Quantcast
ORIGINALS

Άξιον Εστί και Ζόμπι

Μέσα στο έργο του Οδυσσέα Ελύτη κρύβεται ένα θρίλλερ με ζωντανούς νεκρούς


Normo Gin · 29 Μαρτίου 2013

 

axion2

Έχουμε κάνει που λέτε μία τρομερή ανακάλυψη. Κάτω από το Άξιον Εστί, το γνωστό ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη που τόσο αγάπησε το ΠΑΣΟΚ και η γενιά του, βρήκαμε ότι ο Ποιητής έχει κρύψει ένα ολόκληρο διήγημα για ζόμπι. Πατώντας σε μία ιδέα του Πάνου Παππά, αποφασίσαμε να καταγράψουμε αυτό το διήγημα για εσάς και μόνο, ώστε να μπορέσετε να νιώσετε εθνικά υπερήφανοι για την εγχώρια νεκροφιλική παράδοση, που κάνει όλα τα κατασκευάσματα του χολιγούντ να φαίνονται ερασιτεχνικά και ντεμέκ. Αλλά τι περιμένεις; Όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες-σουβενίρ, αυτοί ακόμα έβαζαν μέικ-απ στον Μπέλα Λουγκόζι.

Όλοι οι στίχοι που ακολουθούν είναι από το αυθεντικό κείμενο του έργου. Εμείς μόνο αφαιρέσαμε στίχους, δεν προσθέσαμε τίποτα. Απολαύστε.
 

Πλεονάκις επολέμησάν με εκ νεότητός μου,

και γαρ ουκ ηδυνήθησάν μοι.

ΨΑΛΜΟΣ ΡΚΗ’

 

Η ΓΕΝΕΣΙΣ
axion3
 

Αίμα πράσινο και βολβοί

γάζες αιθέρος οι αλεύκαντες

Η ψυχή μου ζητούσε Σηματωρό και Κήρυκα
Πρώτα σύρθηκαν με δύναμη

και ψηλά πάνω από τα μπεντένια ξεκαρφώθηκαν πέφτοντας

οι Εφτά Μπαλτάδες

καθαρό παλιννοστούσε το αίμα

και τα τέρατα έπαιρναν την όψη ανθρώπου
Τόσο ήταν αλήθεια

που πιστά μ’ ακολούθησε το χώμα

έγινε σε μεριές κρυφές πιό κόκκινο

“Κάτι που να σου σταθεί βοηθός

και αφού πεθάνεις” είπε

Και απ’ τα σπλάχνα της γης ανέβασε σχιστόλιθο
Και είδα

Κόρες όμορφες και γυμνές και λείες ωσάν το βότσαλο

με το λίγο μαύρο στις κόχες των μηρών
Σημαίνοντας οι έντεκα

πέντε οργιές του βάθους

πέρκες γοβιοί σπάροι

με πελώρια σβάραχνα και κοντές πρυμναίες ουρές
Και γεμάτος λαχτάρα χάιδεψα το σώμα

φιλιά δόντια με δόντια.
Ένα σημείο Ένα σημείο

κι απ’ αυτό πιό πέρα ταραχή και σκότος

κι απ’ αυτό πιό πίσω βρυγμός των αγγέλων
“Για να βλέπεις, είπε, από μέσα

στο κορμί σου

φλέβες, κάλιο, μαγγάνιο”

Και πολύ τότε σφίχθηκε η καρδιά μου

ήταν το πρώτο τρίξιμο του ξύλου μέσα μου

μιας νυχτός που εσίμωνε ίσως

η φωνή του γκιώνη

κάποιου που είχε σκοτωθεί

το αίμα γυρίζοντας πάνω στον κόσμο
Μια στιγμή μου εφάνηκε θωρούσα Εκείνον

που το αίμα του έδωσε να σαρκωθώ

και πολύ πριν με το νου μου βάλω

ή σημάδι φωτιάς ή σχήμα τάφου

η Νύχτα πανσές

με του έρημου μύλου τα χαλάσματα και την άκακη ευωδία της κόπρου

πήρε μέρος μέσα μου
ήχος άλλος κανείς

μόνο γδούποι γόοι και κοπετοί

και ρωγμές επάνω στην ανάστροφη όψη
Είδα μέσα στα σπίτια

με το λύχνο στο χέρι να περνούν γερόντισσες

τα χαράκια στο μέτωπο και στο ταβάνι

και άλλοι νέοι με το μουστάκι που έζωναν τα άρματα στη μέση τους

αμίλητοι

δύο δάχτυλα πάνω στη λαβή

εδώ κι αιώνες

Ο καθείς και τα όπλα του, είπε

Και αυτός αλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς αιώνες πριν

Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά

Έγινε αυτό που είμαι
Η ώρα τρείς της νύχτας

λάλησε μακριά πάνω απ’ τα παραπήγματα

ο πρώτος πετεινός

Πήρε όψη ο Ήλιος, ο Αρχάγγελος, ο αεί δεξιά μου

ΤΑ ΠΑΘΗ

axion1
Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή προσβάλλει τα βουνά

