Quantcast

The Defenders: Πρέπει να σώσουμε τη Marvel από τον εαυτό της

Η πρώτη φάση του τηλεοπτικού σύμπαντος Marvel-Netflix κλείνει με την συνάντηση Daredevil, Jessica Jones, Luke Cage και Iron Fist – και μας αφήνει να αναρωτιόμαστε αν έκαναν καλά που συναντήθηκαν ή όχι

 

 

ΟΚ, πάνω-κάτω γνωρίζουμε ποια είναι η σημερινή κατάσταση των υπερ-ηρωικών franchises χαρακτήρων της Marvel. Αν μη τι άλλο, πρόκειται για μερικά από τα μεγαλύτερα κινηματογραφικά και τηλεοπτικά προϊόντα των τελευταίων δεκαετιών. Το Marvel Cinematic Universe επεκτείνεται σε υπερβολικά μεγάλο βαθμό οδηγώντας σιγά-σιγά στο Infinity War, οι σειρές της Marvel στο ABC πάνε κι έρχονται με το Agents of Shield να συνεχίζεται, το Agent Carter να κόβεται και το Inhumans να αναμένεται το φθινόπωρο, ενώ το X-Men σύμπαν της Fox επεκτείνεται κι αυτό περνώντας πλέον, έμμεσα, στην τηλεόραση με το φετινό (καταπληκτικό) Legion και το αναμενόμενο Gifted. Η πορεία αυτή κουβαλάει βέβαια και τα προβλήματά της, συμπεριλαμβανομένης της συχνής απουσίας διακριτών genres και αισθητικής, της υπερβολικής διασύνδεσης των επί μέρους σειρών/ταινιών σε βαθμό που στερούν την απόλαυσή τους, της δυσκολίας επένδυσης σε πραγματικούς villains με ανεπτυγμένους χαρακτήρες, και, κυρίως, των βασικών ερωτημάτων του πού απευθύνονται και τι θέλουν να πουν. Όλα αυτά είναι πράγματα που τα έχουμε ξαναπεί φέτος, σχολιάζοντας τα φετινά Logan και Guardians of the Galaxy vol.2 σ’ αυτό εδώ το site.

Απαντώντας, εν μέρει, σ’ αυτές τις αδυναμίες, το τηλεοπτικό σύμπαν Marvel-Netflix, ξεκινώντας με το Daredevil πριν από δύο χρόνια, ήταν μια εξαιρετικά ευπρόσδεκτη ανάσα δροσιάς. Δεν είναι απλά ότι φαινόταν να απουσιάζει το άγχος της σύνδεσης με τα γεγονότα του MCU, μιας και αυτά αναγνωρίζονταν αλλά έμεναν στο background της αφήγησης. Ούτε επίσης είναι απλά ότι το format μιας τηλεοπτικής σειράς ταιριάζει καλύτερα με τη δημιουργική προσέγγιση μιας comics μυθολογίας που αναπτύσσεται μέσα από πολλά και διάφορα runs ανά τα χρόνια. Το δυνατό χαρτί των Marvel-Netflix είναι ότι επέλεξαν να επενδύσουν στη δυνατότητα πραγματικής ανάπτυξης των υπερ-ηρωικών χαρακτήρων και στη δυνατότητα πραγματικής ανάπτυξης μιας διακριτής αισθητικής για καθέναν απ’ αυτούς. Αυτό το κατάφεραν, σε έναν βαθμό φυσικά, γειώνοντας τους χαρακτήρες στην καθημερινότητα και την κοινωνική πραγματικότητα της Νέας Υόρκης, με την οποία έχουν πραγματική σχέση κατοίκων κι όχι a priori σωτήρων. Κατά συνέπεια, τα διακυβεύματα αυτών των σειρών ήταν πιο περιορισμένα από των ταινιών, αλλά και πλουσιότερα σε βάθος και περιεχόμενο. Τα stakes ήταν μικρότερα, αλλά πιο αυθεντικά – αφού σήμαιναν πραγματικά κάτι για τους χαρακτήρες που τα συναντούσαν μπροστά τους.

