Quantcast

Επιτέλους, το Star Wars: The Last Jedi είναι μια (πιο) αυθεντική Star Wars εμπειρία

O Rian Johnson καταφέρνει κάτι πολύ απλό και ταυτόχρονα πολύ δύσκολο: βάζει το Star Wars ξανά στον ίσιο δρόμο

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

14 Δεκεμβρίου 2017

Είναι δυνατόν να αγνοήσει κανείς την θέση που κατέχει το Star Wars στην λαϊκή κουλτούρα; Είναι δυνατόν να μην αποτελέσει γιγάντιο πολιτιστικό event η κυκλοφορία της νέα ταινίας του franchise; Σε καμία περίπτωση. Είναι αδύνατον να ξεφύγεις από το Star Wars. Είναι απ’ αυτά τα σημεία αναφοράς της pop κουλτούρας των τελευταίων 40 χρόνων που, ακόμα κι αν δεν υπήρχε, θα έπρεπε να εφευρεθεί. Δεν είναι μόνο η απλότητα και το μεγαλείο της πρώτης τριλογίας, που άλλοτε μοιάζει με πασάλειμμα όλων των προηγούμενων ηρωικών μυθολογιών και άλλοτε με πραγματικά καινοτόμο έργο τέχνης που συνοψίζει ό,τι προηγήθηκε και κοιτάζει μπροστά. Είναι επίσης πως πρόκειται για μια βιομηχανία από μόνη της, μια μεγα-μηχανή κέρδους, ένα franchise απλωμένο παντού – από τις κινηματογραφικές αίθουσες μέχρι τις videogame κονσόλες, κι απ’ τα καταστήματα παιδικών παιχνιδιών μέχρι τις κούπες στα ντουλάπια της κουζίνας.

 

Αφού, λοιπόν, δεν μπορούμε (κι ούτε θέλουμε) να ξεφύγουμε από το Star Wars, ας φροντίσουμε τουλάχιστον να αξίζει τον κόπο. Το reboot του franchise ήρθε πριν δύο χρόνια με το The Force Awakens και η Disney (η οποία παίζει να ‘χει αγοράσει κι εμάς χωρίς να το ξέρουμε) είχε μπροστά της ένα στίχοιμα: να σβήσει την επιρροή του Τζορτζ Λούκας και να επαναφέρει την αίσθηση της αρχικής τριλογίας. Ο άνθρωπος για την δουλειά ήταν ο J.J. Abrams. Τι έκανε λοιπόν ο Abrams; Ό,τι κάνει πάντα πάνω-κάτω. Αρκέστηκε στο wow factor της επιστροφής του Star Wars, μοίρασε αμέτρητα ‘member berries στο λαό κι έφτιαξε μια διασκευή του A New Hope. Μπορεί η πρώτη φορά που το είδαμε να ήταν γεμάτη ενθουσιασμό ή/και συγκίνηση, αλλά στην πραγματικότητα ήταν λίγο-πολύ κούφια από περιεχόμενο – όπως μπορούν να αποδείξουν εύκολα δεύτερες και τρίτες προβολές της ταινίας. Η συνέχεια, με το anthology film Roge One του Gareth Edwards, ήταν κάπως αναζωογονητικη, αφού επρόκειτο για μια αυτοτελή πολεμική περιπέτεια με στοιχεία genre ταινίας. Παρ’ όλα αυτά, ήταν κι αυτό ασφυκτικά αγκιστρωμένο στο A New Hope, λέγοντας μια ιστορία χωρίς ένταση, μιας και η κατάληξη ήταν γνωστή εδώ και τέσσερις δεκαετίες.

