Quantcast

Ανάμεσα στον Μαύρο Πύργο και Το Αυτό: Ο κινηματογράφος του Stephen King

Λίγο μετά την κυκλοφορία του Μαύρου Πύργου και λίγο πριν την κυκλοφορία του Αυτό, ρίχνουμε μια ματιά στο πώς ο γνωστός συγγραφέας έγινε συνώνυμος με τον κινηματογράφο

Είναι κρίμα που ο Μαύρος Πύργος, ο οποίος κυκλοφόρησε τον Αύγουστο στις κινηματογραφικές αίθουσες, κατέληξε να είναι η ταινία που είναι. Το αμάρτημά της δεν είναι απλώς ότι πρόκειται για μια μέτρια έως κακή μεταφορά μυθιστορήματος του Στήβεν Κινγκ στην μεγάλη ή τη μικρή οθόνη. Υπάρχουν αμέτρητες τέτοιες μεταφορές: απαράδεκτα sequels, ανέπνευστα remakes, ανούσιες τηλεοπτικές σειρές, ταινίες μικρού budget που δεν τις είδαν ούτε αυτοί που τις έφτιαξαν. Επίσης, το πρόβλημα δεν είναι ότι πρόκειται για μια ακόμα αποτυχημένη καλοκαιρινή περιπέτεια δράσης βασισμένη σε προϋπάρχον source material που απογοητεύει σχεδόν τους πάντες και με το ζόρι καταφέρνει να βγάλει τα λεφτά της. Κι απ’ αυτά υπάρχουν αμέτρητα – και πρόκειται για ένα κινηματογραφικό είδος που, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, έχει τσακωθεί με την πρωτοτυπία εδώ και αρκετά χρόνια.

 

Είναι κρίμα, λοιπόν, για δύο κυρίως λόγους. Ο Μαύρος Πύργος, ο οποίος έχει περάσει από 40 development κύματα την τελευταία δεκαετία (με επικεφαλής αρχικά τον J.J. Abrahms, έπειτα τον Ron Howard και τέλος τον Nikolaj Arcel που τελικά σκηνοθετεί την ταινία), σπαταλάει δύο εκπληκτικούς ηθοποιούς, τους Idris Elba και Matthew McConaughey, καταδικάζοντάς τους σε δύο πρωταγωνιστικούς μη-ρόλους, σε δύο σεναριακά expositions με χέρια και πόδια. Όμως, ο δεύτερος και σημαντικότερος λόγος για τον οποίο είναι στενάχωρη η μεταφορά του Μαύρου Πύργου είναι ότι δεν πρόκειται για μεταφορά ενός ακόμα από τα αμέτρητα μυθιστορήματα του Στήβεν Κινγκ. Σύμφωνα με τον ίδιο, η σειρά των βιβλίων του Μαύρου Πύργου, η επική sci-fi/fantasy/western ιστορία αναζήτησης ενός μυθικού πύργου που συγκρατεί το σύμπαν σε λειτουργία, είναι το magnum opus του.

 

 

Αυτό που η ταινία ξεπετάει σε μιάμιση ώρα κακού storytelling ως τρόπον τινά συνέχεια των βιβλίων, με την υπόσχεση να το μπαλώσει σε ένα πλάνο που περιλαμβάνει τηλεοπτική σειρά και κινηματογραφικά sequels, o Κινγκ το αναπτύσσει σε μια σειρά μυθιστορημάτων που επεκτείνουν το λογοτεχνικό σύμπαν του συγγραφέα, συνδέοντας μεταξύ άλλων πολλά από τα υπόλοιπα βιβλία του. Αυτό το αλληλοσυνδεόμενο γιγάντιο σύμπαν του Κινγκ, με κέντρο του τον Μαύρο Πύργο, το οποίο λειτουργεί ως σημείο ενοποίησης της μυθολογίας του έργου του και σύγκλισης των στοιχείων της pop κουλτούρας των τελευταίων 30 χρόνων, κατά έναν τρόπο προέβλεψε την σύγχρονη μανία του Hollywood για τα κινηματογραφικά multiverses και franchises που παραπέμπουν το ένα στο άλλο. Η διαφορά, βέβαια, είναι ότι η μεταφορά του Μαύρου Πύργου από τα κατάλληλα χέρια θα μπορούσε να λειτουργήσει ταυτόχρονα ως επιστέγασμα και ξεπέρασμα αυτής της τάσης, η οποία ήδη έχει αρχίσει να κουράζει με την υπερβολική προχειρότητα και φτωχή αυτοαναφορικότητά της.

