Quantcast

Η ζωή του Πι

Η τελευταία ταινία του Ανγκ Λι παραδίδει μαθήματα μοντέρνου Χολιγουντιανού σινεμά.

Flaneuric

29 Δεκεμβρίου 2012

LOP-068    Pi Patel takes in the bioluminescent wonders of the sea.

Την ανακοίνωση της μεταφοράς του βιβλίου του Γαλλοκαναδού Γιαν Μαρτέλ στη μεγάλη οθόνη ακολούθησε ένα μεγάλο κύμα αμηχανίας, τόσο από μεριάς του ειδικού τύπου όσο και του σινεφίλ κοινού. Δικαίως: Η ζωή του Πι (2001) δεν είναι σε καμία περίπτωση αυτό που θα ονομάζαμε πρωτογενές «κινηματογραφικό υλικό».  Στο μυθιστόρημα αρχικά παρακολουθούμε την ενηλικίωση ενός πολυθρησκευάμενου αγοριού από την Ινδία μέσα από τις διδαχές του αυστηρού ορθολογιστή πατέρα του και τα οικονομικά προβλήματα της οικογενειακής τους επιχείρησης, ενός ζωολογικού κήπου. Λίγο μετά την εμπειρία του πρώτου του έρωτα, ο πατέρας του αγοριού παίρνει την απόφαση της μετακίνησης οικογένειας και επιχείρησης στον Καναδά, μέσα από ένα ταξίδι κατά μήκος του Ειρηνικού. Τον κύριο σκελετό του μυθιστορήματος αποτελεί η εξιστόρηση του βίου και της πολιτείας των μοναδικών επιζώντων από το ναυάγιο στο οποίο καταλήγει το ταξίδι, του εν λόγω αγοριού και μιας τίγρης.

Εύκολα μπορεί να φανταστεί κανείς το πώς ένα τόσο φαινομενικά μονότονο ταξίδι δεν προσφέρεται για σεναριακή προσαρμογή σε μια μεγάλης παραγωγής, με φιλοδοξίες μπλοκμπάστερ, ταινία. Παρ’ όλα αυτά, ο Ανγκ Λι (Crouching Tiger, Hidden DragonBrokeback Mountain) πείθει από την πρώτη στιγμή για την έμπνευση του εγχειρήματός του, αναβαθμίζοντας στο δρόμο του μια ολόκληρη τεχνική φόρμα. Το 3D δικαιολογεί (ίσως για πρώτη φορά) την ύπαρξή του, παίζοντας ουσιαστικότατο ρόλο στο πόσο πολύ καταφέρνει η ταινία να ενσωματώσει τον θεατή. Χιλιογυρισμένα θέματα, όπως ένας καυγάς ή ένα ναυάγιο, καταφέρνουν να αποκτήσουν μια ολότελα καινούρια αίσθηση, ιδωμένα υπό το πρίσμα μιας μέχρι πρότινος θεωρούμενης ως κακής και όψιμης τεχνολογίας. Είναι αληθινά δύσκολο να περιγράψεις το πώς: Με χαρακτηριστικότερη τη σκηνή της καταιγίδας και του ναυαγίου όλα μοιάζουν να μπλέκονται σε μια ενιαία αισθητική εμπειρία που καταργεί τις συγκεκριμένες διαχωριστικές γραμμές του σινεμά – ο ουρανός, η φουρτουνιασμένη θάλασσα και τα βυθιζόμενο καράβι μπλέκονται μεταξύ τους, η επιφάνεια του νερού μετατρέπεται σε μια λεπτή μεμβράνη πάνω στην οποία πλέει η σωστική λέμβος με την κάμερα να βρίσκεται πότε πάνω, πότε κάτω και πότε ανάμεσα της, με τον ίδιο τον θεατή να απολαμβάνει την αίσθηση κάποιου που κολυμπά παράλληλα στα συμβάντα, που βρίσκεται εκεί, χωρίς αυστηρά υποκειμενικα πλάνα αλλά με την χρήση πολλών και διαφορετικών γωνιών θέασης. Ακόμα και όταν οι καταιγιστικές σκηνές δράσης έχουν προ πολλού καταπαύσει, ο Λι καταφέρνει να δημιουργεί σκηνές-πίνακες που δεν αφήνουν περιθώρια αποσύνδεσης από τα τεκταινόμενα.

Παρ’ ότι τα παραπάνω θα ήταν αρκετά για να αναδείξουν την ταινία ως μια από τις πιο άξιες λόγου για τη φετινή χρονιά, η κινηματογραφική αξία της Ζωής του Πι δεν εξαντλείται στο εικαστικό-μορφολογικό της σκέλος. Η ίδια η ιστορία είναι κάθε άλλο παρά μονότονη, δημιουργώντας στο κοινό γνήσιο ενδιαφέρον τόσο για τον μικρό πρωταγωνιστή όσο και για την τίγρη, στην οποία προς τιμήν της αποφεύγει να προσδώσει ανθρωπομορφικά χαρακτηριστικά μέχρι το τέλος. Κι αν  ένα παραμύθι κρίνεται και (αν όχι κυρίως) από τις ρωγμές στην αδιαφάνειά του, από το πόσο μπορεί κανείς να αποστασιοποιηθεί από αυτό, να δει τον εαυτό του έξω από αυτό, να συνειδητοποιεί ενεργά τη στιγμή της αφήγησης ότι η ιστορία αποτελεί προϊόν φαντασίας, ότι «δεν είναι αλήθεια», σε αυτό το επίπεδο η Ζωή του Πι μιλά για τον Θεό, για φανταστικά νησιά, για χίλιες δύο μεταφυσικές έως αφελείς έννοιες χωρίς να σηκώσει ούτε ένα βλέφαρο. Το συγκεκριμένο κομμάτι παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού παρά τις διθυραμβικές κριτικές, μεγάλο μέρος του ειδικού τύπου στάθηκε μάλλον επικριτικά απέναντι στα επαναλαμβανόμενα μεταφυσικά σχεδιάσματα που προκύπτουν στην πορεία της ταινίας. Πιστεύω πώς θα έπρεπε να ισχύει μάλλον το αντίθετο, πώς η αφηγηματική μαεστρία που βυθίζει τον θεατή σε αυτή τη γλυκιά νάρκη μέσα στην οποία μπορεί να μιλήσει για οτιδήποτε, πρέπει να πιστωθεί θετικά στους εμπνευστές της.

Αναμφίβολα, όσον αφορά τέτοιου μεγέθους παραγωγές και ακολουθώντας μια σειρά από μετριότητες, είναι η ταινία της χρονιάς.

Best of internet