Quantcast

Alien Covenant: Στο διάστημα κανείς δεν σε ακούει να χασμουριέσαι

O Ridley Scott είχε αποδείξει ότι ήταν ικανός για το καλύτερο και το χειρότερο. Εδώ και αρκετά χρόνια αποδεικνύει πως συνεχίζει να είναι ικανός για το χειρότερο.

Μ’ έναν τρόπο, το νέο Alien: Covenant του Ridley Scott, το οποίο κυκλοφόρησε την Πέμπτη στις κινηματογραφικές αίθουσες και αποτελεί ταυτόχρονα sequel του Prometheus και prequel των υπόλοιπων τίτλων του franchise, υποσχόταν την επιστροφή στα γνώριμα στοιχεία που έκαναν τόσο πετυχημένες και πολυ-αγαπημένες, για διαφορετικούς λόγους εν μέρει, τις δύο πρώτες ταινίες Alien. Η προσπάθεια για επιστροφή σ’ αυτά τα στοιχεία είναι τόσο αδιαμφισβήτητη, όσο και αποτυχημένη.

Ήδη από την πρώτη δεκαετία της καριέρας του, ο Ridley Scott είχε αποδείξει ότι ήταν ικανός για το καλύτερο (Duellists, Alien, Blade Runner) και το χειρότερο (Legend, 1492). Εδώ και αρκετά χρόνια, αποδεικνύει πλέον πως συνεχίζει να είναι ικανός για το χειρότερο, με ταινίες-μαρτύρια όπως τα Kingdom of Heaven, Robin Hood ή Exodus, αλλά όχι και για το καλύτερο – άντε ίσως για το μετρίως ικανοποιητικό. Δυστυχώς, το Alien Covenant ισορροπεί μεταξύ αυτών ακριβώς των κατηγοριών, του χειρότερου και του μέτριου. Αν το Prometheus του 2012, με όλες τις δίκαιες αρνητικές κριτικές που έλαβε, έμοιαζε τουλάχιστον με ένα project που ενδιέφερε πραγματικά τον Scott, τότε το Covenant μοιάζει περισσότερο με μια ψυχρή και υπολογισμένη κίνηση για το πάτημα των κατάλληλων κουμπιών ώστε να εξασφαλιστεί η συνέχεια και η οικονομική βιωσιμότητα του franchise. Ενώ προσπαθεί να αποτελέσει ένα ξεδιάντροπο best-of των καλύτερων στοιχείων των προηγούμενων Alien ταινιών, καταλήγει τελικά ένα βαρετό ποτ-πουρί των χειρότερων.

Από την μία πλευρά, η ταινία συνεχίζει τον ημιτελή και βαρύγδουπο φιλοσοφικό/θεολογικό προβληματισμό του Prometheus. Οι ατάκτως ερριμένες αναφορές στην ποίηση του Shelley και του Byron, τον Wagner και τον Μιχαήλ Άγγελο, όπως και τα βιαστικά τοποθετημένα ερωτήματα για την δημιουργία του ανθρώπου και του πολιτισμού, γίνονται απλά checkpoints ώστε να πειστούμε ότι η ταινία που βλέπουμε έχει βάθος, αντί να φροντίσει να το αποδείξει η ίδια. Αυτή η προχειρότητα γίνεται ακόμα πιο έντονη όταν συνδυάζεται με αδιάφορους έως ενοχλητικούς διαλόγους και χαρακτήρες που έχουν την πιο minimum ανάπτυξη που απαιτείται ώστε να καταφέρει να φτάσει τις 2 ώρες η ταινία. Από την άλλη, αντίστοιχα, οι σκηνές δράσεις δεν ξεφεύγουν ποτέ από ένα mix-and-match προηγούμενων Alien τίτλων, με αποτέλεσμα η αίσθηση κοινοτοπίας και κυνηγιού της νοσταλγίας να υπερκαλύπτει κάθε ενδεχόμενο απειλής ή έκπληξης.

Δεν είναι ότι λείπουν παντελώς τα στοιχεία που θα μπορούσαν να παράξουν μια διαφορετική και καλύτερη ταινία. Μια horror μίξη του 2001: A Space Odyssey και του μύθου του Frankenstein με θεολογικό περίβλημα θα μπορούσε κάλλιστα να έχει ενδιαφέρον στα κατάλληλα χέρια. Παράλληλα, υπάρχουν κάποιες πολύ όμορφα γυρισμένες σκηνές, ενώ ο Fassbender συνεχίζει να είναι πολύ καλός στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Παρ’ όλα αυτά, η αδιαφορία του Scott για την παραμικρή ουσιαστική εμβάθυνση στους χαρακτήρες και τα ζητήματα της ταινίας υπερσκιάζει κάθε θετικό στοιχείο. Καθώς ήδη βρίσκονται στα σκαριά άλλες δύο Alien ταινίες-prequel, με τον Scott να δηλώνει ότι θα συνεχίσει να τις ξεπετάει όσο θα καταφέρνουν να είναι επικερδείς, δεν βρίσκουμε κάποιον πραγματικό λόγο να αναμένουμε την προβολή τους.

 

Best of internet