Quantcast

Λιβερία: Βουτιά στην έρημο του πραγματικού

Μια γρήγορη ταξιδιωτική περιπλάνηση στην άλλη πλευρά της βίας, μέσα από ένα hipster ντοκιμαντερ και μια exploitation ταινία.

Σπύρος Μαυρογιάννης

1 Απριλίου 2013


Κάθοδος – Πώς μοιάζει ένας πόλεμος;

Για μια γενιά που δεν είχε συμπληρώσει τα 15 της χρόνια όταν συνέβη -φερειπείν- η σφαγή στη Σρεμπρένιτσα, κάθε πολεμική σύρραξη είναι μάλλον μια εξορθολογισμένη επιχείρηση. Λίγο-πολύ όπως σε ένα video game, ή όπως μαθαίνουμε ότι διεξάγεται ο πόλεμος από τις δυνάμεις των «συμμάχων»: Ένας τεχνικά άρτιος στρατός εξοπλισμένος σε βαθμό που μοιάζει να αφαιρεί σχεδόν την ανθρώπινη του υπόσταση, εφορμεί και επιχειρεί, για λόγους εξίσου αφηρημένους στις συνειδήσεις, και «καθαρίζει» το τοπίο.

Τις λίγες φορές που τα μέσα επιτρέπουν μια χαραμάδα θεάματος στο καθ’ αυτό της πολεμικής επιχείρησης, η ανείπωτη φρίκη και ο παραλογισμός του πολέμου εμφανίζονται τόσο ανοίκεια που και αυτά με τη σειρά τους μοιάζουν συναισθηματικά εξουδετερωμένα. Είναι σαν άλλη μια παράσταση από το rotten.com ή σαν κάποιο «σκληρό» meme όπως το 2 Girls – 1 Cup η παρουσία του λιντσαρισμένου προσώπου του Μουαμάρ Καντάφι σε μια οθόνη. To ζητούμενο δεν είναι αν σοκάρεσαι. Αλλά πόσο ικανός είσαι να μη σοκαριστείς. Το challenge της φρίκης αρχίζει και τελειώνει σε ένα παιχνίδι όπου ο κυνισμός κερδίζει. Η θέα της φωτογραφίας ενός Λίβυου αντάρτη που δείχνεται να παίζει μια κιθάρα ανάμεσα σε κάλυκες, ερείπια και ανυπόδητους μαχητές βρίσκει στο πεδίο του ιντερνετικού ανοίκειου λόγου μια περιγραφή 6 χαρακτήρων: LOL WUT.

Μια περιγραφή παραιτημένη αποφασιστικά από το να περιγράψει. Θα εξορκίσει τελετουργικά αυτό που έτσι κι αλλιώς δεν μπορούν, ικανά, ποταμοί από λέξεις και σημειολογικές επισημάνσεις – διαλεγμένων με τις καλύτερες των προθέσεων. Και μέχρι εκεί. Ο «δυτικός κόσμος» αδυνατεί να διαβάσει την φρίκη εγγύς του, γιατί είναι αυτή μια φρίκη υποδόρια, κρυμμένη καλά σε κάποια χαρτόκουτα στην έξοδο ενός μετρό, κλεισμένη σε ένα δωμάτιο 2×3 της οδού Φυλής ή μακρινή όσο ένα αντίσκηνο που στεγάζει 10 μπαγκλαντεσιανούς εργάτες στη Μανωλάδα. Πόσο δε μάλλον να διαβάσει τη φρίκη ενός πολέμου που διεξάγεται πέρα από κάθε εγγύτητα, πέρα από τον ίδιο το «δυτικό ρεαλισμό», πέρα από κάθε δυνατή φαντασία και πέρα από μέρη που ο αγεωγράφητος νους χαρτογραφεί σαν έρημο. Τόσο εξωτική που, εγώ σου λέω, μπορεί να μην είναι και πραγματική.
Άφιξη – Ο ταξιδιωτικός οδηγός του Vice για τη Λιβερία