Μοίρα των αθώων, πάλι μόνη, να σε, στα Στενά!
Ο καθείς και τα όπλα του, είπα:

Στα Στενά φρουρούς τους ζέφυρους θα στήσω

Όσο είδα στα σπλάχνα μου ν’ ανάβουνε

σφουγγάρια, μέδουσες

όστρακα ρόδινα με τα πρώτα μαύρα ρίγη

μονάχη έγνοια η γλώσσα μου.
Στα πνευστά των δέντρων και κρούοντας ο πυρρίχιος

Δόρατα και σπαθιά να λες άκουσα Εσύ

Μυστικά προστάγματα και παρθενοβίωτα

Και πάνω απ’ την άβυσσο αιωρούμενη γνώρισα

ΤΟΥ ΣΠΑΘΙΟΥ ΣΟΥ ΤΗΝ ΚΟΨΗ ΤΗΝ ΤΡΟΜΕΡΗ!
Δώδεκα μέρες είχαμε μεις πιό πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ’ αυτί μας πάλι, ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και στο γρήγορο των πολυβόλων. Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη. Φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα.

Άλλης λογής εμείς χωριάτες, μ’ άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας, που ξορκισμένα να’ ναι. Κι απάνω που συνήθιζε ξανά το μάτι μας τα γνώριμα παλιά σημάδια, να που τη δεύτερη τη νύχτα σάμπως πάλι αλλάζαμε, την τρίτη ακόμη πιο πολύ, την ύστερη, την τέταρτη, πια φανερό, δεν ήμασταν οι ίδιοι. Καπεταναίοι αγέλαστοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες θεριά, λοχίες του 97 ή του 12, μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ’ τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελάτες και σκουταροφόροι με το αίμα επάνω τους ακόμη. Όλοι μαζί, δίχως μιλιά. Κι όταν ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γέρους, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε.

«Όι όι, μάνα μου», «όι όι μάνα μου», και κάποτε, πιό σπάνια ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που λέγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.

Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές-μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες.
Κι όσο τρώει την ύλη ο καιρός, τόσο βγαίνει πιο καθαρός

ο χρησμός απ’ την όψη μου:

ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΝΑ ΦΟΒΑΣΤΕ!
Γι’ άλλη, πιο μυστικήν αντρεία λαχτάρησα

κι από κει που με μπόδισαν, κάλπασα

το αίμα πίσω να πάρω των νεκρών μου άθαφτων!

Τα όπλα ζώστηκα και μόνος βγήκα
Είπα: δε θα ‘ναι η μαχαιριά βαθύτερη από την κραυγή

Για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή

Θέλει νεκροί χιλιάδες να ‘ναι στους Τροχούς

Θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους.
Τα θεμέλιά μου στα βουνά

και πάνω τους η μνήμη καίει.

Ταράζεται ο καιρός αδειάζοντας με πάταγο τα οστά των ταπεινωμένων.
Ποιοί, πώς, πότε ανέβηκαν την άβυσσο;

Ποιές, ποιών, πόσων οι στρατιές;
Έφτασαν ντυμένοι “φίλοι”

αμέτρητες φορές οι εχθροί μου

και τα δώρα τους άλλα δεν ήταν

παρά μόνον όπλα σίδερο και φωτιά
Και νωρίς εβγήκανε καταμπροστά στον ήλιο, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες. Και ακολουθούσανε άντρες πολλοί και γυναίκες και λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια. Με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μία πήχη φωτιά κάτω απ’ τα σίδερα, με τις μαύρες κάνες και τα δόντια του ήλιου. Και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα. Και θερίσανε πλήθος τα θηρία και άλλους εμάζωξαν.
Τα πικρά μου χέρια με τον Κεραυνό, τα γυρίζω πίσω απ’ τον Καιρό

τους παλιούς φίλους καλώ με φοβέρες και μ’ αίματα!
Ιδέστε, είπαν, ο αντίχριστος και ανάλγητος δαιμονιστής του αιώνος!
Και πολύ τρομάξανε τα παιδιά, και οι άνθρωποι με το μολύβι στην όψη και το άχερο στα μαλλιά και τα κοντά μαύρα ποδήματα, κέρωσαν. Επειδή πήγανε κι ήρθανε γύρω τα χαμόσπιτα, και σε πολλές μεριές το πισσόχαρτο έπεσε και φανήκανε μακριά, πίσω απ’ τον ήλιο, οι γυναίκες να κλαίνε γονατιστές πάνω σ’ ένα έρμο οικόπεδο, γεμάτο τσουκνίδες και μαύρα πηχτά αίματα. Ενώ σήμαινε δώδεκα ακριβώς το μεγάλο ρολόι των αγγέλων.
Δεν έσταξε ούτε σταγόνα πράσινο αίμα

