Quantcast

Λαμόγια Με Ιστορία #1: Βίκτωρ Λούστιγκ, ο άνθρωπος που πούλησε τον Πύργο του Άιφελ (δύο φορές).

Μια ενότητα καθαρής αγάπης για τα μεγαλύτερα λαμόγια που υπήρξαν ποτέ.

EGO PETRO

23 Οκτωβρίου 2013

Από τον Περικλή με τα κλεμμένα λεφτά του ταμείου συμμαχίας μέχρι τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά και τα υπό κλίση υποβρύχια η λαμογιά* στον Ελλαδικό χώρο δίνει και παίρνει. Όσο όμως και να παινευόμαστε για την παγκόσμια αποκλειστικότητα αυτού του κληρονομικού χαρίσματος, τελικά τόσο έξω πέφτουμε. Επειδή άλλο ένα κληρονομικό μας χάρισμα είναι αυτό του άπιστου Θωμά, πάρ’ τε μια σειρά από μερικές περιπτώσεις που βάζουν τα γυαλιά σε κάθε Εφραίμ και Τσοχατζόπουλο κάνοντάς τους να νιώθουν πιτσιρίκια μπροστά σε αυτές τις μεγαλοφυΐες:

 

Βίκτωρ Λούστιγκ, ο άνθρωπος που πούλησε τον Πύργο του Άιφελ

185281361367203

 

Ο Βίκτωρ Λούστιγκ (4 Ιανουαρίου 1890 – 11 Μαρτίου 1947) γεννήθηκε στην πόλη Χοστίνε της (τότε) Αυστροουγγαρίας, αλλά σύντομα κατευθύνθηκε προς τη Δύση. Χάρη στη γοητεία του, την ετοιμολογία αλλά και τις γνώσεις του σε πολλές ξένες γλώσσες, κατάφερε να πάει μπροστά στο χώρο της λαμογιάς. Η καριέρα του άρχισε με μικροαπάτες στη ναυτιλιακή γραμμή Παρίσι-Νεα Υόρκη.

Πέρα από το πούλημα του πύργου του Άιφελ (στο οποίο θα αναφερθούμε πιο κάτω), μια άλλη χαρακτηριστική λαμογιά που τον τοποθετεί στις πρώτες θέσεις του αφιερώματός μας, είναι το “money box”. Εκμεταλλευόμενος τη μεγάλη ζήτηση για πλαστά χαρτονομίσματα, ο Βίκτωρ Λούστιγκ κατασκεύασε έναν εκτυπωτή εκατοσταδόλαρων. Ο εκτυπωτής κατά την επίδειξη στους πελάτες θα έβγαζε μετά από έξι ώρες ένα πλαστό χαρτονόμισμα. Βλέποντας την πλήρη ομοιότητα του με τα αληθινά και στην πρόβλεψη μεγάλου κέρδους, οι πελάτες αγόραζαν τον εκτυπωτή συνήθως στην τιμή των 30.000 δολαρίων. Αυτό που δεν ήξεραν όμως, ήταν οτι μετά απο 12 ώρες που θα έβγαιναν άλλα δύο χαρτονομίσματα των 100 δολαρίων το μηχάνημα θα έβγαζε μόνο λευκό χαρτί καθώς τα αποθέματα ειδικού μελανιού και χαρτιού θα είχαν τελειώσει. Μέχρι να το πάρουν όμως είδηση, ο Λούστιγκ θα είχε εξαφανιστεί.

Το 1925, ο Λούστιγκ διαβάζοντας την εφημερίδα του έπεσε σε ένα άρθρο σχετικό με τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε η πρωτεύουσα της μεταπολεμικής Γαλλίας, οι οποίες έκαναν δυσβάσταχτη τη συντήρηση του Πύργου του Άιφελ. Αποφάσισε να φτιάξει τον χαρακτήρα ενός αξιωματούχου της κυβέρνησης και κάλεσε έξι εμπόρους σιδερικών στο Hotel de Crillon, ένα από τα πιο παλιά και εκλεπτυσμένα ξενοδοχεία της εποχής, για να συζητήσουν μια πιθανή επιχειρηματική συμφωνία.

