μεγαλώνεις) στο χάσιμο της αιχμής σου είναι και πράξη πολιτική. Η «Πόλη των Χαμένων Παιδιών» (1995) ήρθε εκεί κοντά στο τέλος της εφηβείας σαν χειροβομβίδα – καλειδοσκόπιο. Πέθανα μέσα στην έκρηξη της και ξαναγεννήθηκα φωτογραφημένος απ’ τον Nτάριους Κόντζι, σαν μελωδιά του Μπαταλαμέντι, σαν ένας κλωνοποιημένος αδερφός του Ντομινίκ Πινόν. O Ζενέ και ο Καρό σάρωσαν και ανακάτεψαν όλη την παράδοση του φανταστικού. Από τα κόμιξ του ίδιου του Καρό και των συναδέλφων του στο Metal Hurlant μέχρι τον Φελίνι του «Καζανόβα» και της «Πόλης των Γυναικών», τον Ιούλιο Βερν, τις στουντιακές αμερικάνικες steampunk του 60 («First Men on the Moon»,1964) ή ανατολικοευρωπαϊκά παράδοξα σαν το «The Mysterious Castle in the Carpathians» (1981). Όλα και τίποτα δηλαδή μιας και το combo των δυο δημιουργών αψήφησε όλες τις συμβάσεις μιας «παιδικής» περιπέτειας, κάτι που καταδίκασε την ταινία εμπορικά αλλά την κατατάσσει σήμερα στις πιο ιδιοσυγκρασιακές γαλλικές ταινίες των 90s. Η οικογένεια εδώ, είναι μια οικογένεια «φρικιών». Από τη μια η μικρομέγαλη Μιέτ με μια κουστωδία ορφανών παιδιών – μικροκακοποιών και από την άλλη ο αγαθός «γίγαντας» Ρον Πέρλμαν με τον ατίθασο πεντάχρονο αδερφό του. Αντίπαλοι τους, ο οστεώδης Ντάνιελ Εμιφόρκ με μια οικογένεια κλώνων και μια λιλιπούτεια κουβερνάντα. Σε αυτή τη ταινία παραδόθηκα στο παραληρηματικό ταλέντο του Ντομινίκ Πινόν, που υποδύεται όχι έναν άλλα 7 ρόλους, τον πατέρα εφευρέτη και τους 6 κλωνοποιημένους του γιους. Σχεδόν 30 χρόνια μετά ο Ντομινίκ θα γινόταν ο «δικός» μας πατέρας – εφευρέτης, στην επίσης διαλυμένη οικογένεια των Λουλουδιών. Οι αέναες ακροάσεις των σάουντρακ Videodrome (Howard Shore), Altered States (John Gorigliano) & Conquest (Claudio Simonetti) Το «Videodrome» (1983) υπήρξε ένα ρεσιτάλ της τέχνης του μοντάζ. Κομπρεσαρισμένο και κρυπτικό, high and dry και φιλοσοφημένο με έναν τρόπο που ούτε ο Κρόνενμπεργκ ακόμα δεν είχε πλήρως κατανοήσει. Από την άλλη, η πρώτη χολιγουντιανή ταινία του Ken Russel, στο «Altered States» (1980) κατάφερε να φέρει δίπλα δίπλα το μέηνστρημ κοινό – που κόλλησε με το Γούιλιαμ Χαρτ – με τους κολλημένους ψυχνοναύτες των 70s. Και όλα αυτά χωρίς ο δημιουργός του να χάσει τίποτα από την τρέλα των βρετανικών ταινιών του. Στο περιθώριο του exploitation, ακόμα και για τους φαν του Λούτσιο Φούλτσι, το «Conquest» (1983) παραμένει παρεξηγημένο μέχρι και σήμερα. Ενδεχομένως έχει έναν μόνο φανατικό θεατή (και καμιά φορά αυτός είναι αρκετός), εμένα. Ένα ενήλικο φάντασι, φωτογραφημένο μέσα από τόσο ακραία diffuse που, στη εποχή της βιντεοκασέτας, κάποιοι