 

Ένας λαϊκός συγγραφέας στο σινεμά

 

Η απάντηση στο γιατί θα μπορούσε να το κάνει αυτό έρχεται αν κοιτάξουμε πιο συγκεκριμένα την ιδιαίτερη σχέση του Στήβεν Κινγκ με τον κινηματογράφο, μια σχέση που η ιστορία δεν επιφύλαξε για κανέναν άλλο συγγραφέα του 20ου αιώνα. Η αλήθεια είναι ότι ο Κινγκ είναι όντως ένας ιδιαίτερος συγγραφέας. Ήδη από τη δεκαετία του ’70 κατάφερε να συνδέσει την παράδοση της λογοτεχνίας του φανταστικού (και ειδικά των αγαπημένων του Matheson και Lovecraft) με έναν λαϊκό συναισθηματισμό που έφερνε τον τρόμο πολύ κοντά στα άμεσα βιώματα των αναγνωστών του. Ο Κινγκ είναι ένας λαϊκός συγγραφέας και το υπερασπίστηκε σθεναρά σε πολλές περιπτώσεις. Ο ίδιος έχει δηλώσει ότι ταλαντούχος συγγραφέας είναι αυτός που καταφέρνει να πληρώσει τους λογαριασμούς του. Όταν μετά τη βράβευσή του από τα National Book Awards κατηγορήθηκε ως “μη-λογοτεχνία”, ο Κινγκ απάντησε στους επικριτές του λέγοντας ότι αδυνατούν να κατανοήσουν την λαϊκή κουλτούρα, ότι αδυνατούν να δουν τη γραμμή που συνδέει τον Mark Twain και τον Nathaniel Hawthorne με τη σύγχρονη λαϊκή λογοτεχνία.

 

 

Αυτό που δεν του αναγνώρισαν οι λογοτεχνικοί κύκλοι, του το αναγνώρισε η κινηματογραφική βιομηχανία – ο κατεξοχήν τόπος συνάντησης μεταξύ της υψηλής και της μαζικής κουλτούρας. Μπορεί να μην είναι, βάσει αριθμών, ο πιο πολυ-διασκευασμένος συγγραφέας, αλλά είναι σίγουρα ο μοναδικός για τον οποίο η λογοτεχνία και ο κινηματογράφος κινήθηκαν παράλληλα και αξεδιάλυτα. Για την ακρίβεια, ο Στήβεν Κινγκ κατάφερε να αλλάξει τη σχέση κινηματογράφου και λογοτεχνίας, δουλεύοντας παράλληλα ως συγγραφέας, σεναριογράφος, ηθοποιός, παραγωγός και σκηνοθέτης – και σχολιάζοντας συχνότατα τον τρόπο με τον οποίο μεταφέρεται το έργο του στην μεγάλη οθόνη, από τα αριστουργήματα του Kubrick και το De Palma μέχρι τις low-badget ταινίες τρόμου. Δεν είναι ότι οι κινηματογραφικές μεταφορές των βιβλίων του ήταν απαραίτητα πρωτοποριακές. Κατά έναν τρόπο, συχνά λειτούργησαν ως αρχέτυπα: κατάφεραν να συνοψίσουν πραγματικές τάσεις στον κινηματογράφο και την ζωή, έτσι ώστε να παράξουν καθοριστικά παραδείγματα του πώς μοιάζει το τάδε ή το δείνα στο σινεμά.

