Quantcast

To Thor: Ragnarok είναι αυτό που θέλουμε από μια ταινία της Marvel

Η τρίτη solo ταινία του Thor, σκηνοθετημένη από τον αγαπημένο Νεοζηλανδό Taika Waititi, προσφέρει ένα έξυπνο και πολύχρωμο νταβαντούρι.

 

Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, φτάσαμε αισίως στην 17η (ναι, στην 17η) ταινία του κινηματογραφικού σύμπαντος της Marvel, αυτής της χολιγουντιανής μεγα-μηχανής που την τελευταία δεκαετία μας βομβαρδίζει στα όρια του superhero overdose. Από πολλές πλευρές, η όλη διαδικασία έχει γίνει κάπως φορτική και μπουχτιστική. Είναι εύκολο να χάσεις το μέτρημα, κι είναι εύκολο να αδιαφορήσεις για το continuity/timeline μπουρδούκλωμα. Ευτυχώς, βέβαια, υπάρχουν κάποιες εξαιρέσεις που αφενός ικανοποιούν την geeky superhero δίψα κι αφετέρου στέκονται αξιοπρεπώς ως αυτοτελή κινηματογραφικά (ή και τηλεοπτικά) προϊόντα. Και ναι, το Thor: Ragnarok του Taka Waititi, το οποίο κυκλοφορεί αυτήν την Πέμπτη στις κινηματογραφικές αίθουσες, είναι ένα από αυτά.

Φέτος, κατά το σωτήριο έτος 2017, είχαμε μια ενδιαφέρουσα αντιστροφή στην κατάσταση των Marvel τίτλων. Τα τελευταία 2-3 χρόνια, καθώς το Marvel Cinematic Universe ακροβατούσε μεταξύ λίγο-πολύ διεκπεραιωτικών και όχι ιδιαίτερα πρωτότυπων origin stories (Ant-Man, Dr. Strange) και υπερ-φορτωμένων events σχετικά αμφίβολης συνοχής (Age of Ultron, Civil War), παράλληλα αναπτύχθηκε ένα τηλεοπτικό σύμπαν στο Netflix που έδινε μερικές απαραίτητες ανάσες ανανέωσης. Τα Daredevil, Jessica Jones και Luke Cage – παρά τις επί μέρους αδυναμίες τους – φάνηκε να καλύπτουν ένα κενό πιο συνεκτικής δημιουργίας comic-book κόσμων και πιο ουσιαστικής ανάπτυξης χαρακτήρων.

Ποιά είναι λοιπόν η αντιστροφή; Η τηλεοπτική πτέρυγα του MCU μας έδωσε φέτος τρεις απογοητευτικές σειρές με τα Iron Fist / Defenders (Netflix) και Inhumans (ABC) – γεγονός που δημιουργεί μερικές εύλογες ανησυχίες για τα The Punisher και Runaways που αναμένονται μέσα στο Νοέμβριο. Ενώ οι φετινές τηλεοπτικές σειρές της Marvel έμοιαζαν να δανείζονται τα χειρότερα στοιχεία του κινηματογραφικού της σύμπαντος, στο ίδιο το κινηματογραφικό πεδίο έχουμε τρεις ταινίες που αποτελούν μερικές από τις καλύτερες στιγμές του MCU: το Guardians of the Galaxy vol.2, το Spider-Man: Homecoming και, εσχάτως, το Thor: Ragnarok. Με έναν τρόπο, αυτοί οι τρεις τίτλοι επιχειρούν να απαντήσουν, με διαφορετικούς βαθμούς επιτυχίας, σε τρεις μόνιμες αδυναμίες των Marvel ταινιών: την υπερβολική διασύνδεση μεταξύ τους, την παρουσία εξαιρετικά αδιάφορων villains και την απουσία ενός ευδιάκριτου genre, ύφους και αισθητικής.