οργισμένοι το επέστρεφαν πίσω στο βίντεο κλαμπ ως ελλαττωματικό. Και αν το συμπυκνωμένο μοντάζ του ενός, η ενορχηστρωμένη ψυχοδηλωτική τρέλα του άλλου και η ομιχλώδης υφή του τρίτου μου πήραν τα μυαλά σε απανωτές θεάσεις όλα αυτά τα χρόνια ταυτόχρονα οι μουσικές τους – του Shore, του Gorigliano και του Simonetti (από τους Goblin) – με συντρόφευσαν σε όλα τα στάδια της δικής μου ταινίας. Από το σενάριο μέχρι και το μοντάζ και φυσικά στη σύνθεση του δικού μου σάουντρακ. Τρεις τόσο τολμηροί και διαφορετικοί συνθέτες στη υπηρεσία τριών οραματιστών σκηνοθετών που μια κάποια σκόνη τη σήκωσαν στο πέρασμα τους. Η κάθοδος στο Berghain/Panorama Bar το 2004 Είναι τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του πλέον διασημότερου κλαμπ στον κόσμο. Τότε τα πράγματα ήταν λίγο διαφορετικά, το Βερολίνο αντιστεκόταν κάπως ακόμα στο gentrification και γω στα 25 δεν αντιστεκόμουν σε τίποτα. Ένα αλάνι έβγαινε από την είσοδο και ρίχνοντας κοφτές ματιές μάζευε τα φρικιά απ’ την ουρά να μη περιμένουν και μέσα στο κρύο. Στα ενδότερα ο Omar S έπαιζε το «Strider’s World» και τα πηνία δονούνταν, μια απάντηση χωρίς ερώτηση. Κάθε τόσο ο Ζip της Perlon μίξαρε τις ψηφίδες του μέλλοντος και ένας πολτός από αγάπη και πάθη έτρεχε απ’ τη σκάλα του Panorama κάτω στη μαύρη θάλασσα του Berghain. Έγραψα και ένα τραγούδι πριν μερικά χρόνια για αυτή την εποχή, «Ζωντανοί χωρίς Κύτταρο (μια βραδιά στο Πανοράμα)». Ένα κάποιο απόσταγμα του ηδονισμού εκείνης της βερολινέζικης νύχτας λίγο σα να μέθυσε και τα παιδιά των Λουλουδιών. Να παίζω στα πάρτυ τα house της Irdial Records Τις περισσότερες φορές να μη τα παίζω στα αλήθεια. Γιατί αυτά τα πειραματικά early 90s house αυτής της βρετανικής δισκογραφικής σχεδόν σε τρομοκρατούνε με το πόσα πράγματα χωράνε στα 4/4 και πόσο ανορθόδοξα μπορούν να σε κάνουν να χορέψεις αν απλά αφεθείς στην ιδιοτροπία τους. Undergound hits σαν το «Storm» των In Sync παρέα με τα ξεδιάντροπα του Thee J Johanz ή τα τεκνοειδή των Neuropolitique τα ακολουθούσαν κυκλοφορίες με midi πειράματα του Antony Manning ή ξεκάθαρα art projects σαν τον απλωμένο σε 4 cd «The Conet Project: Recordings of Shortwave Numbers Stations». Μια όμορφη διαπίστωση πως και μετά το σκοτάδι της πίστας μπορεί να υπάρχουν και όμορφα πρωινά αφιερωμένα στη διερεύνηση και εξερεύνηση του ήχου και του κόσμου που μας περιβάλλει. Να κατεβάζω ψυχωμένο arthouse από το site surrealmoviez.info Eνα – προφανώς παράνομο – site και κλειστό forum, που εκείνη την εποχή, στη δεκαετία του 2010 ήταν ένα από τα λίγα μέρη στο διαδίκτυο που μπορούσες πχ να κατεβάσεις