Quantcast
ORIGINALS

Το Λεξικό της Ντάγκλας

Αφιερωμένο στα ψημάρια και τους απληροφόρητους


Moloch · 22 Μαρτίου 2013

Ένα παρόμοιο εγχείρημα καταγραφής λέξεων και εννοιών με τα Καλιαρντά του Ηλία Πετρόπουλου και το Λεξικό της Πιάτσας του Νίκου Τσιφόρου, το Λεξικό της Ντάγκλαςεκδόθηκε το 1995 από τις εκδόσεις Opera. To επιμελήθηκαν ο συγγραφέας, ζωγράφος και επιμελητής των περιοδικών εκδόσεων, Ιδεοδρόμιο, Κούρος, Panderma, Λεωνίδας Χρηστάκης (1928-2009), με τον συνεργάτη του Μάρκο Επάρατο. Σε αυτό το λεξικό συλλέχθηκε ένα μεγάλο φάσμα λέξεων της κωδικοποιημένης και περιθωριακής γλώσσας των τοξικομανών.

Πέρα από το λαογραφικό ενδιαφέρον της συγκεκριμένης έκδοσης, ο Χρηστάκης θέλησε, μέσω αυτής, να απομυθοποιήσει τα ναρκωτικά μέσω της πληροφόρησης και να συμβάλει στην πρόληψη και την αποτροπή της χρήσης τους, θεωρώντας ότι η δοκιμαστική χρήση ναρκωτικών παντός είδους, οφείλεται κυρίως στο μύθο που τα περιβάλει.

Luben

Το αφιερώνουν στα ψημάρια και στους απληροφόρητους. Εγώ το βρήκα φέτος στο Παζάρι βιβλίου στην Κοτζιά προς 50 λεπτά του ευρώ. Παραθέτω ένα δείγμα.

 

Α

Αναψυκτικό: η κοκαΐνη, παραπομπή στην κόκα κόλα, αλλά και στην ελαφρότητα του ναρκωτικού, όχι σαν την ηρωίνη, που ανήκει στα βαριά οινοπνευματώδη.

Ασετόν: ξεβαφτικό των νυχιών-μανικιούρ, παραισθησιογόνο ελαφράς μορφής, τριπάρεις με εισπνοές και ενστάλαξη σταγόνων στα ρουθούνια, κίνδυνος ανακοπής.

Β

Βινάρω: καταπίνω, πίνω τον καπνό από το τσιγαριλίκι και τη βρίσκω, την ακούω πιο γρήγορα, το γνωστό που ακούγεται: Πίνω χασίς!

Γ

Γιουφ: Το Καλαμάκι για το ρούφηγμα της σκόνης από τη μύτη, επίσης και Γιούφι και Γιουφάκι, ένα στριμμένο χαρτονόμισμα γίνεται αυτοσχέδιο γιούφι, για έκτακτες και βιαστικές περιπτώσεις, υπάρχουν όμως και τα κυριλέ, χρυσά και ασημένια, για πλατινένια ρουθούνια.

Δ

Δάγκα: η κατακράτηση του ναρκωτικού, χωρίς να πληρωθεί το αντίτιμο, για αυτό και σπανίζουν οι πιστώσεις και στο νταραβέρι, πρώτα δίνουν τα λεφτά και μετά παίρνουν το ναρκωτικό, για να αποφευχθούν οι δάγκες.

Ε

Ελιά: σημείο ψηλά και εσωτερικά του μηρού δίπλα στα σεξουαλικά όργανα, από όπου περνάει μία μεγάλη κεντρική φλέβα, ύστατο σημείο για βαρέματα, όταν έχουν καταστραφεί οι άλλες φλέβες, επικίνδυνο όμως, μπορεί να κουτσαθείς ή και να παραλύσεις.

Ζ

Ζαπ: η ηρωίνη, προέρχεται από την σύντμηση της ποδανής γλώσσας-λέξης “ζαπρέ”.