 

Ο τεχνίτης του τρόμου

 

Ας το πιάσουμε με τη σειρά. Όταν δημοσίευσε το πρώτο μυθιστόρημά του Carrie, το 1974, ο Κινγκ ήταν μόλις 26 χρονών. Λίγο αργότερα, ο Brian De Palma, όντας ήδη εμβληματικός σκηνοθέτης του New Hollywood και έμπειρος στην σκηνοθεσία του τρόμου, εξασφάλισε τα δικαιώματα του βιβλίου για μόλις 2.500 δολάρια. Δύο χρόνια μετά, το Carrie κυκλοφορεί στις κινηματογραφικές αίθουσες και ο συνδυασμός μεταφυσικού τρόμου, campiness και ριζοσπαστικού κοινωνικού σχολιασμού του μυθιστορήματος ταιριάζει γάντι με την οπτική του De Palma και του New Hollywood. Τα πρώτα χρόνια της κινηματογραφικής του σταδιοδρομίας ο Κινγκ αφήνεται στα χέρια πρωτοπόρων σκηνοθετών και το έργο του γίνεται σταθμός στον pop συμβολικό τρόμο στις αρχές των 80s.

 

 

Μπορεί ο Κινγκ να έχει εκφράσει επανειλλημένα την απογοήτευσή του από την εμβληματική μεταφορά της Λάμψης από τον Kubrick το 1980, καθώς θεώρησε ότι η απουσία ανάπτυξης του πρωταγωνιστικού χαρακτήρα, η εξαφάνιση του μεταφυσικού στοιχείου και ο μισογυνισμός της ταινίας την καθιστούν κατώτερη από την τηλεοπτική μεταφορά των 90s, αλλά τα επόμενα χρόνια διασκευάζεται και συνεργάζεται με σπουδαίους σκηνοθέτες της εποχής του. Ήδη το 1982 υπογράφει το σενάριο του Creepshow του προσφάτως εκλιπόντως Romero, δείχνοντας ξανά την αγάπη του για τη λαϊκή κουλτούρα με την μορφή των horror comics του ’50. Την επόμενη χρονιά, εμφανίζονται τρεις από τις καλύτερες μεταφορές βιβλίων του. Ο Cronenberg γυρίζει το Dead Zone με τον εκπληκτικό Christopher Walken στον πρωταγωνιστικό ρόλο να φέρνει κοντά τον ψυχολογικό και τον μεταφυσικό τρόμο, ο Carpenter σκηνοθετεί το Christine αποτίοντας φόρο τιμής στο camp και τις σκοτεινές πλευρές της νεανικής κουλτούρας των 50s, ενώ παράλληλα κυκλοφορεί το Cujo, η ιστορία ενός λυσσασμένου σκύλου που παγιδεύει μια μητέρα και το παιδί της σ’ ένα αμάξι – μια από τις αγαπημένες μεταφορές του ίδιου του Κινγκ, και ίσως ανάμεσα στις πιο υποτιμημένες του. Αυτή η πλευρά του Κινγκ, η οποία συνδυάζει τον μαζικό κινηματογράφο με το ψυχικό ή κοινωνικό βάθος μέσω του τρόμου, σχηματίζει ένα νήμα που συνεχίζεται και στις επόμενες δεκαετίες με τα Misery, Apt Pupil, Secret Window – και εν μέρει με την τηλεοπτική μεταφορά του The Stand.

 

 

Παράλληλα, η δεκαετία του ’80 εγκαινιάζει τον Στήβεν Κινγκ ως αγαπημένο συγγραφέα των υπερφυσικών b-horror ταινιών χωρίς ιδιαίτερες κινηματογραφικές φιλοδοξίες, ανοίγοντας έναν δρόμο δίπλα σ’ αυτόν που περιγράψαμε προηγουμένως. Αυτή η πιο ξεκάθαρα cult πλευρά των μεταφορών του Κινγκ καταπιάνεται πλέον με ζόμπι, βαμπίρ, λυκάνθρωπους και σατανικές μυστηριώδεις οντότητες. Μιλάμε φυσικά για ταινίες όπως τα Children of the Corn (και τα αμέτρητά του sequel), Firestarter, Silver Bullet, Graveyard Shift, Sleepwalkers και άλλα. Κατά έναν τρόπο, εξαίρεση σ’ αυτά αποτελεί το Pet Semetary, το οποίο, παρ’ όλο που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει σε cult επίπεδο από τα υπόλοιπα, είναι μια ταινία για την οποία το σενάριο έγραψε ο ίδιος ο Κινγκ (με τον Romero ως αρχικό σκηνοθέτη και την Mary Lambert να το σκηνοθετεί εν τέλει) και την οποία σύμφωνα με δηλώσεις του έχει πάντα στην καρδιά του. Όπως και να ‘χει, παρά τις στιγμές cult τρόμου που μας έχουν προσφέρει αυτές οι ταινίες, δημιούργησαν μια τάση κακών και φτηνών sequels και remakes που ακολούθησαν τον Κινγκ μέχρι και σήμερα, με το τελευταίο Children of the Corn να αναμένεται μέσα στη χρονιά…