Ακόμα κι αν οι σειρές συνδέονταν μέσα από μια τέτοια κοινή προσέγγιση, οι αισθητικές και υφολογικές τους διαφορές ήταν επίσης εξαιρετικά ευπρόσδεκτες. To Daredevil ξεκίνησε σαν ένα γειωμένο μητροπολιτικό crime-drama, σχεδόν σαν υπερ-ηρωικό The Wire με τζούρες καθολικισμού α λα Σκορσέζε, με δύο εξαιρετικά χαρισματικούς Charlie Cox και Vincent D’Onofrio ως Matt Murdoch / Daredevil και Wilson Fisk / Kingpin (σημειωτέον – ίσως ο καλύτερος villain σε Marvel τίτλο). Η Jessica Jones της Krysten Ritter ξεκίνησε σαν ένα αντι-ηρωικό noir και φεμινιστικό survivor’s drama, προσφέροντας μια σπάνια για pop προϊόν επεξεργασία τραύματος και μια απαραίτητη υπερ-ηρωική γυναικεία παρουσία. Ο Luke Cage του Mike Colter ξεκίνησε σαν ένα μαύρο κοινωνικό δράμα με έντονη σύνδεση με τις σύγχρονες πολιτικές εξελίξεις, καταπληκτική μουσική, έναν εξαιρετικό villain με τον Mahershala Ali στο πρώτο μισό – κι έναν πολύ μέτριο στο δεύτερο. Και ναι, ΟΚ, o Iron Fist του Finn Jones ξεκίνησε χάλια και τέλειωσε χάλια, αποτελώντας ένα λάθος από την αρχή μέχρι το τέλος. Ακόμα κι αν πάμε πέρα από το ζήτημα του whitewashing, το οποίο δείχνει ότι η Marvel δεν μπορεί απλά να πάρει αυτούσια τα μοτίβα των 70s και να τα ρίξει στο 2017, η σειρά μας προσέφερε έναν εκνευριστικό, κακομαθημένο, προνομιούχο χαρακτήρα μέσα σε ένα προχειροφτιαγμένο περιβάλλον πλοκής και δράσης – κάτι που έριξε βαριά τη σκιά του στο Defenders.

Κι εδώ είναι που αρχίζουν τα προβλήματα των Defenders. Ήδη το σύμπαν Marvel-Netflix είχε καθοδική πορεία πριν φτάσουμε στο Defenders. Η δεύτερη σεζόν Daredevil ήταν κατώτερη της πρώτης, χωρίς να σημαίνει ότι δεν ήταν καλή βέβαια, ο Luke Cage ξεκίνησε πολύ καλά αλλά κάπου στη μέση άρχισε να πάσχει από σοβαρή κρίση προσανατολισμού, κι ο Iron Fist, ναι, τα γνωστά. Πέρα από το ότι σχεδόν νομοτελειακά όσο τα στοιχεία ενός franchise συγκλίνουν μεταξύ τους ώστε να συναντηθούν σε ένα κοινό event τότε αρχίζουν οι αψυχολόγητες κινήσεις, οι προχειρότητες και τα μπαλώματα, η ίδια η ιδέα των υπερ-ηρωικών crossover events δημιουργεί από μόνη της συχνά προβλήματα – τόσο στα comics όσο και την οθόνη. Μπορεί τα μαζικά σουαρέ υπερηρώων να γεμίζουν έκσταση την εφηβική ψυχή μας, και μπορεί εδώ συγκεκριμένα η προϊστορία Jessica-Luke-Danny να οδηγεί σε πολλαπλά κλεισίματα ματιού στους fans των comics, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι απαραίτητα η κατεύθυνση που πρέπει να παίρνει κάθε superhero τίτλος.