 

Count-Lustig-3-Eiffel-Tower

 

Όταν έφτασαν στον τόπο της συνάντησης, ο Λούστιγκ τους αποκάλυψε πως η συντήρηση του Πύργου του Άιφελ ήταν τόσο δαπανηρή, που η πόλη αδυνατούσε πλέον να πληρώνει και ήθελε να το πουλήσει για παλιοσίδερα. Κανονίζοντας μία βόλτα με νοικιασμένη λιμουζίνα, πήγε τους επιχειρηματίες στον πύργο για επιθεώρηση προειδοποιώντας τους πως η αγορά αποτελεί απόρρητο κυβερνητικό μυστικό και πως απαγορεύεται να το αναφέρουν σε οποιονδήποτε άλλον. Αφου βρήκε τον αγοραστή του, έναν κύριο Αντρέ Πουασόν, ο Λούστιγκ έπεσε σε εμπόδιο: τη γυναίκα του Πουασόν, στην οποία γεννήθηκαν υποψίες από τη μυστικότητα και τη βιασύνη με την οποία προσπαθούσε να πουλήσει τον πύργο. Ο Λούστιγκ κανόνισε δεύτερο ραντεβού και δικαιολογήθηκε στη γυναίκα του Πουασόν λέγοντάς της οτι δεν βγάζει όσα θα ήθελε να βγάζει ως κυβερνητικό στέλεχος, το οποίο σήμαινε ότι η συναλλαγή απαιτούσε μια σχετική διακριτικότητα. Πείθοντάς την τελικά ότι είναι ακόμα ένας διεφθαρμένος αξιωματούχος, ο Λούστιγκ όχι μόνο πήρε τα λεφτά για την αγορά του πύργου αλλά και μίζα για να μην δώσει την αγορά αλλού. Ο Πουασόν ένιωσε τόσο ταπεινωμένος που ντράπηκε να το αναφέρει στην αστυνομία και έτσι δεν βγήκε ποτέ ένταλμα σύλληψης – πράγμα που επέτρεψε στον Λούστιγκ να φύγει αμέριμνος με το τρένο για Βιέννη.

Ένα μήνα αργότερα ο Βίκτωρ Λούστιγκ επέστρεψε στο Παρίσι για να ξαναπουλήσει τον πύργο, αλλά ο καινούργιος αγοραστής δεν πείστηκε και κατέφυγε στην αστυνομία, η οποία όμως ξανά δεν κατάφερε να τον συλλάβει.

 

al-capone

 

Άλλη μία γνωστή λαμογιά του Λούστιγκ είναι η συνεργασία του με τον Αλ Καπόνε. Γνωρίζοντας ότι ο Καπόνε μεταξύ άλλων έψαχνε να επενδύσει στο χρηματιστήριο, τον έπεισε να τοποθετήσει $50.000 σε μετοχές που πίστευε ότι θα εκτοξευτούν στα ύψη. Αντί όμως να αγοράσει τις μετοχές, ο Λούστιγκ κράτησε τα χρήματα του Καπόνε σε θυρίδα για δύο μήνες και του τα επέστρεψε υποστηρίζοντας ότι η δουλειά χάλασε την τελευταία στιγμή. Εντυπωσιασμένος με την ακεραιότητα του Λούστιγκ, ο Καπόνε του έδωσε 1000 δολάρια (τα οποία ο Λούστιγκ είχε σκοπό εξαρχής) αλλά και τον εμπιστεύτηκε αργότερα για άλλες δουλειές.

Μετά από μία σειρά από απάτες που τον βάζουν στο βάθρο των λαμογιών, ο Λούστιγκ τελικά συνελήφθη για παραχάραξη και οδηγήθηκε στο Αλκατράζ, απ’ όπου δεν ξαναβγήκε.

 

 

*Σύμφωνα με αρκετές πηγές, η λέξη λαμόγιο προέρχεται από το ιταλικό έναρθρο ουσιαστικό «la moglie» (λα μόλιε – μτφ.: η σύζυγος). Τη στιγμή που κάποιος Ιταλός χαρτοπαίκτης κέρδιζε και ήθελε να φύγει από το τραπέζι για να μη ξαναχάσει, φώναζε δήθεν φοβισμένος «la moglie, la moglie», ότι δήθεν τον έψαχνε η γυναίκα του, βούταγε τα χρήματα και έφευγε τρέχοντας (το λεγόμενο “την έκανε λαμόγιο”).

Best of internet