όλη τη φιλμογραφία του Raul Ruiz. Θα σταθώ στις ταινίες του συγκεκριμένου λοιπόν, καθώς τον ανακάλυψα χάρη στο surrealmoviez. Στη δεκαετία του 80 ο παραγωγός Paul Branco εξασφάλιζε στον Χιλιανό σκηνοθέτη τα μπαντζετ για να κάνει δυο και τρείς – και κάποιες φορές και τέσσερεις – ταινίες το χρόνο. Μιλάμε για ονειρικά σκληροπυρηνικά φιλμ σαν τα εξωτικά «Πόλη των Πειρατών» (1983), «Οι Τρεις Κορώνες του Ναύτη» (1982), το sci – fi «Regime Sans Pain» (1985) ή το ψευδοχόρορ «The Territory» (1981). O Raul Ruiz κατάφερε να’ χει αυτόν τον φρενήρη δημιουργικό ρυθμό που μόνο στο exploitation συναντά κανείς, αδιαφορώντας για όλα τα τρικ και του εμπορικού αλλά και του καθιερωμένου καλλιτεχνικού κυκλώματος. Οι ταινίες του, ακόμα και αυτές που φαντάζουν βιαστικές ή ανολοκλήρωτες ολοκληρώνονται σαν ένα ενιαίο corpus στη φιλμογραφία αυτής της δεκαετίας με οπτικές και αφηγηματικές ιδέες που μεταπηδούν από τη μία ταινία στην άλλη. Σαν παιχνίδι ή την πιο σοβαρή υπόθεση σε αυτή τη ζωή. Να παίζω το 1991 Sonic the Hedgehog στην 8μπιτη Sega Game Gear Σκαντζόχοιρος λέγεται ο πρωταγωνιστής στα Λουλούδια και ένας από τους λόγους είναι η αγάπη μου στο συγκεκριμένο παιχνίδι που λάνσαρε η γιαπωνέζικη Sega το 1991. Δυο χρόνια μετά το πάθος μου για τις κονσόλες και το gaming άρχισε να σβήνει. Μια μικρή τηλεοπτική αντένα μετέτρεπε τη game gear (κάτι σαν έγχρωμο ανταγωνιστής του Game Boy) σε μια ωραιότατη φορητή τηλεόραση. Γκάτζετ που μου επέτρεπε να παρακολουθώ τη βραδινή ζώνη ελληνικού κινηματογράφου της ΕΡΤ. Κάτω από τα σκεπάσματα – χάρη σε αυτό το γιαπωνέζικο παιχνίδι – παρακολούθησα για πρώτη φορά, σε μια οθόνη όσο δυο σπιρτόκουτα, την «Καρκαλού» (1984) του Τορνέ, «Τα χρώματα της Ίριδος» (1974) του Παναγιωτόπουλου, τον «Έρωτα του Οδυσσέα» (1984) του Βαφέα. Και έτσι ένα διάσημο arcade και κάποια διαμαντάκια του ΝΕΚ κολύμπησαν για λίγο μαζί μέσα στη γούρνα του ίδιου μάτριξ. Ο Enki Bilal τυπωμένος στην αιωνιότητα και ο Enki Bilal στο σελιλόιντ, εκεί που δεν ολοκληρώνεται τίποτα Η τριλογία του Νικοπολ («Η γιορτή των Αθανάτων», «Η Γυναίκα Παγίδα» και το «Ισημερινό Ψύχος»), είναι τα κόμικ που δε τολμώ να ανοίξω πλέον φοβούμενος πως δε θα με κεραυνοβολήσουν όπως τότε. Λάθος μου γιατί οι ταινίες του (που επισκέπτομαι συχνότερα) γίνονται όλο και καλύτερες καθώς τα χρόνια αθροίζονται πάνω τους. Ένας συνεχιστής της μεγάλης παράδοσης των sci-fi γαλλικών κόμικ του 70 (Moebius, Druilett), ο Μπιλάλ εξέλιξε τόσο πολύ τη τεχνοτροπία του που στο τέλος οι σελίδες του οριακά σταμάτησαν να μοιάζουν με σελίδες κόμικ. Ελλειπτικός, στρυφνός και παραδομένος