 

Στο Defenders, πιο συγκεκριμένα, δεν είναι ότι λείπουν τα επί μέρους στοιχεία των χαρακτήρων που έκαναν λίγο ή πολύ πετυχημένες τις προηγούμενες σειρές. H Jessica Jones κι ο Daredevil συνεχίζουν να είναι πολύ καλοί, ειδικά όταν τα λένε μεταξύ τους, κι ο τρόπος που ο Luke Cage την λέει στον Iron Fist δεν μπορεί παρά να είναι απολαυστικός. Το ζήτημα είναι όμως ότι αυτά τα επί μέρους στοιχεία αδυνατούν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά ως mix-and-match εκτός του δικού τους πλαισίου. Μπορεί οι χαρακτήρες και η συνέχεια της πλοκής να είναι εκεί, αλλά η αισθητική και θεματική ιδιαιτερότητα της κάθε σειράς έχει πάει περίπατο. Αν είναι να θυσιαστεί αυτό (που δεν πρέπει να θυσιαστεί δηλαδή), τουλάχιστον ας έχουμε ένα αυτοτελές event που θα κλείνει πραγματικά το κεφάλαιο της πρώτης φάσης των σειρών και δεν θα είναι άλλο ένα set-up που θα παραπέμπει σε άλλο ένα set-up σαν ατέλειωτη λούπα – όπως και καταλήγει να κάνει δηλαδή.

Για να μην παρεξηγηθούμε, το πρόβλημα του Defenders δεν είναι ότι η πλοκή είναι προβλέψιμη σε κάθε της βήμα. Ο υπερ-ηρωικός μύθος είναι γνωστός και τα μοτίβα του δεν χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις, ούτε εξαρτάται από το στοιχείο της έκπληξης. Το ενδιαφέρον βρίσκεται κάθε φορά στις παραλλαγές και τις ερμηνείες του, στο συγκεκριμένο του περιεχόμενο. Το πρόβλημα είναι ότι εδώ επιλέχθηκε ένα storyline που έβαζε στον κέντρο του έναν εξαιρετικά αδύναμο χαρακτήρα (ναι, για τον Iron Fist λέμε πάλι) και μια μυθολογία που στις προηγούμενες σειρές είτε απουσίαζε εντελώς (Jessica Jones, Luke Cage) είτε αποτελούσε στοιχείο που τις έκανε χειρότερες απ’ ό,τι πριν (δεύτερη σεζόν Daredevil). Αν απουσίαζε κι η ταυτόχρονα ευαίσθητη και επιβλητική ερμηνεία της Sigourney Weaver, τότε θα ήταν σχεδόν αδύνατον να πάρουμε στα σοβαρά τους villains του Defenders.

 

Το χειρότερο, δυστυχώς, είναι ότι το Defenders άλλαξε τη σχέση του σύμπαντος Marvel-Netflix με την πόλη της Νέας Υόρκης. Οι χαρακτήρες δεν εμφανίζονταν εκ των προτέρων ως σωτήρες. Έπαιρναν αυτόν τον ρόλο μάλλον διστακτικά, κι αυτό που τους κινούσε προς τα κει ήταν τα πραγματικά ριζώματά τους μέσα στην πόλη, η γειωμένη πραγματικότητά της. Δεν προσπαθούσαν να σώσουν την πόλη γενικά κι αόριστα, προσπαθούσαν να σώσουν τις συγκεκριμένες κοινότητες και τις συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις που έκαναν την πόλη ανθρώπινη. Αντίθετα, ως Defenders αυτήν την φορά, αντιμετωπίζουν μια generic/αρχέγονη/mystical απειλή που θυμίζει αρκετά ύποπτα την πλοκή του Batman Begins και λειτουργεί ως μεταφορά για τις γκράντε καταστροφές μεγάλης κλίμακας απ’ τις οποίες προστατεύουν τον πλανήτη οι Avengers. Αυτό που αποτελούσε δύναμη των σειρών του Netflix, μετατρέπεται έτσι σε αδυναμία τους, αφού η αισθητική και θεματική αυτονομία τους υποτάσσεται τσάτρα-πάτρα στις ανάγκες σύγκλισης ολόκληρου του Marvel οικοδομήματος, με το Infinity War να περιμένει στη γωνία. Μπορεί επιχειρηματικά να είναι εύλογο και αναμενόμενο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι ταυτόχρονα και λίγο στενάχωρο.

Best of internet