Το Vice Magazine είναι ένα περιοδικό που, με οποιαδήποτε διάθεση και να έχει κάποιος απέναντι στο όρο, θα τον χρησιμοποιήσει αναπόδραστα για να το περιγράψει: Είναι ένα “hipster” περιοδικό. Με αφετηρία του στα μέσα της δεκαετίας του ’90 σαν μια έκδοση στην υπηρεσία της Καναδικής κυβέρνησης, το Vice θα ακολουθήσει μια πορεία μετανάστευσης στην Νέα Υόρκη, διάφορες αλλαγές ταυτότητας και στόχευσης. Θα καθιερωθεί με τα πολλά σαν η πιο σημαντική έκδοση που καλύπτει έναν streetwise δημοσιογραφικό τρόπο αφήγησης πρώτου προσώπου. Θα πετύχει, θα εκδοθεί σε 28 χώρες, μια από τις οποίες έλαχε να είναι και η Ελλάδα σε μια βραχύβια free press εκδοτική προσπάθεια των τριών τευχών. Αλλά αυτό είναι μια άλλη πολύ διαφορετική ιστορία.

Για εμάς εδώ, ο όρος hipster είναι αρκετός για να περιγράψουμε ακριβώς την διάθεση αισθητικοποίησης και εξωτικοποίησης που διακατέχει την θεματογραφία ενός περιοδικού σαν το Vice. Είτε έχουμε να κάνουμε με τα drugs, είτε με το gender politics, είτε με την προσέγγιση μιας κάποιας εξωτικής υποκουλτούρας – όπως οι Trekkies ή οι Metalheads. Ή είτε έχουν να κάνουν με το πώς το Vice βλέπει τον υπόλοιπο κόσμο. Και είναι αυτό το τελευταίο που μπορεί κάποιος να το παρατηρήσει στο μεγαλείο του στη σειρά The Vice Guide To Travel – ειδικότερα δε, στον απολαυστικό ταξιδιωτικό οδηγό του Vice για τη Λιβερία.

Long story short, ο Shane Smith εις εκ των εκδοτών του περιοδικού και υπεύθυνος του ταξιδιωτικού ρεπορτάζ της σειράς, αποφασίζει να πραγματοποιήσει ένα ανορθόδοξο ταξίδι στη Λιβερία και να καταγράψει με μια gonzo οπτική για την οποία ο ίδιος ο Hunter S. Thompson θα δήλωνε περήφανος, τη ζωή στη Μονρόβια και να γνωρίσει από κοντά τους πολέμαρχους του εμφυλίου πολέμου που μάστιζε τη χώρα για πάνω από τρεις συνεχείς δεκαετίες.

Μέχρι εδώ καλά. Τα πράγματα ακούγονται σαν ένα ενδιαφέρον δημοσιογραφικό road trip σε μια από τις δεκάδες ευπαθείς χώρες τοποθετημένες σε ένα ασαφές πλέγμα που ονομάζουμε «Αφρική» και που οι περισσότεροι δυσκολευόμαστε να το δείξουμε στο χάρτη. Ενδιαφέρον, δηλαδή, όσο περίπου o Φώτης Κουβέλης ή μια εκπομπή της Βίκυς Φλέσσα με καλεσμένη την Κλεοπάτρα Πατλάκη.

Τι συμβαίνει όμως όταν στο αυτό ρεπορτάζ ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια ανθρώπινη κουλτούρα όπου ο καννιβαλισμός είναι μια κοινή πρακτική μεταξύ μαχητών για να αποκτήσουν τις δυνάμεις του αντιπάλου, η βρώση καρδιών από 7χρονα αγόρια σημαίνει την πολεμική μεταρσίωση, οι Λιβεριανοί στρατάρχες πολεμούν ολόγυμνοι απέναντι στον εχθρό γιατί πιστεύουν ότι αυτό θα τον τρομοκρατήσει. Αναβαπτίζονται με ονόματα βγαλμένα από μια αδιανόήτη μεταγρφή της ποπ κουλτούρας όπως «Butt Naked», «General Rambo» και «General Bin Laden», o βιασμός είναι μια καθημερινή πρακτική τρομοκρατίας και το cros-dressing, το να φορούν 12χρονοι στρατιώτες γυναικείες περούκες, νυφικά ή τουαλέτες είναι ένας τελετουργικός τρόπος του να εκδιώχνεις τα κακά πνεύματα κατα τη διάρκεια της μάχης, και φυσικά να αποθαρρύνεις τον εχθρό;

