Quantcast

Ο Πέτρος, ο Λύκος, το κλισέ και το μελό.

Μία χριστουγεννιάτικη ιστορία.

Normo Gin

25 Δεκεμβρίου 2012

untitled1

 Το τελευταίο πράγμα που έκανα πριν μετακομίσω απ’ το πατρικό μου ήταν να διαχωρίσω τη δισκοθήκη μου με τέτοιο τρόπο ώστε στους πιθανούς επισκέπτες να είναι περίοπτα αυτά που περήφανα “άκουγα μικρός”, στοιχισμένα αλφαβητικά σε σιντιέρες και μεγάλα ράφια. Σε ένα θαμμένο ράφι στη γωνία, πάνω από μια στοίβα τευχών του Ποπ και Ροκ που καταστράφηκαν κάποτε από μία πλημμύρα του θερμοσίφωνα αλλά δεν μου πήγε ποτέ η καρδιά να πετάξω, κρύφτηκαν αυτά που όσο και αν χαμήλωνα την ηλικία μου, δεν μπορούσα να βρω επαρκή αιτιολόγηση για το γεγονός ότι αποτέλεσαν μέρος της ιδιοκτησίας μου και αντικείμενο επένδυσης χρημάτων και χρόνου ακρόασης και λατρείας. Με τα χρόνια, ο μύθος αυτός αντικατέστησε την αυθεντική μνήμη των ακουσμάτων της παιδικής μου ηλικίας. Εγώ θυμάμαι ότι μεγάλωσα με Sonics, Suicide, Birthday Party, Kraftwerk, Neu!, Brian Eno, Stooges και Velvet Underground. Παρ’ ότι έχω τη γνώση ότι συνέβη, έχω απωθήσει κάθε ανάμνηση των Scorpions, των Kansas, των Aerosmith και των Deep Purple.

Με τον καιρό όμως, άρχισα να βλέπω αυτή την απώθηση χιουμοριστικά. Μόλις πέρυσι, παρέα με μια φίλη, τσάκισα τις σελίδες των βιβλίων του Ντεριντά που έχω σπίτι μου, για να ξορκίσω το γεγονός ότι δεν κατάφερα ποτέ να διαβάσω ούτε σελίδα απ’ αυτά. Ό,τι έχω να πω για τον αγαπητό Ζακ, προέρχεται από τα απόκρυφα της Wikipedia και απ’ το σκονάκι που κυκλοφόρησε ο Αριστείδης Μπαλτάς στις εκδόσεις Εκκρεμές. Βέβαια, δεν έχω κανένα πρόβλημα – όπως βλέπετε – να παραδεχτώ ανοιχτά τον παραπάνω τσαρλατανισμό, αλλά ακόμα κι αυτό με δικαιώνει σε έναν βαθμό στις εστέτ κοινότητες. Είναι η δυνατότητα του να μετατρέπεις τα μειονεκτήματά σου σε Conceptual Art, μια μεγάλη προσφορά της εποχής μας.

Έρχονται τα Χριστούγεννα του 2012 και είναι μία ευκαιρία (ή υποχρέωση) να επισκεφτώ το πατρικό μου. Η μεγάλη παράδοση που θέσπισαν οι γονείς μου – και τους ευγνωμονώ απεριόριστα γι’ αυτό, ομολογώ – ήθελε όλες τις εθιμοτυπικές σχέσεις με τα κακά κομμάτια του σογιού διαλυμένες και τα Χριστουγεννιάτικα τραπέζια πάντα να απαρτίζονται από άτομα τα οποία διαλέγει η συλλογική βούληση για να στελεχώσουν το εποχιακό τελετουργικό. Πάνω, δε, στη ρώσικη ρουλέτα της κουβέντας, με τη συνοδεία καταχρήσεων φαγητού, ποτού και μουσικού γούστου, πάντα αναδεικνύονται σουβενίρ που κάποιο μέλος της οικογένειας θα ήθελε να παραμείνουν κρυφά. Ασχέτως αν είσαι θύμα ή επιζών των αναμνήσεων, είναι μαθηματικά σίγουρο ότι κάτι θα ανακαλέσεις και θα το αναζητήσεις στο πατρικό σου σπίτι που παραμένει σπίτι σου κι ας μην έχει χώρο για σένα πια.

Φέτος, πάνω στην αγωνία μου να τοποθετήσω κι εγώ το δικό μου λιθαράκι στο χριστουγεννιάτικο λούμπεν, θυμήθηκα για πρώτη φορά την ιδιαίτερη σχέση μου με τη χριστουγεννιάτικη ιστορία του Πέτρου και του Λύκου.