Η αχτίδα του ήλιου γίνηκεν, ιδέστε

ο μίτος του Θανάτου!
Έλαχε να δώσει και σε σας ο Χάρος τη φούχτα του γεμάτη

Μες απ’ τα πηγάδια τις κραυγές τραβάτε αδικοσκοτωμένων
Φύσηξε η νύχτα, σβήσανε τα σπίτια

Δεν ακούει κανείς όπου κι αν χτυπήσω

Μαύρες ώρες φτάνουν

Των ανθρώπων έχουν οι χαρές μιάνει

τα σπλάχνα των τεράτων
Ευανάγνωστα να γίνουν τα σωθικά μου

Δεν μπορώ

Νεκρόσιτοι κι ερεβομανείς κοπροκρατούν το μέλλον
Και στα βαθιά μεσάνυχτα, στους ορυζώνες του ύπνου

Τα σεντόνια παλεύω

και τα μάτια πηχτά στο σκοτάδι μάταια δοκιμάζω
Ο βαθύς τριγμός να μου θυμίζει ακόμη ότι αυτός που είμαι, υπάρχω!

Γιοί των ανθρώπων, τι να πω;
Τα φριχτά σηκώνει η γης

Τόσο φως μες στο αίμα

στα χέρια του Θανάτου άχρηστο σκεύος

Βαθιά κάτω απ’ το χώμα συννέφιασε ανεβάζοντας χαλίκι μαύρο

και βροντές, η οργή των νεκρών
Το κεφάλι μπλάβο και άλαλο αψηλά στριμμένο, μα το χέρι βαθιά μέσα στην τσέπη, γραπωμένο από κομμάτι σίδερο, της φωτιάς ή απ’ τα άλλα πο’χουν τη μύτη σουγλερή και την κόψη αιθέρα. Και βαδίζανε καταπάνου στον έναν ο άλλος, μη γνωρίζοντας ο ένας τον άλλο. Μήνες τριάντα τρείς και πλέον βάστηξε το Κακό. Που τη θύρα χτυπούσανε ν’ ανοίξουνε της αυλής. Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν.
Από τις νύχτες θα ‘ρχομαι, θα περάσουν καιροί,

λυσσώντας θα χιμάει ο Βουκεφάλας του αίματος
Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και το σανίδωμα θα υποχωρήσει από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου, σημάδι ότι καιρός να λάβουν τα όνειρα εκδίκηση. Βλέπω τα πελέκια στον αέρα. Με νεκροκεφαλές θα στολίσουνε το στήθος τους. Αλλά πριν, ιδού θα στενάξουν οι νέοι και το αίμα τους αναίτια θα γεράσει.
Τις νύχτες που κλαιν των ανθρώπων τα βάσανα

Χαράζω τις φλέβες μου και κοκκινίζουν τα όνειρα

Θάβω τα πτώματα των μυστικών μου νεκρών

Εγώ που δοκίμασα τις μυριάδες αιχμές.

Σε χώρα μακρινή τώρα πορεύομαι

μ’ ακολουθούν ανάλαφρα πλάσματα
Τώρα το χέρι του Θανάτου

αυτό χαρίζει τη Ζωή

Χτυπά η καμπάνα του μεσημεριού

κι αργά στις πέτρες τις πύρρες χαράζονται τα γράμματα:

ΝΥΝ και ΑΙΕΝ και ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ.

ΤΟ ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΝ
axion4
 

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το κάμα που κλωσάει

τα σκατά των παιδιών με την πράσινη μύγα

οι φωνές οι αδέσποτες της ερημιάς

ενός ίσκιου το πέρασμα μέσα στον τοίχο
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χώμα που ανεβάζει

μιαν οσμή κεραυνού σαν από θειάφι

του βουνού ο πυθμένας όπου θάλλουν

οι νεκροί άνθη της αύριον
Της καμπάνας ο άνεμος ο χρυσεγέρτης

ο ιππέας που πάει να αναληφθεί στη δύση

και ο άλλο ιππέας ο νοητός που πάει

της φθοράς τον καιρό να ανασκολοπίσει
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χέρι που επιστρέφει

από φόνο φριχτόν και τώρα ξέρει

ποιός αλήθεια ο κόσμος που υπερέχει

ποιό το “νυν” και ποιό το “αιέν” του κόσμου:
Νυν το περίβλημα της Γης και η Εξουσία

Αιέν η βρώση της ψυχής και η πεμπτουσία
Νυν η ταπείνωση των Θεών Νυν η σποδός του Ανθρώπου

Νυν Νυν το μηδέν
και Αιέν ο κόσμος, ο μικρός, ο Μέγας

Best of internet