σε ένα ολόδικο του γαλλοβαλκανικό εστετισμό (γεννήθηκε στο Βελιγράδι) αδιαφόρησε για το παραδοσιακό χτίσιμο της ιστορίας και των χαρακτήρων. Ο κόσμος του όμως υπήρξε τόσο απόλυτος που τα πλάσματα που τον κατοικούσαν ζούσαν και ανέπνεαν μέσα από τις πυκνές σελίδες του σαν πλάσματα αληθινά. Οι τρεις ταινίες του «Bunker Palace Hotel» (1989), «Tycho Moon» (1996) , «Immortal» (2004) οχυρωμένες πίσω από τη προσωπική του μυθολογία δε συνάντησαν την ανταπόκριση που τους άξιζε. Συγγενικά μόνο με τα 80s ανατολικοευρωπαϊκά φιλμ επιστημονικής φαντασίας (τις ταινίες του Konstantin Lopushansky ή του Piotr Szulkin) με δόση 90s μετακυβερνοπανκ θα στολίζουν για πάντα το πάνθεο των ηρωικών αταξινόμητων αυτής της ζωής. Τα cd-R του Legowelt (aka Danny Wolfers) σαν αγώνας δρόμου ενάντια στη παγκόσμια δισκογραφία Ο δούκας του ολλανδικού electro παράλληλα με τις επίσημες χορευτικές του κυκλοφορίες σε εκλετικά label του παγκόσμιου undergound, βομβάρδισε την αγορά, χωρίς να φοβάται λεπτό τον κορεσμό με πειραματικά άλμπουμς που για μια δεκαετία τουλάχιστον κυκλοφορούσε σε CD-R μέσω της δικής του εταιρίας Strange Life Records. Κινήθηκε στη κυριολεξία από την παραγωγή στην κατανάλωση με δεκάδες δίσκους που υπέγραψε ως Sammy Osmo, Klaus Weltman, Florenza Mavelli, Franz Falcckenhaus και μυριάδες άλλα ψευδώνυμα. Σάουντρακ κατασκοπικών ταινιών που δεν υπήρξαν ποτέ, μουσική υπόκρουση ημιφανταστικών λατινοαμερικάνικων χωρών υπό στρατιωτική κατοχή, αποδομημένες παραλλαγές των ήχων των giallo που αγαπήσαμε, eurosleazy & eurohorror ηχογραφήσεις παραδομένες στο tape hiss, πειράματα και ατμόσφαιρες που δε χώρεσαν στα «αληθινά» LP και βρήκαν το χώρο τους στα χέρια κάποιων λίγων μέσω ταχυδρομείου και αργότερα σε πλήθος «κανονικών» επανεκδόσεων. Εδώ δε μιλάμε για μουσειακή μουσική αρχείου αλλά για τα σημαντικότερα τεχνουργήματα ενός δημιουργού που συνεχίζει ακόμα στο ίδιο πληθωρικό μοτίβο αδιαφορώντας για την αφομοίωση ή όχι του έργου του από το κοινό. Το μυθιστόρημα Dr Adder του K.W. Jeter που μας έδειξε τον λάθος δρόμο Το σημαντικότερο μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας που γράφτηκε ποτέ θα μπορούσα να πω με την ίδια ευκολία που θα’ λεγα και ότι το «Dune» του Lynch είναι η σημαντικότερη ταινία επιστημονικής φαντασίας που γυρίστηκε ποτέ. Δε τα λέω μόνο εγώ, τα λέει και ο Φιλιπ Κ. Ντικ στην εισαγωγή της έκδοσης, παρόλο που και ο ίδιος εμφανίζεται σαν χαρακτήρας μέσα στο βιβλίο σε μια ξεμωραμένη εκδοχή του ως ραδιοφωνικού παραγωγού. Ο Ντικ αντί να θιχτεί από αυτή την ανατριχιαστική αναφορά δε σταμάτησε να επαινεί το