Quantcast
ORIGINALS

Η πραγματική αιτία της καταστροφής.

«Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν». Όλη η αλήθεια εδώ.


σουπερ σαγιαν · 12 Φεβρουαρίου 2013

Μια φορά και έναν καιρό, σε τόπο μαγικό, άνθρωποι και ζώα ζούσαν ευτυχισμένοι. Τα μικρά πόνυ βούρτσιζαν την ουρά τους, τα αρκουδάκια έτρωγαν το μέλι απ τα δάχτυλά τους, τα γουρουνάκια έπαιζαν το ένα με τα άλλο στη λάσπη και τα πάντα κυλούσαν αρμονικά. Κάθε Σάββατο λοιπόν, όλες οι οικογένειες έπαιρναν τα μικρά τους και μαζεύονταν για πικ-νικ κοντά στο ποτάμι.

animal_picnic

Όλες είπα; Μια οικογένεια αρνιόταν πεισματικά να ακολουθήσει τη ζωή της περιοχής. Τα υπόλοιπα ζώα, πόσο μάλλον και οι άνθρωποι, την είχαν αποκλείσει απ τις καθημερινές τους δραστηριότητες. Βλέπετε πίστευαν πως διαθέτουν αλλόκοτες συνήθειες.

Ο Μητσοτάκης-Zubat σαν γνήσια νυχτερίδα, ζούσε σε ένα σπήλαιο μακριά από όλους. Λάτρευε την υγρασία, κρεμόταν ανάποδα για να κοιμηθεί και έβγαινε μόνο τη νύχτα. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά είχαν κάνει αυτόν και την οικογένειά του, εξαιρετικά απομονωμένους απ’ τον περίγυρο. Κανείς δεν είχε δει τα μικρά του στο σχολείο και κάνεις δεν είχε δειπνήσει ποτέ μαζί τους…

Ο δήμαρχος της περιοχής, λόγω και προεκλογικής περιόδου, αποφάσισε πως ένα μεγάλο έργο θα έκανε καλό στην εικόνα του και άπαντες θα έμεναν ικανοποιημένοι. – “Μια γέφυρα”, σκέφτηκε. “Αυτό θα κάνω!” Έτσι, βάλθηκε να προσλάβει κάθε ικανό. 45 μάστορες και 60 μαθητές για την ακρίβεια.

Πριν αρχίσει η κατασκευή λοιπόν, δόθηκε πρόσκληση σε όλους για μια μεγάλη γιορτή. Το νέο αυτό έφτασε και στα αυτιά του Μητσοτάκη-Zubat. Εκείνος εξοργισμένος, είπε στην γυναίκα του να σιδερώσει τον επίσημο μανδύα και ξεκίνησε να πετά για τη γιορτή. Το ρολόι είχε σημάνει 12.

Φτάνοντας, παγωμάρα επικράτησε και το γλέντι σταμάτησε. Ένα ρίγος διαπέρασε τους καλεσμένους και ο φόβος ζωγραφίστηκε μονομιάς στα μάτια τους – “δεν με καλέσατε”, είπε. Αλλά δεν πειράζει. Καλοστεργιωτη εύχομαι. Αυτά ήταν τα λόγια του και χάθηκε στην ομίχλη. Αφού ξεπεράστηκε το αρχικό σοκ, γρήγορα το κέφι επέστρεψε και όλοι τον είχαν ξεχάσει.

Τα πράγματα όμως δεν πήγαιναν καλά. Ενώ το γεφύρι χτιζόταν κανονικά, κάθε βράδυ έπεφτε. Αυτό γινόταν για πολύ καιρό και κάποιοι άρχιζαν να πιστεύουν πως ήταν καταραμένο. Έτσι, μαζεύτηκαν όλοι και αποφάσισαν πως κάποιος θα έπρεπε να φυλά σκοπιά τα βράδια για να μάθουν τι πραγματικά συμβαίνει. Ο κλήρος έπεσε στον μικρό Αντώνη. Πήρε την ευχή όλων, ένα φυλαχτό και πήγε το βράδυ στη γέφυρα.

Ο μικρός ήταν απ τις 9 εκεί  και κουρασμένος καθώς ήταν αποκοιμήθηκε. Το ρολόι είχε δείξει 12 και τότε έκανε την εμφάνισή του ο Μητσοτάκης-Zubat. Είδε τον κοιμισμένο Αντώνη, χαμογέλασε και φτερούγησε πάνω απ τη γέφυρα. Τότε εκείνη σείστηκε συθέμελα. Ο Αντώνης ξύπνησε από τον θόρυβο και αντίκρισε την γκρεμισμένη γέφυρα. Αλίμονο, τι να έλεγε στους άλλους; Προτίμησε να πει πως δεν είχε πάει καθόλου.

M.Z

Το επόμενο βράδυ ξαναπήγε στο γεφύρι και αυτή τη φορά έμεινε κρυμμένος. Το ρολόι χτύπησε 12 και τότε έκπληκτος είδε τον Μητσοτάκη-Zubat να φτερουγίζει πάνω απ τη γέφυρα και εκείνη να καταρρέει. Είχε κοντοσταθεί μάλιστα και γέλαγε με το έργο του. – “σε τσάκωσα”, φώναξε ο Αντώνης. Πετάχτηκε απ την κρυψώνα του, άρπαξε μια πέτρα και την έριξε στη νυχτερίδα. Η πέτρα βρήκε τον Μητσοτάκη-Zubat ψιλά στον ώμο και λέγεται πως του άφησε κουσούρι…

Την άλλη μέρα όλοι είχαν μάθει τι είχε συμβεί. Ο δήμαρχος αποφάσισε πως έπρεπε να βρεθεί μια λύση και κάλεσε τον Μητσοτάκη-Zubat για να μιλήσουν. Και οι δύο έδειξαν μετανιωμένοι για την συμπεριφορά τους, έδωσαν τα χέρια, και ορκίστηκαν ο ένας στον άλλο παντοτινή φιλία.

Έτσι, η γέφυρα τελείωσε και όλοι ήταν ευχαριστημένοι. Το ημερολόγιο είχε δείξει  Παρασκευή 13 Απριλίου.

Φωτοσοπικες καταστάσεις από τον JR

Best of internet