Αυτό είναι το κλίμα καθώς ερχόμαστε στο The Last Jedi – κι αυτές είναι οι προκλήσεις με τις οποίες έπρεπε να έρθει αντιμέτωπο. Ας το δηλώσουμε από τώρα: η ταινία είναι πολύ καλύτερη από τους δύο πρόσφατους προκατόχους της. Φέρνει κάτι δραματικά νέο στο Star Wars σύνολο; Όχι απαραίτητα. Φέρνει, όμως, μια ισορροπία (στη δύναμη; δεν άντεχα να μην το πω). Λειτουργεί υποδειγματικά σαν μεσαία ταινία τριλογίας, χωρίς να αποτελεί επουδενί αναμάσημα του Empire Strikes Back. Κάνει λελογισμένη χρήση της νοσταλγίας και πραγματοποιεί κάποια βήματα σχετικής γενναιότητας. Το βασικό της ατού βρίσκεται στον Rian Johnson που υπογράφει σενάριο και σκηνοθεσία. Όντας πραγματικά ένας αντι-Abrams, ο Johnson είναι ένας καλός σκηνοθέτης με δική του κινηματογραφική σφραγίδα – κάτι που το γνωρίζαμε ήδη από το πανέμορφο indie neo-noir διαμάντι Brick αλλά και το ωραιότατο time-travel sci-fi θρίλερ Looper. Βέβαια, όταν ένας τέτοιος σκηνοθέτης έρχεται σε ένα μεγάλο χολιγουντιανό franchise, είθισται να χάνει κάθε στοιχείο της προσωπικής του φωνής – το έχουμε δει αμέτρητες φορές και είναι στενάχωρο. Παρ’ όλα αυτά, ο Johnson καταφέρνει κάτι σημαντικό στο The Last Jedi, ραντίζοντας την ταινία με σκηνοθετική φαντασία και εικαστική αρτιότητα, δείχνοντας μια φροντίδα κι ένα πάθος που συνήθως λείπει από τέτοια blockbuster – και σίγουρα έλειπε από τις δύο τελευταίες ταινίες του franchise.

Το The Last Jedi συνεχίζει από εκεί που σταμάτησε το The Force Awakens, αλλά δεν ασχολείται και ιδιαίτερα με το να μπαλώσει τρύπες. Σίγουρα είχαμε κάποιες προσδοκίες και ερωτήματα για τη συνέχεια, κι η ταινία παίζει μαζί τους με αρκετά ουσιαστικούς όρους αυτήν τη φορά. Παρότι δεν δικαιώνονται όλες οι σεναριακές και σκηνοθετικές επιλογές, αυτό που επιτυγχάνει το The Last Jedi είναι να δημιουργήσει μια αίσθηση απρόβλεπτου, να μας πείσει ότι πράγματι βρισκόμαστε σε ένα αχανές αφηγηματικό σύμπαν όπου όντως μπορεί να συμβεί το οτιδήποτε. Αν σ’ αυτό προσθέσουμε μερικές καταπληκτικά γυρισμένες σκηνές και το εν γένει πετυχημένο χιούμορ της ταινίας, τότε έχουμε ένα πολύ πιο ικανοποιητικό αποτέλεσμα απ’ αυτό που ίσως περιμέναμε. Ο Johnson μοιάζει να διαχειρίζεται με μεγαλύτερη άνεση την κληρονομιά του Star Wars, προσπαθώντας να συνδυάσει τον παθιασμένο fanboy με τον χολιγουντιανό auteur, και καταφέρνει να αποφύγει τόσο την υπερβολική αυτο-αναφορικότητα όσο και την υπερβολική σοβαροφάνεια.