συγγραφέα για αυτό το ντεμπούτο που κυκλοφόρησε το 1984, αφού περίμενε ανέκδοτο από το 1972 που ολοκληρώθηκε. Με ένα αόρατο νήμα που ενώνει τον σύγχρονο του Μπάλαρντ και τον Μπάροουζ που προηγήθηκε με το σινεμά του Κρόνενμπεργκ και του Κάρπεντερ που θα έρθει, o Δρ Άντερ παίζει άνετα σε όλα τα ντεκ. Προ -μποντιχορορ, υπαρξιακή περιπέτεια, παλπ καρνάβαλος, ψυχαναλυτική παρωδία. Δεν υπάρχει τρόπος να περιγράψει κανείς την πλοκή, την ατμόσφαιρα, το ειδικό βάρος και το φαν αυτού του βιβλίου. Μιας ιστορίας που ξεκινάει με τον πρωταγωνιστή να κάνει έρωτα με μια υπερμεγέθη μεταλλαγμένη κότα και ολοκληρώνεται με την αναζήτηση το νοήματος της ζωής, ερωτήσεις σε ένα ανώτερο όν. Αυτό που προτιμά να σιωπήσει, όχι επειδή είναι σοφό, άλλα μάλλον γιατί ήταν, είναι και θα είναι παντελώς ανόητο. Η ηχητική μυθολογία του Igor Wakhévitch Ένας σύγχρονος μας συνθέτης που παραμένει στο περιθώριο. Γεννημένος το 1948, ο Wakhévitch ένα παιδί θαύμα με κλασική μουσική παιδεία έγινε γνωστότερος έξω από τους avant garde κύκλους χάρη στην συνεργασία του το 1974 με τον Σαλβαντόρ Νταλί, στο «Etre Dieu» μια όπερα – ποίημα. Είχαν προηγηθεί όμως συναρπαστικά άλμπουμ σε όλη τη δεκαετία του 70, με σημαντικότερο το «Hathor» (1973). Εκεί η συμφωνική εμπροσθοφυλακή μπλέκει με τα αναλογικά συνθεσάιζερ και τα κατάλοιπα του prog rock με μια απροσδόκητη συναρμογή του αιγυπτιακού μυστικισμού και της δυτικής ρομαντικής παράδοσης. Ένας δίσκος – τελετουργία που φτάνει σε στιγμές στα όρια του prototechno – και ας είμαστε ακόμα στο 1973 – στον ρυθμικό εφιάλτη του «Rituel De Guerre Des Esprits De La Terre». Ο Ballard και εκεί που η Πλημμύρα του συγχωνεύτηκε με τον Κρυστάλλινο Κόσμο Όταν με ρωτάνε γιατί οι πρωταγωνιστές στα Λουλούδια είναι λίγο ψυχροί, κάπως υπνοβάτες ή κομματάκι κυνικοί τους απαντώ ότι φταίει ο Μπάλαρντ. Και είναι αλήθεια αυτό και κομματάκι ψέμα. Ο βρετανός συγγραφέας καθιέρωσε τον όρο inner space για να περιγράψει την επιστημονική φαντασία του. Αυτή που αδιαφορεί να δραπετεύσει από τη γη και προτιμά να βουλιάξει στο μεγάλο της βάλτο. Και στα δυο βιβλία του που αγαπώ πιο πολύ, την «Πλημμύρα» (1962) και τον «Κρυστάλλινο Κόσμο» (1966) κάποια «τυχαία» φαινόμενα οδηγούν τον κόσμο μας σε βιβλικές καταστροφές. Στη μια περίπτωση στη πλημμύρα στην άλλη στη κρυσταλλοποίηση – ότι αυτό μπορεί να σημαίνει. Δε γνωρίζω πια ποιο βιβλίο προτιμώ γιατί στα αλήθεια το ένα είναι μια πολύ κοντινή εκδοχή του άλλου. Όχι μόνο υφολογικά και δραματουργικά αλλά και σε σχέση με τον τόνο και το άλγος που σου προκαλούν. Σπάνια έχω πονέσει τόσο διαβάζοντας βιβλίο. Γ.Β.