Η παιδική επιμόρφωση που λάβαμε εγώ κι ο αδερφός μου ήταν ένα κράμα δύο πραγμάτων που προσπάθησαν οι γονείς μου να μας μεταφέρουν: μίας αγάπης για το ευγενές, το όμορφο και το υψηλό αλλά και μίας συναισθηματικής τεκμηρίωσης, άτρωτης μπροστά στις επιθέσεις κάθε αυτάρεσκης “λογικής”, της θέσης ότι δίκαιο είναι μόνο αυτό που καταλήγει να μην βλάπτει κάποιον άνθρωπο, να μην τον αποκλείει, να μην τον υποβαθμίζει, να μην τον προσβάλλει και να μην τον θυσιάζει σε κανένα βωμό αυτού που κάποιος μπορεί να βαφτίζει ως “σωστό”. Δεν ξέρω κατά πόσο πέτυχαν σ’ αυτό –  είναι κλισέ ανατροφή για πολλούς, άλλωστε – αλλά όλη αυτή τους η προσπάθεια περνάει από συγκεκριμένες αναμνήσεις. Περνάει από τις βόλτες στα μουσεία, από τους ρομά παιδικούς μας φίλους, από τις ταινίες της Ντίσνεϋ, από τις εκδρομές στη φύση και αποκρυσταλλώνεται σε πολλά φετίχ. Ένα τέτοιο που ανακάλεσα σήμερα ήταν ο Πέτρος και ο Λύκος.

Δεν θα μιλήσω όμως εκτενώς για το έργο. Μικρός άκουσα πάρα πολλές φορές το έργο του Σεργκέι Προκόβιεφ και είδα τη μεταφορά της Ντίσνεϋ. Αλλά πλέον η υπόθεση είναι κάτι θολό, τα στιγμιότυπα που μου έρχονται είναι παραμορφωμένα και ακόμα κι αν δεν ήταν, δεν είναι αυτός ο σκοπός μου εδώ. Στη ροή της θύμησης, όμως, ανακάλεσα και την εφηβική μου περίοδο όπου ο υγιής καταναλωτισμός της αγοράς δίσκων μας έκανε – τους συνομήλικούς μου, τους σημερινούς 25ρηδες, την τελευταία μάλλον γενιά που εξάσκησε το crate digging σε μη-ψηφιακό επίπεδο – να συσσωρεύσουμε πράγματα που η ουσιαστική τους χρηστική αξία είχε ήδη λήξει με τον καφέ που έπινες μετά το δισκοπωλείο. Ίσως όμως να έχω άδικο, καθώς ένα τέτοιο “ληγμένο” αντικείμενο αναστήθηκε σήμερα και χρησιμοποιήθηκε για να γραφτεί το άρθρο.

Σε ένα καλάθι ενός υπογείου με τις προσφορές των προσφορών αγόρασα κάποτε μία εκκεντρική εκδοχή του Πέτρου και του Λύκου. Πίσω από ένα πανάσχημο εξώφυλλο μίας γερμανικής έκδοσης που έδινε την εντύπωση πως σε κάθε πιθανό τράνταγμα του κουτιού θα αποκρινόταν με κόκκινα φωτάκια και μία midi αναπαραγωγή του “Μικρού Τυμπανιστή”, βρισκόταν η μεταφορά της εμβληματικής αυτής παιδικής μυθολογίας σε ροκ όπερα, με το συνθεσάιζερ του Brian Eno, τις κιθάρες του Gary Moore, το βιολί του Stephane Grappelli, τα ντραμς των Phil Collins και Cozy Powell και τη συμμετοχή πολλών άλλων ακόμα. Χρονικά, εμπίπτει στην περίοδο εκείνη της μουσικής ιστορίας, όπου κάθε αφηγηματική ιδέα μπορούσε να ντυθεί με κιτς ρούχα, να πνιγεί στις πληθωρικές ενορχηστρώσεις, να εγκολπώσει τη γυαλιστερή φανφάρα της τεχνικής επίδειξης, να μετατραπεί σε όπερα και να γίνει δεκτή ως μεγάλο και ρηξικέλευθο καλλιτεχνικό άλμα. Ακόμα και σήμερα, αυτό λογίζεται απ’ τη γενιά του Πολυτεχνείου ως “η μεγάλη μουσική που όμοια της δεν υπάρχει σήμερα”, ένα επιχείρημα με το οποίο πλέον δεν έχουμε καν όρεξη να έρθουμε σε αντιπαράθεση.

Όμως σκοπός αυτού του άρθρου δεν είναι να αποτελέσει δισκοκριτική ή κοινωνιολογικό σχόλιο για τη διάσταση των γενεών. Η χριστουγεννιάτικη μου ιστορία είναι απλά η ιστορία του πώς ξανάκουσα τον δίσκο στο διαδίκτυο, καθώς το παιδικό μου δωμάτιο είναι πια μία αποθήκη όπου τα αντικείμενα τα οποία ηρωοποίησαν στα τραγούδια τους οι σειρήνες των διαφόρων Lidl, Media Markt και Makro συνενώθηκαν για να στήσουν οδόφραγμα, εμποδίζοντάς με να απαντήσω στο μεγάλο μου ερώτημα: άραγε αυτή η εκδοχή του Πέτρου και του Λύκου, σκονίζεται σαν παλιά αντίκα ανάμεσα στα σουβενίρ για τα οποία περηφανεύομαι ή βρίσκεται θαμμένη σε εκείνη τη γωνία που σαπίζει απ’ την υγρασία το μαύρο κουτί της παιδικής μου ηλικίας;

Best of internet