Όσον αφορά την πλοκή της ταινίας, χωρίς να μπούμε σε spoiler territory φυσικά, το δυνατότερο χαρτί βρίσκεται στην σχέση μεταξύ της Rey και του Kylo Ren, με τον Luke Skywalker να παρεμβάλλεται αντιπροσωπεύοντας κάθε είδους daddy issues. To The Last Jedi όμως δεν βουλιάζει μέσα στην χολιγουντιανή επεξεργασία της πατρότητας. Αντιθέτως, η σχέση μεταξύ Rey και Kylo αποκτά αρκετά μεγάλο βάθος και πολυπλοκότητα, διορθώνοντας εν πολλοίς το γεγονός πως επρόκειτο για δύο ενδιαφέροντες αλλά φτωχά γραμμένους χαρακτήρες στο The Force Awakens – και με τον Adam Driver να πείθει ερμηνευτικά ακόμα και τους πιο καχύποπτους από την πρώτη του εμφάνιση στο Star Wars. Αντανακλώντας τον τίτλο της ταινίας, ο οποίος μετά από οδηγία της Disney μεταφράζεται στον πληθυντικό ως Οι Τελευταίοι Τζεντάι, έχουμε επίσης μια έμφαση στην ίδια την Jedi μυθολογία και κληρονομιά, η οποία όμως προσπαθεί να κοιτάξει στο μέλλον αντί να προσφέρει απλώς μπαλώματα για το παρελθόν ή exposition της πλοκής. Παράλληλα, αν και το side-story του Finn με την νεο-εισερχόμενη Rose αρχικά μοιάζει περιττό και προβλέψιμο, καταλήγει εν τέλει να διευρύνει την οπτική γωνία του Star Wars, φανερώνοντάς μας τον κόσμο της αστικής τάξης του γαλαξία, των ανθρώπων για τους οποίους η αιώνια μάχη μεταξύ Jedi και Sith είναι επίσης μια εξαιρετικά επικερδής επιχείρηση. Ε, χμ, ναι, σαν αυτούς που φτιάχνουν το Star Wars δηλαδή.

Φυσικά, ας μην ξεχνάμε πως πρόκειται για την τελευταία φορά που η προσφάτως εκλιπούσα Carrie Fisher εμφανίζεται στον ρόλο της Leia Organa – κάτι που προσδίδει στις σκηνές ένα επιπλέον layer συναισθηματικής έντασης. Αντίστοιχα, η πολυ-αναμενόμενη παρουσία του Mark Hammill ως Luke Skywalker αποδίδει τα μέγιστα και λειτουργεί οργανικά στην ταινία, αφού ο ίδιος μοιάζει να ενδιαφέρεται πραγματικά για τον ρόλο, σε αντίθεση με την διεκπεραιωτικότητα του Harrison Ford στο Force Awakens που βασιζόταν σχεδόν αποκλειστικά στην νοσταλγία και την ατάκα. Όσον αφορά τις δύο ηχηρές νέες παρουσίες στο cast του Star Wars, από την μία η αγαπημένη Laura Dern αποδεικνύεται μια εξαιρετικά ευχάριστη προσθήκη, ενώ από την άλλη ο χαρακτήρας του Benicio del Toro δυστυχώς μοιάζει τόσο άδειος που θα μπορούσε να λείπει χωρίς να αλλάξει το παραμικρό στην ταινία.

 

Συνολικά, το The Last Jedi είναι μάλλον ό,τι καλύτερο μπορούσαμε ρεαλιστικά να έχουμε από πλευράς Star Wars το 2017. Επιχειρεί να ακροβατήσει στο νήμα μεταξύ παλιού και καινούριου, μεταξύ safe νοσταλγίας και χολιγουντιανού ρίσκου, και τα καταφέρνει από αρκετά έως πολύ καλά. Ούτως ή άλλως, ξέρουμε ότι η κινηματογραφική βιομηχανία του χόλιγουντ αρνείται πεισματικά να κάνει βήματα προς τα μπρος και επιλέγει να επενδύσει όλο και περισσότερο στο νοσταλγικό ξεζούμισμα και ξαναπακετάρισμα του παρελθόντος. Τουλάχιστον, μπορούμε να ζητήσουμε το εξής: η κίνηση προς τα πίσω να αντισταθμίζεται από κάποιες αντίρροπες δυνάμεις που κοιτάνε έστω και λίγο μπροστά. Αποτέλεσμα; Να έχουμε ένα μεγά-event, απ’ αυτά που χρειαζόμαστε πού και πού, το οποίο να ανήκει στο παρόν του. Το The Last Jedi είναι ένα τέτοιο event και είναι μια Star Wars εμπειρία με τα όλα της.

 

https://www.youtube.com/watch?v=Q0CbN8sfihY

 

Best of internet