Τα πράγματα μοιάζουν λίγο πιο “fucked up” όπως ο ίδιος ο Shane Smith θα μας πει.
Διαμονή – Η Λιβεριανή έρημος του Πραγματικού
H Λιβερία είναι μια χώρα τοποθετημένη κοντά στην ακρονυχίδα του δυτικού μέρους της Αφρικανικής ηπείρου με μια ιστορία τόσο απόκοσμη όσο και η ίδια η κουλτούρα που διέπει ακόμα και σήμερα την ζωή στη Μονρόβια και στις υπόλοιπες από τις 15 επαρχίες της. Όπως και οι περισσότερες από τις χώρες της πολύπαθης ηπείρου ακολουθεί μια θολή ιστορική γραμμή μέχρι τον 15ο με τον 16ο αιώνα οπότε και τίθεται στο προσκήνιο της δυτικής ιστοριογραφίας σαν μια από τις πολλές δουλοπαροικίες της Πορτογαλικής αποικιοκρατίας.

Το δουλεμπόριο και η παραγωγή πιπεριού είναι τα δύο βασικά πεδία ενδιαφέροντος των αποικιοκρατών που μεταφορτώνουν σωρηδόν τόνους εμπορευμάτων και εργατικά χέρια σε καράβια ώστε να τα μεταφέρουν στον Γενναίο Νέο Κόσμο πέραν του Ατλαντικού. Η χώρα θα βρεθεί υπό τον απόλυτο έλεγχο των Πορτογάλων μέχρι το 1821, έκτοτε αποφασίζεται από την Αμερικανική Εταιρεία Αποικισμού της Νέας Υόρκης ότι μπορεί να αποτελέσει έναν ενδιαφέρων πυρήνα μετοίκησης των Αφροαμερικανών σκλάβων που απελευθερώνονται μαζικά από την Αμερικάνικη ήπειρο.

Οι πρώην σκλάβοι, έχοντας λάβει το know-how από τους λευκούς αποικιοκράτες «αδελφούς» τους όσο και από χρόνια σκλαβιάς στις φυτείες του αμερικανικού Νότου και άλλου, πράγματι, μεταναστεύουν στη Λιβερία για να ιδρύσουν ένα ανεξάρτητο αγγλόφωνο λιβεριανό αφρικανικό κράτος. Η Λιβερία (εκ του Liberty, ω, η ειρωνεία) ιδρύεται σαν ανεξάρτητη χώρα το 1822 και οι προνομιούχοι απελευθερωμένοι αφροαμερικάνοι, επανακατακτούν τις επικράτειες υποδουλώνοντας εκ νέου τους γηγενείς «ιθαγενείς» κατοίκους της.

Για πάνω από ενάμισι αιώνα έκτοτε το κρατίδιο θα λειτουργήσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σαν υποχείριο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στην περιοχή. Γνωρίζοντας μια σειρά από τρομακτικές πολιτικές κρίσεις, πολιτικές δολοφονίες, πραξικοπήματα και ενός αγεφύρωτου χάσματος μεταξύ των εποίκων και των γηγενών, θα απολαύσει μια περίοδο κάποιας σταθερότητας υπό την διακυβέρνηση του Γουίλιαμ Τάμπμπαν μέχρι το 1971. Τον θάνατο του Τάπμπαν θα ακολουθήσει μια εκ νέου πολιτική αποσταθεροποίηση με αποκορύφωμα τους λυσσαλέους εμφυλίους πολέμους μεταξύ 1989 και 2003.

Εμφύλιος πόλεμος στη Λιβερία – η πρακτική του crossdressing


Ακριβώς στο σημείο μετά τους εμφυλίους πολέμους μας τοποθετεί το ντοκιμαντέρ του Vice. Στο διάστημα των πολεμικών συρράξεων μεταξύ 1989 και 2004, 150.000 λιβεριανοί βρίσκουν το θάνατο, αναρίθμητοι άλλοι ακρωτηριάζονται, 25.000 γυναίκες και κορίτσια βιάζονται κατά τη διάρκεια της επέλασης του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου της Λιβερίας υπό την καθοδήγηση του πολέμαρχου Charles Taylor – σε ένα από τα πιο αποκρουστικά και τα πιο φρικώδη πεδία επιχειρήσεων που η ανθρωπότητα έχει ποτέ γνωρίσει.

Μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα της βίας και του παραλογισμού είναι διάσπαρτες οι ιστορικές και κοινωνιολογικές αναφορές για τις πρακτικές που ο τακτικός λιβεριανός στρατός και οι αντάρτες θα χρησιμοποιήσουν για να τον διεξάγουν. Στο Liberian Studies Journal του Cuttington University College θα βρούμε μια από αυτές που προκαλούν ένα συναίσθημα παρεμφερές με αυτό του Λιβύου αντάρτη με την κιθάρα που αναφέρουμε παραπάνω. Κατά την επέλαση των στρατευμάτων του Charles Taylor σε ένα από τα αρχικά στάδια του εμφυλίου πολέμου, 15χρονοι στρατιώτες φορούν «νυφικά, γυναικείες στολές και φορέματα από γυμνασιακές τελετές, φυλαχτά, καλσόν και άλλα βουντού παραφερνάλια».

Τον Joshua Milton Blahyi, γνωστό κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων σαν “General Butt Naked” θα συναντήσουμε σαν έναν από τους τρείς warlords που ο Shane Smith γνωρίζει στην παραμονή του στη Λιβερία. Πριν αλλαξοπιστήσει ολοκληρωτικά και γνωρίσει τον λόγο του θεού σαν κήρυκας του, θα είναι ο πιο τρομακτικός, ο πιο βίαιος και ο πιο σκληρόπετσος στο αυτό τρελό μωσαϊκό της εμφύλιας βίας. Προσλαμβάνεται με βασικό αβαντάζ του την αγριότητα από τον συνεχιστή του Charles Taylor, Roosevelt Johnson, θα υιοθετήσει το προσωνύμιο Butt Naked επειδή πολεμά γυμνός. Και πιστεύει, άρα, ότι οι σφαίρες δεν τον αγγίζουν. Όπως και το σύνολο των 15χρονων καννίβαλων, φορτωμένων με αμφεταμίνες ή άλλα drugs, επίσης γυμνών, ή ενδεδυμένων με γυναικεία ρούχα, πολεμιστών του.

Αυτή η ενδιαφέρουσα και τρομακτική τελετουργική παράσταση του crossdressing των λιβεριανών πολεμιστών στη διάρκεια της μάχης έχει διάφορες αφετηρίες, τόσο στην Ταϊτιανή voodoo παράδοση των αφροαμερικανών σκλάβων όσο και στις θρησκευτικές ιδεοληψίες των γηγενών κατοίκων της περιοχής. Η «διττή περσόνα» του πολεμιστή που λειτουργεί σα φονιάς αλλά ενδύεται ταυτόχρονα και με τα ρούχα της γυναικείας φύσης, φαίνεται να εδράζεται σε δύο κύρια χαρακτηριστικά της λιβεριανής κουλτούρας.

Το ένα είναι η πορεία ενηλικίωσης που ακολουθεί ένα αγόρι που γεννάται σε μια λιβεριανή φυλή και που η ίδια η διαδικασία της ανακάλυψης του ανδρικού του φύλου περνάει μέσα από μια επικίνδυνη τελετουργία μύησης και στην γυναικεία πλευρά. Το άλλο είναι η ίδια η πρακτική της παραλλαγής του πολέμου, η απόκτηση υπερφυσικών δυνάμεων που σε κάνουν αόρατο ή ισχυρό στα μάτια του εχθρού. Μια ένδυση που μπορεί να αφομοιώνεται στο περιβάλλον της φύσης, ή όπως έμαθαν από τους ινδιάνους αυτόχθονες, μια παραλλαγή που δείχνει ότι: «Δε λογαριάζεις μαζί μου, γιατί είμαι επικίνδυνος».
Έξοδος – Ο Τζόνι μέσα από τον Καθρέφτη του Πραγματικού