 

 

Φτιάχνοντας το νέο μελόδραμα

 

Αν οι δύο προηγούμενες γενικές κατηγορίες μεταφορών του Στήβεν Κινγκ συγκλίνουν στο ότι ο συγγραφέας είναι συνώνυμος με τον κινηματογραφικό τρόμο, τότε αυτή η διαπίστωση είναι ταυτόχρονα σωστή και λάθος. Σωστή γιατί, ναι, ο Κινγκ είναι κατά βάση ένας συγγραφέας ιστοριών τρόμου. Το μεγαλύτερο μέρος της παρουσίας του στο σινεμά πηγάζει από τον τρόμο και αφορά τον τρόμο. Ακόμα κι οι πολύ, πολύ χαλαρές μεταφορές sci-fi έργων του, όπως τα Running Man και Lawnmower Man, διατηρούν αυτά τα στοιχεία. Είναι όμως ταυτόχρονα λάθος, γιατί ο Κινγκ έφτασε βαθύτερα απ’ το να καθορίσει τον τρόμο στο σινεμά από τα 80s κι έπειτα. Σε μεγάλο βαθμό, οι δύο ταινίες του σε σκηνοθεσία Frank Darabont από τη δεκαετία του ’90, τα Shawshank Redemption και Green Mile, έφτιαξαν ένα νέο είδος χολιγουντιανού μελοδράματος.

 

Περισσότερο από το να αντλήσουν από την 50s κλασική μελοδραματική χολιγουντιανή παράδοση των Sirk και Minnelli, οι συνεργασίες των Darabont-King χρησιμοποίησαν ως βάση μάλλον τον σύγχρονο συναισθηματισμό του Spielberg και έφτιαξαν δύο ηχηρά παραδείγματα λαϊκού και αισιόδοξου υπαρξισμού, με φόντο κοινωνικά δράματα ποτισμένα από μαγικά στοιχεία. Μπορεί οι δυσθεώρητες βαθμολογίες των δύο αυτών ταινιών στο IMDB, για παράδειγμα, να είναι υπερβολικά γενναιόδωρες – και η παρουσία του Shawshank Redemption στην πρωτιά του site να είναι ντροπιαστική για την ιστορία του σινεμά – αλλά αναμφίβολα επίσης άγγιξαν αμέτρητες καρδιές πραγματικών ανθρώπων σε πραγματικό χρόνο, κι ο ίδιος ο Κινγκ τις θεωρεί δύο από τις ταινίες που αποτύπωσαν καλύτερα τον συναισθηματισμό του έργου του. Για την ιστορία, ο Darabont σκηνοθέτησε ξανά τον συγγραφέα στο Mist του 2007, το οποίο είναι μάλλον και η καλύτερη μεταφορά του Κινγκ για την τελευταία 10ετία.

 

‘The Shawshank Redemption’, 1994

 

Από τι κρύβονται τα παιδιά;

 

Κι ερχόμαστε έτσι στον δεύτερο λόγο για τον οποίο δεν μπορούμε να ταυτίσουμε τον κινηματογραφικό Κινγκ απλώς με τον τρόμο, ακόμα κι αν ο παράγοντας της ποσότητας συνηγορεί προς αυτό. Η αλήθεια είναι ότι τα 80s ήταν μια χρυσή εποχή για παιδικές περιπέτειες στον κινηματογράφο. Πριν κυκλοφορήσει το Stand By Me του Κινγκ στους κινηματογράφους το 1986, τα E.T. και Goonies αποτελούσαν ήδη μεγάλες επιτυχίες και άρχιζαν να γεννούν αμέτρητες κόπιες. Το Stand By Me, βέβαια, σκηνοθετημένο από τον Rob Reiner, είχε μια σημαντικότατη διαφορά που αντανακλά την ιδιαίτερη θέση που κατέχει η παιδικότητα στον Στήβεν Κινγκ. Ο συγγραφέας ήξερε καλά ότι μια coming-of-age παιδική ιστορία είναι μισή χωρίς την απώλεια της αθωότητας. Ήξερε επίσης ότι για να πεις μια πραγματική παιδική ιστορία πρέπει να μην αφήσεις απ’ έξω το εξής: ότι η παιδική ηλικία είναι σκληρή. Η μαγεία που μπορεί να χαρακτηρίσει μια παιδική περιπέτεια πηγάζει εξίσου από την δυστυχία της οικογενειακής ζωής κι απ’ την μετάβαση στον ενήλικο κόσμο του πόνου και του θανάτου.