Από αυτήν την σκοπιά, η επιλογή του Taka Waititi (υπεύθυνου για τα πανέμορφα Boy, What We Do in the Shadows, Hunt for the Wilderpeople) ήταν πολύ καίρια, αφού μάλλον έδειχνε ότι η Marvel εμπιστεύεται σε έναν σκηνοθέτη να αναπτύξει την δική του αισθητική και ματιά με έναν σχετικά αυτοτελή τρόπο, όπως έκανε αρκετά πετυχημένα στο παρελθόν με τον James Gunn και τους Russo Brothers. Βέβαια, θα ήταν παράλογο να περιμέναμε από το Thor: Ragnarok να μοιάζει περισσότερο με ταινία Waititi παρά με ταινία Marvel. Προφανώς, δεν υπήρχε καμία τέτοια περίπτωση, για ευνόητους οικονομικούς λόγους. Παρ’ όλα αυτά, ο τρόπος που διεισδύει η παιχνιδίζουσα αισθητική και ο εκκεντρικός ανθρωπισμός του Waititi στην ταινία είναι κάτι παραπάνω από ευπρόσδεκτος. Κατ’ επέκταση, το Ragnarok καταφέρνει να σταθεί ικανοποιητικά από μόνο του, οι villains ανταλλάσσουν την τραβηγμένη-από-τα-μαλλιά σοβαροφάνεια με το ευχάριστο campiness, και το ύφος της ταινίας δεν μένει στερεοτυπικά υπερ-ηρωικό αλλά προσεγγίζει το ειρωνικό space comedy.

Στις καλύτερες στιγμές του, το Thor: Ragnarok παίρνει έναν υπερήρωα με δύο αρκετά αδιάφορες έως κακές ταινίες στο solo ιστορικό του και τον μετατρέπει σε κέντρο βάρους μιας πολύχρωμης, φαντασμαγορικής, έξυπνης διαστημικής περιπέτειας. Το cast της ταινίας είναι εξαιρετικό με έναν ιδιόμορφο τρόπο. Δεν είναι ότι οι Hemsworth (Thor), Hiddleston (Loki), Blanchett (Hela), Elba (Heimdall), Thompson (Valkyrie), Hopkins (Odin), Ruffalo (Hulk) και Goldblum (Grandmaster) δίνουν αξιοσημείωτες ερμηνείες, αλλά ότι μοιάζουν να το απολαμβάνουν πραγματικά, κατακτώντας έναν βαθμό κωμικής χημείας που υπερκαλύπτει σ’ ένα επίπεδο τις αναμενόμενες τρύπες του σεναρίου, τα υπερ-ηρωικά στερεότυπα και το κοινότοπο CGI υπερθέαμα.

Καταλαβαίνοντας ότι είναι κάπως δύσκολο να φτιάξεις μια πραγματικά ενδιαφέρουσα superhero ταινία αποκλειστικά πάνω στον Thor, οι συντελεστές του Ragnarok επιλέγουν επιτυχημένα να εστιάσουν στο χιούμορ, το χρώμα και την αισθητική – καθιστώντας το έτσι μια απολαυστική και campy κοσμική κωμωδία που μοιράζεται περισσότερα με τους Guardians of the Galaxy (και τις cult sci-fi επιρροές τους) παρά με τις προηγούμενες solo ταινίες του Thor. Αυτήν τη φορά το σενάριο, παίρνοντας στοιχεία από το μυθολογικό Ragnarok και το storyline του Planet Hulk, είναι πιο έξυπνα γραμμένο, με περιστασιακά δυνατό χιούμορ και κάποιες ενδιαφέρουσες πολιτικές υπόνοιες, ενώ η αναμενόμενη αυτο-αναφορικότητα του MCU αρχίζει και μπαίνει σιγά-σιγά στα χωράφια της αυτο-παρωδίας, με τρόπο που σε στιγμές θυμίζει σχεδόν μια διαστημική και καλόβουλη εκδοχή του Deadpool.

Είναι δεδομένο ότι το κινηματογραφικό σύμπαν της Marvel και οι superhero ταινίες εν γένει έχουν δείξει εδώ καιρό ότι έχουν κάποια σημαντικά όρια, τα οποία άλλοτε δείχνουν προθυμία να διαπραγματευτούν και άλλοτε όχι. Μέχρι τώρα, η πλάστιγγα γέρνει περισσότερο προς την δεύτερη περίπτωση. Το Thor: Ragnarok, από την άλλη, είναι ένα μικρό αλλά ιδιαίτερα απολαυστικό βήμα προς την πρώτη.

 

Best of internet