Την αφήγηση της λιβεριανής κόλασης του πραγματικού, έρχεται να συνδράμει μια ταινία. Σε παραγωγή του Mathieu Kassovitz το Johnny Mad Dog εξιστορεί την πορεία ενός 15χρονου πολεμιστή σε μια απροσδιόριστη χώρα της Αφρικής που κάλλιστα θα μπορούσε να είναι η Λιβερία. Ο Τζόνι παίρνει το όπλο του και οδηγεί μια ομάδα από συνομήλικους του πολεμιστές σε μια σειρά από θηριωδίες, βιασμούς, μαζικές δολοφονίες και άλλες κτηνώδεις πράξεις εντός ενός κάποιου εμφυλίου πολέμου, χωρίς κάποιο ορατό σκοπό ή επιδίωξη. Σε μια παράλληλη εξιστόρηση, η Laokolé, συνομήλικη του Johnny παρακολουθεί τις ωμότητες με ένα κενό βλέμμα. Φροντίζει τον ανάπηρο πατέρα της και τον 8χρονο αδελφό της, σαν μια ευθεία αρχετυπική αντίθεση μεταξύ στοργής και μίσους, χαωτικής τρέλας και λογικής της ζωής.

Στο βίαιο, ωμό exploitation film του Jean-Stéphane Sauvaire ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια γλαφυρή εικονογραφία που απέχει από το πραγματικό περίπου όσο και η πραγματικότητα που περιγράφει απέχει από τον εαυτό της. Ίσως ο Sauvaire δε πλησιάζει την κινηματογραφική αρτιότητα ενός City Of God ή την ντοκιμαντερίστικη ειλικρίνεια του Gomorrah. Ίσως το Johnny Mad Dog δεν είναι καν μια πραγματικά καλή ταινία αλλά ένα “Western” της αφρικανικής ηπείρου, όπου το θεαματικό της βίας και τα αισθητικοποιημένα κάδρα προσπαθούν να εκβιάσουν από το “West” – από τον δυτικό θεατή, το σοκ.

Είναι έτσι κι αλλιώς όμως που η ίδια η ξενάγηση σε μια ξένη πλευρά της ανθρώπινης φύσης, πόσο δε μάλλον όταν αυτή είναι τόσο αλλόκοτη για το μάτι του παρατηρητή, που δεν μπορεί να αποδράσει ποτέ από το να αποτελεί και αυτή μια προσομείωση της πραγματικότητας. Το ντοκιμαντέρ του Vice μπορεί να βρίθει ανακριβειών και στημένων σκηνών από την παραγωγή για να πουληθεί στον θεατή αυτό που πρέπει να πουληθεί. Το Johnny Mad Dog εξουσιάζει απόλυτα τη σχέση του με την πραγματικότητα από τη στιγμή που μπορεί να παρουσιάζεται σα μυθοπλασία. Οι φωτογραφίες και τα βίντεο των ειδησεογραφικών πρακτορείων «κροπάρουν» το σύνολο της εικόνας για χάρη της δικής τους ιδιοτελούς αφήγησης της πραγματικότητας.

Στην «πραγματική πραγματικότητα» τα όρια μεταξύ ξένου, άλλου, οικείου, ανοίκειου, ψέματος και αλήθειας, συμβάντος, θεάματος, σημείου, σημαινόμενου, υποκειμένου, αντικειμένου, δικαίου και άδικου, μετάφρασης και γλώσσας είναι συγκεχυμένα τόσο όσο το μυαλό του Τζόνι, διασαλευμένο από τα ναρκωτικά και το αιώνια παράλογο της βίας. Υπάρχουν όμως κατευθύνσεις. Η πρόζα της επαφής με τον ανθρώπινο τρόμο είναι ένα τελετουργικό.

Μπορεί με μεθοδικότητα να λειάνει, να εξουδετερώσει να πλάσει αφηγήσεις ενάντια στη ζωή. Κάποιο KONY 2012 να παρουσιάζεται σαν ανθρωπιστική καμπάνια, κάποιος βομβαρδισμός αμάχων στο Ιρακ σαν επιχείρηση ειρήνης, ή η διακήρυξη της βίας των αρχών πάνω στα πρόσωπα των «ληστών της Κοζάνης» σαν μια άσκηση δίκαιης τιμωρίας. Σε μια άλλη μεγάλη τελετουργική αφήγηση, μπορεί να κατασκευάσει συνείδηση υπερ της ζωής, να δημιουργήσει τη μνήμη, να φέρει τον τρόμο μέσα στο σαλόνι για να τον σπάσει σα καθρέφτη. Και η άλλη πλευρά του πραγματικού να μην είναι ποτέ ξανά ξένη.

References / Πηγές:

Best of internet