Quantcast

Holy Motors

Τι είναι η πολυακουσμένη ταινία του Λέος Κάραξ.

ΦΙΛΤΡΟ

20 Δεκεμβρίου 2012

eikona1

 

Πάει κάποιος καιρός πού ετοιμαζόμασταν να ανέβουμε -για το ετήσιο ραντεβού μας με την τέχνη, τα γράμματα και την κουλτούρα- στο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Οι πληροφορίες που δημοσιεύονται πριν ξεκινήσει το φεστιβάλ δεν είναι πολλές, άμα είσαι αρκετά σινεφίλ, φαίνεται να σου λένε, θα σε ενδιαφέρει το γεγονός, αλλιώς κάτσε στο χωριό σου και φιάξε ποπκορν με τυρί και κοκακόλα. Έτσι λοιπόν συζητάγαμε για τις ταινίες έναρξης και λήξης, τα ανακοινωθέντα αφιερώματα, την κρίση και το φεστιβάλ, τις προσδοκίες μας, τις απογοητεύσεις μας και τα συναφή. Την είδα την ταινία έναρξης, μάρεσε, να την δεις, μου λένε. Ούτε που τον ήξερα εγώ αυτόν τον Καράξ, ούτε την ταινία την είδα. Και επειδή περνάει ο καιρός, πέρασε και λίγος ακόμα και τότε άρχισαν όλοι πια να το συζητάνε.

Αν για κάτι γίνεται πολύ συζήτηση, κάτι για το οποίο εσύ δεν έχεις και δεν μπορείς να έχεις άποψη, μοιραία όταν θα έρθεις σε επαφή μαζί του θα έχεις αποκτήσει και κάποιες προκαταλήψεις για αυτό. Είχε γίνει λοιπόν ένα μεγάλο σούσουρο γύρω από την ταινία, από το οποίο εγώ συγκράτησα βασικά ένα πράγμα: “Δεν την κατάλαβα και πολύ”. Δεν ήταν το πιο ενθαρρυντικό συμπέρασμα για εμένα. Είναι κάποιες δηθενίλες που μου φέρνουν πονοκέφαλο, είναι και κάποιες βαθυστόχαστες αναλύσεις που αποσυντίθενται σε φαιδρές κενότητες, είναι και το βάρος ενός βραβείου που πρέπει να σηκώσει μια ταινία στις συνειδήσεις των θεατών της, ε, όλα αυτά καταλήγουν στην απώθηση μου. Δεν θα υπήρχε βέβαια το παρόν κείμενο αν η ιστορία κατέληγε σε οριστική διάσταση.

Ας περάσουμε επιτέλους στο ζουμί. Η ταινία καταγράφει την καθημερινότητα ενός παριζιάνου μεγαλοαστού. Ξεκινώντας το πρωί από το σπίτι του, χαιρετά γυναίκα και παιδιά, επιβιβάζεται στην λιμουζίνα του (νομίζω ότι αναδύεται ένα νέο είδος ταινιών με λιμουζίνες σιγά-σιγά), κανονίζει με περισσή σοβαροφάνεια κάποιο χαρτογιακάδικο επιχειρηματικό παίγνιο, χαιρετά την κανονικότητα και μεταμορφώνετε σε ό,τι η εφευρετικότητα του σκηνοθέτη θέλησε να τον μεταμορφώσει. Αν το βρίσκει κάποιος σημαντικό, τον παραπέμπω στο imdb να διαβάσει τους ρόλους που υποδύεται ο πρωταγωνιστής, τέτοιες απαριθμήσεις όμως θα τις παραλείψω.

Κύριο χαρακτηριστικό της ταινίας είναι η ροή της. Περνάνε πολύ γρήγορα οι δύο περίπου ώρες που διαρκεί, παρά την χαλαρή σύνδεση των διάφορων σκηνών μεταξύ τους ή τέλος πάντων την όχι τόσο αφηγηματική φύση της. Αν και αυτό με εξέπληξε αρχικά, κατέληξα ότι είναι πολύ εύκολο να εξηγηθεί. Ουσιαστικά ο κεντρικός χαρακτήρας δεν είναι τίποτα άλλο από έναν ηθοποιό και οι μεταμορφώσεις του στερεοτυπικοί ήρωες ταινιών. Ο ζητιάνος, ο τρομοκράτης, ο πατέρας, ο παραμορφωμένος περιθωριακός, ο κοινός εγκληματίας, ο ερωτευμένος στο παρελθόν και νυν πικραμένος, καθένας τους συνδέεται και με μια κλάση της φιλμικής μυθοπλασίας. Χωρίς έλλειψη ταλέντου από πλευράς του σκηνοθέτη, η σύνθεση τους προκύπτει σαγηνευτική.

Το να προσπαθήσουμε να βγάλουμε κάποιο συμπέρασμα, κάποιο νόημα από την ταινία θα ήταν εκβιασμός, ασυγχώρητος πλατειασμός και μάλλον αντικατοπτρισμός προσωπικών προβληματισμών και για αυτό, καταδικασμένα υποκειμενικός, αδιάφορος, χαρακτηρισμός. Οι πιέσεις που ασκούνται όμως για μασημένη τροφή και μεγάλες ιδέες είναι επίμονα ενοχλητικές και μας αναγκάζουν να ξεφύγουμε με τον επιδέξιο ελιγμό που μας χάρισε ο ίδιος ο σκηνοθέτης -“In this world I invented, it’s a way of telling the experience of a life without using a classical narrative, without using flashbacks. It’s trying to have the whole range of human experience in a day”.

Αλλάζοντας κάπως κλίμα, και για να τελειώνουμε χωρίς σημαντικές παραλείψεις, πρέπει να τονίσουμε δύο ακόμα πράγματα : το αισθητικό επίτευγμα της ταινίας, από την γενικότερη αίσθηση τής μέχρι τις σχεδόν εμμονικά προσεγμένες λεπτομέρειες, και το πολυσυζητημένο soundtrack. Για να κόψουμε την πολυλογία είναι καλύτερο να πάρετε μια ιδέα για όλα αυτά από την σκηνή με τα ακορντεόν υπό την υπόκρουση του “Let my baby ride” του R.L Burnside στο youtube. Προσωπικά από τις αγαπημένες μου.

Αρπάζω την ευκαιρία να τελειώσω την κριτική με μια αναφορά στο “Eyes without a face”, ταινία στην οποία πρωταγωνιστούσε η σοφερίνα του κεντρικού χαρακτήρα του Holy motors, και στην οποία ,όπως ερμηνεύτηκε από πολλούς, (ο Leos Carax αρνείται πάντως κάποια σύνδεση) παραπέμπει η τελευταία σκηνή του έργου. Έτυχε να το δω πέρυσι στο bios και μου άρεσε πολύ, αν και δεν νομίζω ότι όλοι οι (τότε) παρευρισκόμενοι στην αίθουσα θα συμφωνούσαν (τώρα) μαζί μου.

Υ.Γ: Αν είπα ότι δεν τον ήξερα είναι επειδή έχει 13 χρόνια να κάνει ταινία γιατί αλλιώς είμαι μεγάλος γνώστης.

eikona2

 

 

Best of internet