 

Αυτό είναι ένα μοτίβο που διαπερνά πολλές από την κινηματογραφικές αναπαράστασεις της παιδικότητας στον Κινγκ, από τις πιο πεζές στα Children of the Corn και Firestarter, μέχρι το τηλεοπτικό IT και το Hearts in Atlantis – και φυσικά με αποκορύφωμα το Stand By Me. O συγγραφέας είχε δηλώσει τόσο συγκινημένος από τη μεταφορά του Reiner που τον αγκάλιασε κλαίγοντας μετά την προβολή της ταινίας, κι είναι σαφές ότι χωρίς αυτήν δεν θα είχαμε σε καμία περίπτωση το Stranger Things.

 

 

Ο Στήβεν Κινγκ στο έτος 2017

 

Σε τι είδους συμπέρασμα μπορεί να μας οδηγήσει λοιπόν αυτή η ανασκόπηση; Τι μπορεί να μας δείξει το γεγονός ότι ένας συγγραφέας λαϊκών φανταστικών ιστοριών επηρρέασε τόσο έντονα την κινηματογραφική παραγωγή μέσα από τον συμβολικό τρόμο, τις μεταφυσικές δυνάμεις, τα λυρικά μελοδράματα και τις παιδικές περιπέτειες; Σ’ ένα πρώτο επίπεδο, επιβεβαιώνεται ο συγκρατημένα αυτοαναφορικός χαρακτήρας του Κινγκ ως συγγραφέα. Αναστοχαζόταν συνεχώς πάνω στο τι σημαίνει να είσαι ένας μαζικός λογοτέχνης που τον αγαπάει η οθόνη, τοποθετώντας συγγραφείς σε κεντρικούς ρόλους έργων του, όπως στα Shining, Salem’s Lot, Misery ή Secret Window – ή γράφοντας ακόμα και με ψευδώνυμα στο απώγειο της δημοφιλίας του. Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο όμως, η τόσο στενή επαφή του με τις τάσεις της βιομηχανίας του κινηματογράφου και η αλληλεπίδραση που είχε με τη μαζική κουλτούρα τον έκαναν κάτι παραπάνω από έναν συγγραφέα. Σ’ έναν ορισμένο βαθμό, ο ίδιος ο Στήβεν Κινγκ λειτούργησε ως κινηματογραφικό στούντιο, ως άτυπη εταιρία παραγωγής κινηματογραφικών τάσεων για μαζική απόλαυση. Σήμερα που η βιομηχανία του σινεμά στρέφεται όλο και περισσότερο σε source material της pop κουλτούρας των προηγούμενων δεκαετιών, ο Κινγκ αποδεικνύεται ταυτόχρονα αρκετά προφητικός και αλλόκοτα επίκαιρος.

 

Το 2017 είναι η χρονιά που ο Κινγκ επιστρέφει στις μεγάλες χολιγουντιανές παραγωγές. Μέχρι στιγμής, η μεταφορά του Μαύρου Πύργου επιλέγει να προσδεθεί στο άρμα των σύγχρονων young adult ταινιών τύπου Hunger Games, Maze Runner, Divergent και των υπόλοιπων αντίστοιχων franchises που ξεπετάχτηκαν σαν μανιτάρια τα τελευταία χρόνια. Αν, από την άλλη μεριά, το Αυτό που αναμένεται στις αίθουσες τον Σεπτέμβριο αποδειχθεί ότι είναι πιο κοντά στο Stranger Things, επιλέγοντας τον δρόμο της pop νοσταλγίας χωρίς να θυσιάζει το συναισθηματικό βάθος, τότε θα είμαστε χαρούμενοι. Και εμείς, και μάλλον και ο Στήβεν Κινγκ.

 

Best of internet