Η

Ηρωίνη: καταπραϋντικό παυσίπονο, που παράγεται από τη χημική επεξεργασία του όπιου, το έθεσε σε κυκλοφορία η γνωστή φαρμακοβιομηχανία Bayer, που βγάζει και τις ασπιρίνες, για την αντικατάσταση της εθιστικής μορφίνης, παρ’ότι ήξεραν τις εξίσου εθιστικές ιδιότητές της. Μετά από πέντε χρόνια την αντικατέστησαν με την ασπιρίνη, που και αυτή προκαλέι εθισμό. Οι νεκροί από τα προϊόντα της Bayer είναι περισσότεροι και από τον πιο πολύνεκρο πόλεμο.

Θ

Θεριακλής ή Θεργιακλής: εδώ, όταν ο χασισοπότης είναι στο στάδιο του μανιώδους καπνίσματος, θεργιακλής καπνιστής, καφεπότης κ.α.

Κ

Καριβαριά: αποχαύνωση, μετά το κάπνισμα κακής ποιότητας χασισιού, με χτύπησε στο κεφάλι, σύνθετη λέξη με την κάρα=κεφάλι, και βαριά.

Κονσομάρης: ο πελάτης, ο νέος αγοραστής, αυτός που δεν είναι γνωστός στην πιάτσα, συνήθως κονσομάρης χαρακτηρίζεται ένας ύποπτος χαφιές.

Λ

Λουλάς: εξάρτημα του κλασικού ναργιλέ, το επιστόμιο από όπου ρουφάνε τον καπνό και γυρίζει γύρω γύρω στην παρέα, όπως ακριβώς και το τσιγάρο, οι πιο καλοί λουλάδες είναι κατασκευασμένοι από κεχριμπάρι.

Λουφές: αυτός που εμπορεύεται ναρκωτικά και παίρνει ποσοστά, χωρίς να κάνει χρήση ο ίδιος, χωρίς τα ναρκωτικά να είναι δικά του. Πουλάει και παίρνει τον λουφέ. Ο λουφές παίρνει το ποσοστό του.

Μ

Μαρμουρλής: αυτός που θέλει να καπνίσει χασίς, αλλά δεν έχει, δεν βρίσκει.

Μπαγιόκο: το χρήμα, για συναλλαγή στην αγορά των ναρκωτικών. Παλιά ήταν μόνο για το χασίς, σήμερα είναι για όλα τα σταφ.

Ν

Ντεκενλής: αυτός που έχει το πάνω χέρι σε έναν τεκέ, σε ένα χασισοποτείο, αυτόν αναζητούν οι μπάτσοι.

Ο

Ορθοπεταλιές: οι βαθιές ρουφηξιές με όλη τη δύναμη των πνευμονιών, το γονάτισμα του τσιγάρου, να φτάνει η τζούρα μέχρι τις πατούσες, πίνοντας το άγριο χασισάκι με πάθος και λαιμαργία, και μετά να φτύνεις τα πλεμόνια σου σα να κάνεις ποδήλατο στην ανηφόρα.

Π

Πασπάλια: Τα διάφορα φύλλα και κλαράκια ανακατεμένα με τη φούντα, για να αυξάνει το βάρος και η πραγματική τιμή, και φυσικά πέφτει η ποιότητα, μαζί με τα ξερά όμως καίγονται και τα χλωρά.

Ρ

Ρούχλα: συνθηματική ονομασία της ηρωίνης, έκφραση που χρησιμοποιούσαν οι παλαιότεροι μάγκες, κάπως υποτιμητική και υβριστική για την πρέζα, για αυτό και την απέφευγαν οι πρεζάκηδες.

Σ

Σιλελές: η πιάτσα, κάθε πιάτσα όπου βρίσκεις άκρες για ψώνισμα.

Στρούγκα: η θεραπευτική κοινότητα, το κλείσιμο σε αυτήν, όπως την χαρακτηρίζουν οι απέξω.

Τ

Τζιμάνι: πεπειραμένος χασικλής, με θητεία στη στενή και γνώστης τεκέδων. Κατέχει άκρες.

Φ

Φέρμα: η βίαιη αρπαγή του ναρκωτικού, με την χρήση βίας, αν είναι ανάγκη.

Ψ

Ψημάρι, Ψημάρια: νεαρά άτομα, κυρίως αρσενικά, ευκολόπιστα, ασυλλόγιστα, που οι έμποροι τα πείθουν εύκολα να κάνουν χρήση.

Best of internet